Έχω καταλήξει πως όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο. Αφενός γιατί βολεύει την ψυχή η ύπαρξη μιας επεξηγηματικής απάντησης για κάθε στραβή, αφετέρου γιατί μια μέρα που δεν έβρισκα ηρεμία σε κανένα βιβλίο, έπεσε στα χέρια μου το «Πάνω κάτω η Πατησίων». Έναν μήνα μετά, συνειδητοποιώ πως στην πραγματικότητα θα μπορούσα να έχω διαβάσει οτιδήποτε άλλο, μα το μεγάλο, αόρατο σχέδιο ήταν να ανοίξει το κουτί με τους μεγάλους φόβους και τη σιωπηλή οργή μέσα μου η Κατερίνα Γώγου.
Δεν είναι ότι δεν είχα έρθει σε επαφή με όσα πρεσβεύει η Γώγου. Μεταξύ, μας μπορούσα να αναγνωρίσω ένα ποίημά της από τις πρώτες λέξεις. Απλώς, ο τρόπος με τον οποίο γίνονται οι περιγραφές της ζωής της, τις περισσότερες φορές είναι είτε κυνικές καταγραφές ενός «κλονισμένου ψυχισμού», είτε χρωματισμένες με συναισθηματισμό εικόνες. Η αλήθεια είναι πως η Γώγου εκπροσώπησε και συνεχίζει να εκπροσωπεί μια γενιά και μια πάστα ανθρώπων που για τον μέσο όρο θεωρούνται πιο ονειροπόλοι από όσο επιτρέπει το μέτρο του ψέματος της «φυσιολογικότητας». Για εμένα, που ζω στο διάκενο ανάμεσα στην ονειροπόληση, την ουτοπία και τον ματαιολατρικό κυνισμό, η Γώγου ήταν και θα είναι η φωνή μιας συνείδησης που έχει βαρεθεί να σωπαίνει, να υπομένει και να μη φωνάζει όταν το μόνο ζητούμενο είναι πρακτικά να ουρλιάξει. Η Γώγου έκανε τη ζωή της τέχνη, μιλώντας για τα αδιέξοδά της υπαρξιακά και κοινωνικά. Καλώς ή κακώς, κάποιοι από εμάς τα βιώνουμε ακόμα, μέχρι και σήμερα και είχαμε ανάγκη κάποιον να τα μετουσιώσει σε λέξεις και να τις βάλει δίπλα δίπλα στη σωστή σειρά. Και αυτός ο κάποιος ήταν η Γώγου.
«Θα σου τα ρίξω σε μια δόση/ το συνηθίζω άμα μεθάω –έτσι για να σε λιανίσω- /να σε δω χωρίς βρακί να δούμε τι θα κάνεις/ εσύ όμως λέει δε θασαι απ’αυτούς […]/ και θα κρατάς στις χούφτες σου/ με αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου/ είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Με πονάει».
Η Γώγου μίλησε για τη μοναξιά με τη γνώση που αποκτά κάποιος που αναγκάστηκε να ζήσει με έναν μεγάλο φόβο. Εκφράστηκε εκ μέρους όσων παριστάνουν πως την αγαπούν, ενώ την τρέμουν. Για εκείνους που θέλουν να επικοινωνήσουν με έναν τρόπο τόσο ειλικρινή, που αυτόματα μετατρέπεται σε συγκεχυμένη απαισιοδοξία. Για όσους ξέρουν καλά πως το μυαλό του είναι έτοιμο να διαλυθεί σε χίλια κομμάτια, αλλά έχουν κρυφή ανάγκη κάποιος να το κρατήσει με αγάπη και προσοχή ρε γαμώτο. Κάποτε ρώτησαν τον Αλέκο Τζανετάκο τι τη διασκέδαζε. “Η μοναξιά της”, απάντησε, αλλά τα ποιήματά της μαρτυρούν την οξυδέρκεια μιας τύπισσας που έπεισε τους πάντες πως ο μεγάλος φόβος της ήταν και μεγάλη της αγάπη.
«Γι’αυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι / για να μας χαϊδέψει / κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω / σα να μη φάμε ξύλο. / Γι’ αυτό αν τύχει και μ’αγαπήσεις / πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ / πώς θα μ’αγκαλιάσεις. Πονάει εδώ. Κι εδώ. Κι εκεί.»
Η Γώγου μεταμορφωνόταν από αγρίμι στο πιο καλόβολο πλάσμα στον κόσμο, με την ίδια ευκολία που πληκτρολογούσε στη γραφομηχανή της. «Αν θες καλύτερα – καλύτερο / να κοιμηθούμε αγκαλιά / δε θα βήχω τη νύχτα / δε θα τραβάω τα σεντόνια / θα λουστώ / θα μαι φρόνιμη / ακούνητη / θα μαι σαν πεθαμένη / μη με ξεχάσεις όμως το πρωί», θα μπορούσε και να λέει σε κάποιον που ίσως την προηγούμενη μέρα είχε πείσει πως αγαπάει τη μοναξιά της.
Η Γώγου μίλησε για όσους νιώθουν να έχουν τσακιστεί στο βωμό της αγάπης, από βίαια χάδια και ενδιαφέρον που μοιάζει με θηλιά γύρω από το λαιμό. Δεν έγραφε για να διδάξει. Διόλου δεν την ενδιέφερε να νουθετήσει. Απλά έδωσε φωνή σε ανθρώπους που δεν ήξεραν πώς να περιγράψουν ένα αδικαιολόγητο αίσθημα ασφυξίας. Μια τεράστια ανάγκη για λίγο αέρα. Πολύ αέρα.
«Δεν είμαι σοφή, ούτε φιλόσοφη. Δεν ξέρω καν αν είμαι ηθοποιός ή ποιήτρια. Γι’αυτό που είμαι σίγουρη για μένα είναι πως αγαπάω με ερωτικό πάθος τον άνθρωπο»
Η Γώγου έγραφε με την ορμή που τhς έδινε το ερωτικό της πάθος για τον άνθρωπο. Έγραφε μέχρι να αποφασίσει πως ήρθε η στιγμή να αποχωρίσει. Έγραφε μέχρι να απομονωθεί στο πατρικό της και να διαπιστωθεί ο θάνατός της τρεις μέρες μετά. Έγραφε για να διαβάζουμε σήμερα τα ποιήματα μιας επαναστάτριας που δεν έμεινε ποτέ στα στενά όρια της στερεοτυπικής ιδέας της επανάστασης. Γιατί το να πονάς εδώ κι εδώ κι εκεί και να το δηλώνεις με τόση ωμότητα είναι επανάσταση επίσης. Γιατί το να προειδοποιείς πως για να σε αγαπήσουν θα πρέπει να έχουν μαλακό χέρι είναι εξέγερση σε μια κοινωνία που κρύβει την αδυναμία της σαν να εξαρτάται η ζωή της από αυτό.
«Όποιος δεν έχει τίποτα, μονάχα αυτός ξέρει τι τίποτα. Καμία κουβέντα από κανέναν άλλο. ‘Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε…’»
Οι καλλιτέχνες μπορούν να γεμίσουν τα κενά των ανθρώπων, χωρίς να είναι σαφές το τι είδους κενά είναι αυτά. Πολλοί στην Κατερίνα Γώγου βρήκαν αυτή τη ροκ βουτιά σε οτιδήποτε χαρακτηρίζεται περιθώριο. Άλλοι πάλι εντόπισαν ένα καλό δείγμα ανθρώπου που ήξερε πώς να στέκεται δίπλα σε όσους κινδυνεύουν να τσακιστούν από τη ζωή, γιατί δεν ένιωθαν αρκετά σκληρόπετσοι ή προνομιούχοι για αυτόν τον πλανήτη. Για εμένα η Γώγου, πριν ένα μήνα κατέληξε να γίνεται η πιο φοβισμένη μου φωνή της αλήθειας. Το θέμα τώρα είναι να αφαιρέσω τον φόβο από αυτή την αλήθεια και να έχω εκείνη να ευχαριστώ για αυτό.