Σου έχω γράψει πολλές φορές για τον μπαμπά μου, το οιδιπόδειο που έχω μαζί του και που αλλάζει συνεχώς μορφή χωρίς να λύνεται. Σου έχω πει επίσης για τον παππού και τη γιαγιά μου και σίγουρα για κανα δυο γκόμενους που αναρωτιέμαι αν έχω ξεπεράσει. Γενικά, σε έχω πρήξει με τα προσωπικά μου από ότι μόλις τώρα συνειδητοποιώ και που υποθέτω ότι καθόλου δεν σε ενδιαφέρουν. Δεν θα πτοηθώ όμως και θα σου μιλήσω για ακόμη ένα πρόσωπο της ζωής μου. Θα σου γράψω για τον μοναδικό άνθρωπο της ζωή μου…
Σε έναν μήνα κλείνω τα 29, άσχετα αν δηλώνω ακόμη 28 και νιώθω 22. Σαν σε έναν μήνα από τώρα, το Ρικάκι ήταν 29 και αποφάσιζε να με φέρει στον κόσμο. Με κρατούσε στην κοιλιά της προσεκτικά και με πηγαινοέφερνε από τη δουλειά στο σπίτι, μιας και μέχρι σήμερα παραμένει κορίτσι καριέρας. Μη στα πολυλογώ όμως με αυτά, μιας και η ιστορία είναι γνωστή για το τι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις.
Με γέννησε και με μεγάλωσε με μόνο της άγχος, μη γίνω παιδί της μαμάς ή του μπαμπά. Δεν γούσταρε καθόλου να είμαι ένα παιδί που μοιάζει, σιχαινόταν την ιδέα των κληρονομικών χαρακτηριστικών, άσχετα αν αυτό μοιραία συμβαίνει. Η δική μου μαμά, βρήκε τον τρόπο να μπορεί να μου ανοίγει δρόμο, χωρίς να μου κόβει τη φόρα. Τώρα, μπορώ να αντιληφθώ πόσο δύσκολο ήταν αυτό. Να πρέπει να βιαστείς να μάθεις από τα λάθη σου πριν αυτά επαναληφθούν και ανοίξουν βαθιά τραύματα. Και το προσπαθούσε. Χωρίς εγχειρίδια και λυσάρια. Την έχω φανταστεί βράδια να σκαρώνει συνομωσίες για το πώς εκείνη και εγώ θα βρεθούμε στον σκοτεινό δρόμο της εφηβείας μου. Πώς θα καταφέρει να μου ανοίξει το φως, να βρω τα βήματα πριν τσακιστώ. Έχω νιώσει τα δάκρυα της όταν κατάλαβε ότι τα γόνατα μου πρέπει να ξεσκιστούν, πριν τους βάλω επιγονατίδες.
Εγώ λύσσαγα μια ζωή με τον μπαμπά μου. Γήπεδο με τον μπαμπά, πορείες με τον μπαμπά, σκοτωμοί με τον μπαμπά, λες και δεν τα είχα προβλέψει όλα ο Φρόιντ. Η μάνα μου ήταν αυτή ποτέ που δεν καταλάβαινε, που δεν ήξερε και που δεν ήθελε να μάθει. Ήταν ο τρόπος της, που πάντα φώναζα ότι δεν βοηθάει. Και μπορεί να μη βοηθούσε όταν μου έλεγε να μην κλαίω για τον Βαγγέλη, που δεν με ήθελε την ώρα που τον θρηνούσα πάνω από πατατάκια, με γέμιση σοκολάτα και σιρόπι coca cola.
Μπορεί να μη βοηθούσε τη στιγμή ακριβώς που τυφλωνόμουν κάτω από το νερό από δακρυγόνα που είχα φάει, να με πασπατεύει να δει αν έχω κληρονομήσει για λάφυρα πολέμου μελανιές και γρατζουνιές και εγώ από τα νεύρα μου κατέβασα την κουρτίνα του μπάνιου. Σίγουρα δεν βοήθησε όταν άνοιξα τη μύτη του αδερφού μου και βρέθηκα χωρίς Game Boy στη μέση του πουθενά, στο δωμάτιο μου.
Δεν θα ξεχάσω και εκείνα τα Χριστούγεννα, που έσφιγγε σφηνάκια τσίπουρου στην κουζίνα γιατί είχα κουβαλήσει έναν τύπο που ορκιζόταν ότι είναι πρεζάκι και για κάποιον λόγο σκεφτόταν ότι μπορεί και να θέλω να κάνω τα παιδιά του. Στα 23! Μπορεί να μη βοηθούσε ο τρόπος, όμως ήταν εκεί με δυό μάτια γεμάτα αγωνία να κοιτάξει στην ψυχή μου.
Της έχω θυμώσει πολύ της μαμάς μου! Της έχω φωνάξει, έχω κοπανήσει πόρτες πίσω μου, έχουμε πάει και οι δύο κλαίγοντας στα δωμάτια μας. Για όλες τις λάθος στιγμές, που έγιναν για τους σωστούς λόγους. Που έγιναν στο όνομα μιας ακατέργαστης αγάπης και που μεγαλώνει μαζί μας. Καμιά φορά τη ρωτάω αν θα με αγαπούσε αν ήμουν το ένα ή το άλλο και βουρκώνει. Ρόλος του γονιού μου λέει, είναι να αγαπάει. Χωρίς ρήτρες!
Σήμερα, τι λέω Ρικάκι και δεν την πειράζει. Ξέρει ότι για εμένα οι λέξεις έχουν το συναίσθημα που τους δίνουν οι άνθρωποι. Ξέρει ότι η μαμά μου είναι ο λόγος που έμαθα ότι “όλα περνούν” και αυτό είναι ό,τι πιο ανακουφιστικό μπορεί να σκεφτεί κάποιος. Ξέρω ότι με καμαρώνει χωρίς πλέον να μπορεί να παρακολουθήσει ακριβώς το δρόμο μου, ξέροντας ότι εκείνος που μου άνοιξε με έχει οδηγήσει στα σωστά βήματα.
Να αγαπάς τη μαμά σου, το Ρικάκι μου. Να την πονάς και να τη συγχωρείς όταν υπερβάλει. Θυμάμαι κάθε φορά που μου φώναζε να προσέχω εκεί που σκαρφαλώνω και ορκιζόμουν ότι εγώ στο παιδί μου δεν θα πω πότε τέτοια ατάκα. Όταν αποφάσισα να αγαπήσω παντοτινά τον μικρό μου Σωτήρη και εκείνος σκαρφάλωσε στο τραπέζι που κόπηκε η ανάσα. Ο Σωτήρης δεν έχει βγει καν από την κοιλιά μου…