Η Κατερίνα Μακαβού είναι εκλεκτό μέλος αυτής της γενιάς Ελλήνων τραγουδοποιών που δουλεύουν κάπως “σιωπηρά” και είναι εκείνοι που κάθε τους κυκλοφορία διαμορφώνουν και συνθέτουν την εικόνα του ελληνικού τραγουδιού σήμερα. Πριν λίγο καιρό, η Κατερίνα κυκλοφόρησε το τρίτο της προσωπικό album με τίτλο “Ανθρωποι”. Μάλιστα, μέχρι την κυκλοφορία είχαμε πάρει μια γεύση από το νέο υλικό, με κάποια singles, πιο χαρακτηριστικό από τα οποία ήταν η ζεστή και νοσταλγική “Βόλτα”. Μιλήσαμε και για αυτό το κομμάτι, αλλά η συζήτησή μας ένιωθα ότι έπρεπε να ξεκινήσει από κάπου αλλού από το τραγούδι που ανοίγει τον δισκό.
Οι «Άνθρωποι» ανοίγουν με μια έκπληξη, την ιδιαίτερη διασκευή σου στο «Το κορίτσι που αγαπώ» που έχει τραγουδήσει πρώτος ο Τέρης Χρυσός. Πώς το αποφάσισες και τι σε γοήτευσε στο συγκεκριμένο τραγούδι;
Είναι ένα τραγούδι που αγαπώ πάρα πολύ, σε μουσική Γιώργου Μουζάκη και στίχους Γιάννη Πολίτη. Μου το έμαθε η μαμά μου – όπως μου έχει μάθει τα περισσότερα τραγούδια εκείνης της εποχής – αφού και η ίδια έχει μεγάλη αγάπη για αυτό το είδος. Εκτός από την τρυφερότητα που κουβαλάει, το ξεχωρίζω και για έναν ακόμα λόγο. Μολονότι χρησιμοποιεί σε πρώτο πλάνο τον ερωτικό λόγο, είναι και ένα βαθιά κοινωνικό τραγούδι που όταν το τραγουδάς συγκινείσαι, όχι μόνο για την έκφραση αγάπης στη γυναικεία ύπαρξη, αλλά και επειδή αυτή η γυναίκα, όντας το πρόσωπο μιας λαϊκής κοινωνικής τάξης, εξυψώνεται μέσα από τα μάτια του στιχουργού με τον πιο όμορφο τρόπο.
Νιώθεις ότι πλέον έχει εκλείψει αυτό το είδος ελαφρού λαϊκού, ξέρεις, αυτού του είδους που έδινε νότα και χρώμα στο «κάθεμερα» τον ανθρώπων;
Η κάθε εποχή έχει τα είδη της και καλώς συμβαίνει αυτό. Δεν μπορούμε να μιλάμε την ίδια γλώσσα με τους στιχουργούς της εποχής εκείνης επειδή θα ήταν άκαιρο. Ο τραγουδοποιός, όπως και ο κάθε καλλιτέχνης, πρέπει είναι σύγχρονος. Αυτό όμως που ζηλεύω σαν στοιχείο εκείνης της μουσικής περιόδου είναι ο έντονος ρομαντισμός και η αγνότητα που αποπνέουν τα τραγούδια της. Άλλα τότε ήταν έτσι η εποχή, ήταν έτσι οι άνθρωποι.
Έχεις βρεθεί σε μια εποχή όπου κυκλοφορείς νέα δουλειά, αλλά δεν μπορείς να την προωθήσεις μέσω live. Πώς είναι όλο αυτό;
Είναι περίεργο και πρωτόγνωρο θα έλεγα, αλλά δεν έχω μετανιώσει που κυκλοφόρησε ο δίσκος αυτή την περίοδο για πολλούς λόγους. Σίγουρα αυτό που περιμένω είναι να βγούμε και να παίξουμε τα καινούργια τραγούδια στον κόσμο, αλλά έστω και με αυτές τις συνθήκες μπορώ να πω ότι το κοινό ανταποκρίνεται θετικά στηρίζοντας τη δουλειά μέσα από τις ψηφιακές πλατφόρμες.
Ναι, βοηθούν οι ψηφιακές πλατφόρμες, ωστόσο στις συναυλίες η επαφή μας με την δουλειά ενός καλλιτέχνη αποκτά ως εμπειρία μια τελείως άλλη υπόσταση, δεν νομίζεις;
Φυσικά! Προσωπικά, έχω ανάγκη την ανθρώπινη επαφή. Αποδίδω πάντα καλύτερα σε αυτό που κάνω όταν απευθύνομαι σε ανθρώπους, όταν υπάρχει διάδραση και επαφή ανάμεσά μας. Κάνω τους δίσκους σε μία στουντιακή συνθήκη έχοντας πάντα στο μυαλό μου ότι αυτό θα μεταφερθεί μετά σε μία μουσική σκηνή, σε μία συναυλία. Άρα για όλους αυτούς τους λόγους, και πέρα από τον βιοποριστικό, οι ζωντανές εμφανίσεις είναι ζωτικής σημασίας.
Στην περιγραφή του album λες ότι ο δίσκος αυτός συγκεντρώνει ανθρώπινες ιστορίες. Στο εξώφυλλο, μάλιστα, σε βλέπουμε να φωτογραφίζεσαι δίπλα σε μια παλιά κινηματογραφική μηχανή. Είναι τελικά τα τραγούδια σαν μικρές κάμερες: προβάλλουν τις ιστορίες με τις οποίες τα έχουμε συνδέσει;
Όλα τα τραγούδια είναι ανθρώπινες ιστορίες, όλα. Κουβαλούν την ιστορία του ανθρώπου που τα έχει γράψει ή την ιστορία κάποιου που ο τραγουδοποιός θέλει ως παρατηρητής να μας αφηγηθεί, των ανθρώπων που τα έχουν τραγουδήσει, των μουσικών που τα ηχογράφησαν. Η επιλογή του συγκεκριμένου εξωφύλλου του δίσκου έγινε για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Όλες αυτές οι ιστορίες προβάλλονται μπροστά μας σαν μία ταινία.
Ένα συχνά εμφανιζόμενο θέμα των τραγουδιών του άλμπουμ είναι οι ποικίλες εκδοχές και εκφάνσεις της αγάπης. Μάλιστα, στο «Βήμα-Βήμα» λες ότι «θα λατρεύω όλα τα πάθη της ζωής». Τελικά οι «Άνθρωποι» είναι πιο προσωπική και βιωματική (και, ποιος ξέρει, παθιασμένη) δουλειά σου έως τώρα;
Όσο περνούν τα χρόνια και ωριμάζουμε τόσο καλύτερα μπορούμε να εκφράσουμε αυτό που είμαστε. Είναι ένα δώρο που φέρνει ο χρόνος. Δεν ξέρω αν είναι πιο προσωπική δουλειά σε ό,τι έχει να κάνει με τη θεματολογία των τραγουδιών, αλλά θεωρώ σίγουρα ότι υπάρχει πιο έντονη η προσωπική σφραγίδα στον τρόπο που έχουν ειπωθεί τα τραγούδια.
Ασχολείσαι επίσης πολύ με τη σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο. «Πόσο λυπάμαι που ο χρόνος πίσω δεν γυρίζει πια» αναφέρεις στη «Βόλτα». Είσαι άνθρωπος που βρίσκεις καταφύγιο στη νοσταλγία;
Συχνά αναπολώ φίλους ή καταστάσεις που έχω περάσει όμορφα κυρίως με την έννοια της ωραίας ανάμνησης και της ευφορίας που μπορεί να σου φέρει στον νου η θύμησή της. Παλιά μου συνέβαινε συχνότερα, τώρα πια όχι. Ωστόσο να μην ξεχνάμε ότι είμαστε εδώ χάρη στο παρελθόν και οδεύουμε προς το μέλλον κουβαλώντας το.
Η νοσταλγία από την μία είναι θεραπευτική. Από την άλλη δεν κρύβει και τον κίνδυνο ότι μας προσφέρει ασφάλεια και βεβαιότητα, τις οποίες δύσκολα θα θυσιάσουμε;
Ναι ίσως, αλλά ωστόσο μας προσφέρει και τη χαρά της ανάμνησης. Πώς θα θυμόμασταν τα ταξίδια που κάναμε ή τα γέλια μέχρι δακρύων με παρέες; Αν τώρα κάποιος ζει μόνο μέσα από τις αναμνήσεις του, ναι εκεί υπάρχει ένα θέμα.
Μιλώντας για τη “Βόλτα”, τo video clip είναι γυρισμένο βράδυ μπροστά από την κλειστή Βαρβάκειο, το στομάχι «στομάχι» Αθήνας. Πώς προέκυψε η επιλογή;
Στο συγκεκριμένο τραγούδι είχα έντονα στο μυαλό μου αυτή την εικόνα από την πρώτη στιγμή που το άκουσα. Μία βόλτα στην νυχτερινή Αθήνα, εκεί που ούτως η άλλως καταφεύγουμε οι περισσότεροι για να χαλαρώσουμε, να σκεφτούμε και να πάρουμε ενέργεια από την πόλη. Το συγκεκριμένο σημείο στην οδό Αθηνάς, μου το πρότεινε ο σκηνοθέτης του video και το βρήκα πολύ καλή ιδέα!
Έχεις αντίστοιχα σημεία στη γενέτειρά σου, τη Θεσσαλονίκη που όταν τα επισκέπτεσαι για μια βόλτα, αλλάζουν τα πάντα. Αν ναι, ποια είναι;
Δεν αλλάζουν τα πάντα, αλλά επαναπροσδιορίζονται όλα! Μεγάλη υπόθεση αυτό. Να σου θυμίζει ο τόπος σου το ποιος είσαι και να σου ξαναδείχνει τον δρόμο όταν “χάνεσαι”. Κατ’ αρχάς, το πατρικό μου σπίτι είναι το πιο σημαντικό σημείο επαναπροσδιορισμού για ‘μένα. Η βόλτα στη γειτονιά μου στη Νέα Κρήνη, η βόλτα στην Τσιμισκή, στην παραλία της Θεσσαλονίκης και στα στέκια που είχα τότε. Στο θρυλικό μπαρ “Φλου”, που δυστυχώς έκλεισε εν μέσω καραντίνας μετά από πολλά χρόνια λειτουργίας, ή το παλιό μου στέκι “De Facto” στην Παύλου Μελά.