Ήταν θυμάμαι 6 Αυγούστου στο μακρινό πια 1992 κι είχαμε μαζευτεί γύρω από μια μικρή τηλεόραση που έπαιρνε ο πατέρας μου μαζί στις διακοπές μας. Βρισκόμασταν σε αυτή την υπέροχη γαλαζοπράσινη γωνιά του πλανήτη που λένε Ζάκυνθο. Καθόμασταν στις ίδιες θέσεις από ότι λίγες μέρες πριν γιατί όπως κάθε φίλαθλος που σέβεται τον εαυτό του, έτσι κι ο πατέρας μου, ήταν προληπτικός. Να σου πω την αλήθεια μου, καλά έκανε εκ του αποτελέσματος. Αν δεν το έκανε, μπορεί η Γκέιλ Ντίβερς να μην σκόνταφτε στο τελευταίο εμπόδιο του τελικού των 100 μέτρων μετ’ εμποδίων γυναικών των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης. Κι αν δεν σκόνταφτε, δεν θα γραφόταν στο πλήρες μεγαλείο της μια από τις σημαντικότερες ιστορίες όλων των εποχών στον ελληνικό αθλητισμό.
Αν δεν έπεφτε τότε η Βούλα Πατουλίδου, δεν θα έπαιρνε το χρυσό μετάλλιο, ούτε θα γύρναγε όλο το Στάδιο δύο φορές για να βρει μια ελληνική σημαία. Κι επίσης στις δηλώσεις της, δεν θα έλεγε μια από τις γνωστές φράσεις, που βγήκαν ποτέ από το στόμα Έλληνα αθλητή. Για την Ελλάδα ρε γαμώτο, σε μια ειλικρινή εξομολόγηση που δεν πρόκειται να σβηστεί από το βιβλίο της ιστορίας. Δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο για να βρεθεί στον αέρα η τηλεόραση μας εκείνη τη μέρα. 12 δευτερόλεπτα και 64 για την ακρίβεια για να εκτιναχθεί από τα χέρια του πατέρα μου.
Αν σήκωνες το βλέμμα, ήταν πολύ πιθανό να έβλεπες γύρω σου κι άλλες τηλεοράσεις να της κάνουν παρέα. Στα διπλανά μπαλκόνια, στα απέναντι, σε αυτά που βρίσκονταν στο επόμενο χωριό από τις Αλυκές Ζακύνθου. Κι από κει, στα διπλανά νησιά και σε όλη την Ελλάδα. Για αυτόν τον λόγο θα είχε τη φάση του, να κάναμε μια έρευνα για όλες τις τηλεοράσεις που βρέθηκαν στον αέρα όταν η Βούλα Πατουλίδου κατέκτησε το πρώτο μετάλλιο που πήρε ποτέ Ελληνίδα αθλήτρια. Εκείνα τα χρόνια, που το ίντερνετ ήταν λέξη άγνωστη και το τσάτινγκ γινόταν μόνο στα μπαλκόνια.