Σάββατο, βράδυ, πριν δεκαπέντε χρόνια. Είχαμε κόσμο στο σπίτι κι εγώ (που καθόλου δεν γουστάρω τον “κόσμο στο σπίτι”) είχα πάρει αγκαλιά μια πιατέλα φαγητό κι ένα προφιτερόλ και την έκανα ταράτσα μπροστά στη μικρή τηλεόραση στο υπνοδωμάτιο. Είχε θυμάμαι τους “Μπάτσους του Χόλλυγουντ” . Όταν τελείωσε το πιστολίδι κι είχα σκάσει στο φαΐ, στην τηλεόραση εμφανίστηκε το περίφημο: ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ. Ήταν “Πρώτη Προβολή”. Ήταν η Μαλένα. Δηλαδή, τώρα ξέρω πως ήταν η Μαλένα. Για τον πιτσιρίκο του τότε, ήταν μια Μαλένα.
Η σκέψη ήρθε από μόνη της. “Γκόμενα έχει, Ιταλία έχει, πιτσιρίκια σαν και του λόγου μου έχει… Ας το δούμε“. Και το είδαμε. Ναι, διάολε, το είδαμε!
Η “γκόμενα” που ήτανε Γυναίκα
Κάνα δίωρο (και άπειρες διαφημίσεις) μετά, ήμουνα σίγουρος για δυο πράγματα. Πρώτον, τελικά δεν είναι άσχημα να ‘χεις κόσμο στο σπίτι. Και δεύτερον, ήμουν ερωτευμένος. Κι αυτό γιατί πρώτη φορά μου συνάντησα εκείνο που ‘χα ακούσει να λένε: Μια Γυναίκα. Ούτε κορίτσι, ούτε γκόμενα, ούτε θηλυκό, ούτε “τούμπανο”, ούτε καύλα, ούτε τίποτα άλλο παρόμοιο. Ήταν η ομορφιά, η γοητεία, ήταν που έπαιζε τη γυναίκα “ελευθέρων ηθών” με τον πιο αγνό τρόπο του κόσμου. Δεν ήξερα να πω τι ήταν. Μα ήξερα πως όλες οι άλλες θα ‘ταν όλα τα άλλα. Κι εκείνη θα ‘ταν η Γυναίκα!
Και τώρα, πού θα την ξαναβρώ;
Κι ύστερα, έπεσαν οι τίτλοι. Κι έπειτα μια διαφήμιση από τράπεζα. Κι εκείνη τη στιγμή ένιωθα μέσα μου πως κάποιος μου ‘παιξε μαλακία. Ήμουν στο μπαρ και κοίταζα δυο ώρες τη Γυναίκα, κι αυτή τέλειωσε το ποτό της κι έφυγε. Έτσι, γιατί ο σκηνοθέτης δεν της κερνούσε ένα ποτάκι ακόμα. Γιατί ρε μαν; Και τώρα δηλαδή, πού θα την ξαναβρώ εγώ; (Δεν ξέρω αν το θυμάστε, αλλά δεν είχαμε τότε ίντερνετ της προκοπής, ούτε IMDB, κι ήμουνα μόλις έντεκα).
Δυο μέρες μετά, πέρασα ντροπαλά την είσοδο του βίντεοκλαμπ. “Παρακαλώ” λέει ο υπάλληλος χαμογελώντας. “Τι γελάς ρε καραγκιόζη; Μήπως μπορείτε να μου πείτε ποια ηθοποιός έπαιζε τη Μαλένα;”. “Η Μόνικα Μπελούτσι” απαντάει ο τύπος και μεγαλώνει το χαμόγελο. “Μήπως μπορείτε να μου δώσετε μια άλλη ταινία της;”. Σ’ έναν κόσμο δίκαιο, όμορφο κι απονήρευτο, ο τύπος θα πήγαινε στις βιντεοκασέτες του και θα μου ‘φερνε το Mediteranees ή το L’ Ultimo Capodano. Σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, μου έδειξε μια πινακίδα που έγραφε: “Απαγορεύεται η ενοικίαση σε άτομα κάτω των 15“. Και συνέχιζε να γελάει. “Θα σε θυμάμαι εσένα Ευχαριστώ πολύ” είπα κι έφυγα με τη μούρη στο πάτωμα.
Φιλική Βοήθεια
Ένα χρόνο μετά, πήρανε δυο καλά μου φιλαράκια την πρωτοβουλία να με βοηθήσουν. Κάναμε πολύ παρέα τότε, κι ακόμα κάνουμε. Ήταν ο Αστερίξ κι ο Οβελίξ. Κι επειδή ήτανε φίλοι απ’ αυτούς που τους συμπαθούνε κι οι γονείς σου, με πήραν μια μέρα οι δικοί μου να πάμε να δούμε την “Επιχείρηση Κλεοπάτρα”. Εκείνοι είδαν την επιχείρηση. Εγώ είδα την Κλεοπάτρα!
Ήταν αστεία τώρα. Γελούσε ή εκνευριζόταν και φώναζε στον Καίσαρα. Όμως συνέχιζε να έχει εκείνη τη μαγεία. Εκείνη την αθώα πρόκληση στα μάτια της, και την πονηριά κρυμμένη κάπου στην άκρη του χαμόγελου. Ήταν η Κλεοπάτρα μου, και χάρη στον παλιόφιλο Αστερίξ, ετούτη την ταινία μπορούσα να τη νοικιάσω όσες φορές ήθελα.
Κι έτσι πέρασαν χρόνια
Τελικά μεγάλωσα. Και η Ελλάδα είχε πια ίντερνετ. Και τα ραντεβού μας, κρυφά στην αρχή – φανερά αργότερα, έγιναν πολύ συχνά. Ήταν οι “Αδερφοί Γκριμ” που το προσπάθησαν να μου την κάνουνε κακιά και άσχημη, και το “Shoot ‘Em Up” που μου έδειξε τον πρώτο οργασμό της (γαμώ τις σκηνές, παρεμπιπτόντως!). Κι ύστερα περάσαμε “Μια Βραδιά στο Σαιν Τροπέ” και την είδα στα χέρια εκείνου του γυναικά του 007, η πιο ώριμη κι η πιο Γυναίκα απ’ όλες!
Τελικά θα της χρωστάω πάντα την ενηλικίωσή μου. Όχι μ’ αυτό τον τρόπο που ίσως φαντάζονται κάποιοι. Όχι όπως τη χρωστάω σε άλλες. Εκείνη μου ‘μαθε τι να ζητάω σε μια γυναίκα. Μου ‘μαθε τι σημαίνει γοητεία, δροσιά, φινέτσα, κι ότι μπορείς να βρεις ρομαντική αγνότητα εκεί που όλος ο κόσμος αρνείται να κοιτάξει. Mόνικα, σ’ ευχαριστώ! Κι όπως λέει ο (ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ) Φοίβος Δεληβοριάς στο πιο κατάλληλο τραγούδι του:
“Ξέρω πάντα που ‘ναι η όμορφη πόρτα και θα ξανάρθω, όταν με χρειαστείς…”.