Ο Επίκουρος, σε μια πιθανότατα μάταιη προσπάθεια να πείσει τους ανθρώπους να απαλλαχτούν από τον φόβο του θανάτου, ώστε να ζήσουν ευτυχισμένοι την ηδονή της απονίας, είπε κάτι προφανώς ολόσωστο, σίγουρα απλό και ξεκάθαρα δυσκολονόητο.
“Εκεί που είσαι εσύ δεν είναι ο θάνατος και εκεί που είναι ο θάνατος δεν είσαι εσύ”
Εδώ και λίγες μέρες, εκεί που τώρα είναι ο θάνατος δεν είναι η Μαίρη Τσώνη. Τι είναι όμως αυτό που δεν προέβλεψε ο μεγάλος φιλόσοφος, όταν προσπαθούσε να ανακουφίσει τους θνητούς για την μη ύπαρξη της αθανασίας τους; Μάλλον ότι εκεί που φεύγεις εσύ, μένουν κάποιοι να μιλούν για εσένα χωρίς εσένα. Σε γνωρίζουν από ένα τρέιλερ εκπομπής, μια λεζάντα εφημερίδας, γίνεσαι το πυροτέχνημα αποδόμησης που χρειάζεται ο κόσμος για να συνεχίζει να υπάρχει.
Αν κατάλαβες αμέσως ποια ήταν η Μαίρη Τσώνη την ώρα που πληροφορήθηκες το θάνατο της, το πιο πιθανό είναι να τη γνώρισες στον Κυνόδοντα ή να την άκουσες να ελευθερώνει τη φωνή της με τον The Boy, με το σχήμα Mary & the Boy. Αν με ρωτάς, ήταν μια εκπληκτική performer.
Στο θέμα μας λοιπόν και στο ερώτημα που με ταλανίζει κάθε φορά με την ίδια νευρικότητα. Χωρίς να θέλω να διαχωρίσω την Τέχνη σε καλή και κακή άσχετα αν αυτό μοιραία συμβαίνει και αποφεύγοντας να κρίνω την ποιότητα όσων έχουν αφιλτράριστο δημόσιο λόγο, αναρωτιέμαι πραγματικά αν το βαρέλι της αδιακρισίας και της χυδαιότητας έχει πάτο.
Απαντώ και λέω πως δεν έχει! Ένας άνθρωπος που με την καλλιτεχνική του φύση δεν θα προκαλούσε σε καμία άλλη περίπτωση το ενδιαφέρον ανθρώπων που επιλέγουν να σιτίζονται από τα φθηνά σχόλια τους και την ικανότητα να παραβλέπουν κάθε ηθικό φραγμό, ξαφνικά γίνεται πρώτο θέμα. Μια προσωπικότητα σιωπηλή και διακριτική, την χτυπάνε μετά θάνατον για να φωνάξει ειδήσεις που δεν αφορούν κανέναν μας.
Με ρωτάνε αν έμαθα με κάποιον τρόπο μιας και δουλεύω στα social, πως χάθηκε ένας άνθρωπος που μέχρι προχθές είμαι σίγουρη ότι δεν γνώριζαν καν την ύπαρξη του. Χειρουργικά γάντια, ψαλίδι και νυστέρι για να ανοίξουμε την ψυχή ανθρώπων που εν ζωή δεν τολμήσαμε να αγγίξουμε όχι από σεβασμό, αλλά από άγνοια του τι πρεσβεύουν. Βλέπεις ο Νιζίνσκι δεν χόρευε σε θαμμένες από πίστα γαρύφαλλα, ο θάνατος όμως της Τσώνη κατάφερε να τον χωρέσει ακόμη και αυτόν, σε μεσημεριανές κιτρινίλες. Γιατί σε αυτόν τον κόσμο οι άνθρωποι δεν μπορούν να δεχτούν ότι δεν χωρούν όλα παντού, γιατί σε αυτόν τον πλανήτη νιώθουμε πιο σπουδαίοι από όσο πραγματικά είμαστε.
“Είμαι πολύ μοναχική. Πάρα πολύ. Έχω λίγους φίλους. Δεν ήμουν έτσι πιο μικρή, με τα χρόνια το απέκτησα. Θα ήθελα να είμαι πιο αφελής και πιο ανοιχτή, μερικές φορές τις αναπολώ αυτές τις στιγμές”
Η Μαίρη Τσώνη πέθανε και κάποιος επιτέλους πρέπει να πει σε όλους τους νεκρόφιλους ότι το εξωτερικό ή το εσωτερικό του σπιτιού της δεν αφορά κανέναν. Πρέπει να τους εξηγήσει εντελώς απλοϊκά, όπως ας πούμε “γιατί πρέπει να πλένουμε τα χεριά μας πριν το φαγητό”, ότι δεν επηρεάζει σε τίποτα τη ζωή μας, ο τρόπος που κάποιος άλλος έχασε τη δική του. Αλήθεια, έχεις φανταστεί ποτέ πώς θα ήταν ο θάνατος σου να βγαίνει σε “αποκλειστικό” και να κρέμεται σε ιλουστρασιόν χαρτί στα περίπτερα;
Υπάρχει ένα όριο που ο κάθε άνθρωπος δεν οφείλει απλά, αλλά έχει χρέος να βάλει μόνος του στον εαυτό του. Υπάρχει μια ασυδοσία στο κουτσομπολιό που πρέπει να σταματά μπροστά στο πένθος. Δεν κατάλαβα ποτέ τι ζόρι τραβάμε οι άνθρωποι με τη σιωπή. Σαν να φοβόμαστε ότι θα χαθούμε μέσα σε αυτήν που τελικά είναι η μόνη μας επιλογή.
Όσο για τη Μαίρη Τσώνη, αν πραγματικά θέλεις να κρατήσεις κάτι από αυτήν, από το ταλέντο της που χάθηκε ή απλά από το ότι ένας νέος άνθρωπος δεν ζει πια, κράτα όσα η ίδια είπε για εκείνη και σταμάτα κλικάρεις από τι μπορεί να έπασχε το σώμα ή η ψυχή της.
“Είμαι φοβικό άτομο, φοβάμαι γενικά, φοβάμαι τα πάντα. Καμιά φορά και τους ανθρώπους. Είμαι μεγάλο ελάττωμα αυτό, γι’ αυτό κουράζω όσους είναι δίπλα μου. Παραφοβάμαι, είμαι δύσπιστη, δεν πείθομαι εύκολα και δύσκολα εμπιστεύομαι τους ανθρώπους. Αν μου κάνει κλικ όμως κάποιος, του δίνομαι ακραία. Ελάχιστους ανθρώπους που έχω εμπιστευτεί, αλλά τους έχω εμπιστευτεί ολοκληρωτικά”