Όταν το σκοτάδι πέφτει στα Εξάρχεια, οι σκιές των ανθρώπων θεριεύουν στους τοίχους. Οι καπνοί των τσιγάρων συννεφιάζουν πάνω απ’ τα συνθήματα και τα ποτήρια τσουγκρίζουν σαν εκτροχιασμένοι πλανήτες πάνω σε αφίσες που μυρίζουν υγρή κόλλα. Όταν το σκοτάδι πέσει στα Εξάρχεια, η Κατερίνα Γώγου λούζεται στο φως, κάνοντας έναν κρότο ονείρου. Η Κατερίνα. Η Αγία των Εξαρχείων, η κραυγή κάθε εποχής που ακολούθησε από τότε που μας το έσκασε.
“Είμαι ελεύθερη, ελεύθερη, ελεύθερη και όταν έρθει καιρός που θα κρέμεται στο τσιγκέλι το πετσί μου σαν τομάρι απ’ τους κρατικούς εκδορείς και τη λογοκρισία, η φαντασία μου θα τρέχει.. τρέχει… τρέχει. Είμαι φευγάτη, από τώρα τρέχει… γειαααα”.
Ό,τι χρειάζεται να ξέρουμε για τη Γώγου, φρόντισε να μας τα γράψει εκείνη, μη και ξεχάσουμε ότι καμιά φορά οι άνθρωποι πεθαίνουν στη μελαγχολία ενός κόσμου που δεν υποχρεώθηκαν ποτέ να ταιριάξουν. Η Κατερίνα που γεννήθηκε μια πρώτη μέρα του καλοκαιριού, αυτοκτόνησε με χάπια και αλκοόλ στις 3 Οκτωβρίου του 1993.
Ο Γιώργος Χρονάς, θυμάται πως εκείνο το τελευταίο πρωινό, ήταν περίπου 7:15 όταν του είπε “δεν σου έχω ζητήσει ποτέ τίποτα, βάλε μου να πιώ”. Έβλεπε το μπουκάλι με το ουίσκι που ήταν πίσω από το κεφάλι του και 7:15 το πρωί της έβαλε και ήπιε ουίσκι. Φεύγοντας του είπε “Φεύγω, πάω για κει’.
Μας το έσκασε η Κατερίνα, αφήνοντας τα ποιήματα της να μπαινοβγαίνουν στα σωθικά μας κάθε φορά που φυσάει στα Εξάρχεια και ο απόκοσμος ήχος της μπότας του Ματατζή καλύπτεται από συνθήματα ενάντια στο κράτος που εξουσιάζει και λογοκρίνει, ενάντια σε όποιον αρνείται την ελευθερία και ζει τη ζωή του σαν ποιήμα αιρετικό.
Τα ανήσυχα παιδιά ισχυρίζονται ότι την έχουν δει να τριγυρνάει στην Αραχώβης, να φουμάρει στην Τοσίτσα, να χαμογελάει θλιμμένα πάνω από την πλατεία. Τα ανήσυχα παιδιά ξέρουν γι’ αυτήν, πως έκανε μια ροκ εν ρολ αυτοκτονία, άλλη μια ροκ εν ρολ βουτιά.
- Σ’ όσους σπάσανε, σ’ όσους κρατάνε
Κουρελιασμένοι απ’ τ’ αγριεμένα κύματα
πεταμένα υπολείμματα για πάντα από δω και μπρός
στο σκοτεινό θάλαμο της γης
με ισκιωμένο το μυαλό
απ’ το ξέφρενο κυνηγητό
της ασάλευτης πορείας των άστρων
οι τελευταίοι
απόθεσαν το κουρασμένο κεφάλι τους
θυσία
στην τελετουργία των ανεμοστρόβιλων καιρών.
Κι άνθρωποι δεν υπήρχανε.
Κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής
σκέπασε οριστικά τις βυθισμένες πόλεις.
- Η ζωή μας είναι σουγιάδες
Η ζωή μας είναι σουγιάδες
Σε βρώμικά αδιέξοδα
Σάπια δόντια, ξεθωριασμένα συνθήματα…
Πάνω – κάτω. Πάνω – κάτω, η Πατησίων.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή
Ξευτίλα – μοναξιά – απελπισία
Κι ανάποδα
Εντάξει δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε
Μονάχα όταν βρέχει
βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας
Και καπνίζουμε….
Η ζωή μας είναι άσκοπα λαχανητά…
- Θα ‘ρθει καιρός
Θα ‘ρθει καιρός
που θ’ αλλάξουν τα πράγματα
να το θυμάσαι Μαρία
θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα
εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε
κρατώντας τη σκυτάλη
Μη βλέπεις εμένα μην κλαις
εσύ είσαι η ελπίδα
Άκου, θα ‘ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
δεν θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απ’ έξω
και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε
δε θα ‘μαστε άλογα
να μας κοιτάνε στα δόντια
Οι άνθρωποι, σκέψου,
θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές :
απροσάρμοστοι, καταπίεση,
μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός
για το μάθημα της Ιστορίας
Είναι Μαρία, δε θέλω να λέω ψέματα,
δύσκολοι καιροί και θα’ ρθουνε κι άλλοι
δε ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κράτησα καλά
Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
…παρ’ όλα αυτά Μαρία
- Τα σύνορα της πατρίδας μου
Τα σύνορα της πατρίδας μου αρχίζουνε
απ τα ψητοπωλεία του Μινιόν
περνάνε από τα καμένα ξύλα του Περοκέ και πέρα …
Η ζωή από κει παίζει βρώμικο ξύλο με τη ζωή
στριμώγνει τα καλύτερα παιδιά της σε φαγωμένες σκάλες
τους στρώνει στο “Θανάση” σημαδεμένη τράπουλα από χέρι
τους περνάει μπρασελέ και ματωμένους σουγιάδες
και μπότες γυαλιστερές πορτοκαλιές με 10 πόντους τακούνι
Ζόρικο αντριλίκι τα γεννητικά τους όργανα
τα Άγια των Αγίων κι αλλιώτικο φιλότιμο
ώσπου μια μέρα – Παρασκευή μπορεί –
τους ρίχνει από κοντά επιδέξιους κώλους
καρφώνουνε τον αντρισμό τους
τους φέρνει καπάκι
κι ύστερα ευνουχισμένοι με τη γλώσσα κολλημένη στον ουρανίσκο
με το μαντήλι που σκουπίστηκαν
ένα με την καφέ του ρίγα περιθώριο γύρω γύρω
πνίγουν με ισόβια
φωταγωγημένα καράβια εφοπλιστικά κεφάλαια ξωτικές
θάλασσες Παναμαικές σημαίες χρεωμένες τραγουδίστριες
και τα δικά τους ταξίδια στη θάλασσα με καρπουζόφλουδες
το ξεχειλωμένο μαγιώ απ το περίπτερο
και την τσατσάρα – πουτάνα ζωή – μαγκιά τους στο πλάι
– κανείς δεν ξέρει
– κανείς δεν είδε
19 20 21 χρονώ και τέλος .
- 25 Μαΐου
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα βγω στους δρόμους
όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι από τον πατέρα
κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
-αυτά που μ’ άφησαν-
και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας «φασίστες!!»
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ’ ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ’ ανοίξω την πόρτα
και είναι -όχι πως φοβάμαι-
μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
και πως εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα όπως εγώ
– γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ
«έτσι» «αόριστα»
σπασμένη σε κομματάκια
από θάλασσα, χρόνια παιδικά
και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ΄όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις