Όταν ήμουν μικρός φανταζόμουν τη ζωή των παλαιότερων ασπρόμαυρη. Σκεφτόμουν ότι όπως η τηλεόραση δεν είχε άλλα χρώματα πέρα από αυτά τα δύο, έτσι ήταν και ο κόσμος έξω από αυτήν. Με την “αχρωμάτιστη” σκέψη να με συντροφεύει, συνήθως κόλλαγε και η σκέψη πως όλοι όσοι έζησαν στο παρελθόν, γεννήθηκαν στη φτώχεια και την ανέχεια. Κι αν οι ρεμπέτες κατά κύριο λόγο, ήρθαν στη ζωή υπό δύσκολες συνθήκες, δεν ισχύει το ίδιο για την Μπέλλου.

Η μικρή Σωτηρία ήρθε στη ζωή μια μέρα σαν σήμερα πριν από 95 χρόνια προερχόμενη από ευκατάστατη οικογένεια και προορισμένη (από τη μοίρα, σε καμια περίπτωση από την οικογένεια) για να μπει στο πάνθεον του ρεμπέτικου τραγούδιου. Πήρε το όνομα του αγαπημένου της παππού ο οποίος ήταν ιερέας και της μετέδωσε το πάθος του για τη Βυζαντινή μουσική. Όταν όμως ανακοίνωσε στους γονείς της ότι θέλει να γίνει τραγουδίστρια, εκείνοι δεν συμμερίστηκαν την αγάπη της και της ξέκοψαν ότι κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο να συμβεί. 

Ο μόνος τρόπος που υπήρχε για να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα, ήταν να πάει στην Αθήνα και αυτό έγινε όταν παντρεύτηκε. Ο σύζυγός της όμως την κακοποιούσε και σε μία έκρηξη θυμού, η Μπέλλου του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο. Καταδικάστηκε σε 3,5 χρόνια φυλάκιση, στο εφετείο η ποινή έπεσε στους 4 μήνες και μετά από αυτό το διάστημα, ελεύθερη πια γύρισε στο χωριό της στη Χαλκίδα. 

Εκεί δεν άντεξε για πολύ και λίγο αργότερα αποφάσισε να κατεβεί ξανά, μόνιμα αυτή τη φορά στην Αθήνα. Το ημερολόγιο έγραφε 28 Οκτωβρίου 1940…

 

Όλη την περίοδο της κατοχής υπήρξε ενεργό μέλος στο αντάρτικο, ενώ για να καταφέρνει να βγάζει το φαγητό της, εκτός από διάφορες δουλειές, έπαιζε με μια κιθάρα που είχε αγοράσει, σε διάφορα ταβερνάκια του κέντρου. Σε ένα από αυτά, την άκουσε πρώτη φορά ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης ο οποίος τη σύστησε στον φίλο του Βασίλη Τσιτσάνη.

Οι πρώτες τους ηχογραφήσεις κάνουν πάταγο ενώ η ίδια μπαίνει για τα καλά στο κάδρο με τους κορυφαίους και πιο περιζήτητους ερμηνευτές της εποχής. Μετά από διάφορες αψιμαχίες ανάμεσά στους δύο, αλλά και τον ξυλοδαρμό της Μαρίκας Νίνου από την Μπέλλου (ναι, το έκανε και αυτό), οι δρόμοι τους χωρίζουν και οι αρχές της δεκαετίας του ’60 τη βρίσκουν να έχει καθοδική πορεία.

 

Λίγο καιρό μετά, παίρνει μια καθοριστική για την καριέρα της απόφαση και στρέφεται σε έντεχνους συνθέτες όπως ο Μούτσης, ο Σαββόπουλος, ο Κουνάδης και άλλοι. Τότε αναγνωρίζεται ως η μεγαλύτερη ελληνίδα ερμηνεύτρια, σε μια εποχή που σε όλα τα μέρη που τραγουδούσε επικρατούσε το αδιαχώρητο από κόσμο που ήθελε να την ακούσει ζωντανά. Τα χρόνια που ακολουθούν, η Μπέλλου απολαμβάνει της αναγνωρισιμότητας και της αποδοχής τόσο του καλλιτεχνικού κόσμου όσο και της κοινωνίας γενικότερα, παρά τον ιδιόρυθμο χαρακτήρα της. 

 

Το 1993 είναι η αρχή του τέλους. Εισέρχεται στο νοσοκομείο με βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια και λίγο αργότερα μαθαίνει ότι έχει καρκίνο στον φάρυγγα. Χάνει τη φωνή της ώσπου στις 27 Αυγούστου του 1997 άφησε την τελευταία της πνοή, νικημένη από την αρρώστια.

Πέρα από το αδιαμφισβήτητο ταλέντο της που την καθιέρωσε στο λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι, η Μπέλλου έχει μείνει στην ιστορία ως μια γυναίκα που δεν κώλωνε πουθενά. Δεν λύγισε στην κακοποίηση από τους γονείς και από τον άντρα της, δεν λύγισε ούτε στους βασανισμούς κατά τη διάρκεια της κατοχής. Υπήρξε το τρανό παράδειγμα της γυναικείας χειραφέτησης σε μια εποχή που κάθε άλλο παρά συνηθισμένο ήταν για μια γυναίκα να μένει μόνη της, να είναι ανεξάρτητη, να διεκδικεί και να μη φοβάται κανέναν. 

Η Μπέλλου ήταν κάτι πολύ παραπάνω από μια εξαιρετική ερμηνεύτρια…