Ο νόμος του «Τζιμ Κρόου»  το έλεγε με σαφήνεια: Οι μπροστινές θέσεις των λεωφορείων ήταν αποκλειστικά για τους λευκούς. Οι μαύροι μπορούσαν να κάτσουν στις πίσω θέσεις, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν υπήρχαν λευκοί που στέκονταν όρθιοι. 

Η παράδοξη αυτή κανονικότητα ίσχυε στο Μοντγκόμερυ της Αλαμπάμα αλλά και σε όλες τις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ στην -όχι και τόσο μακρινή- πρωτομηνιά του Δεκέμβρη το 1955.

Την ημέρα δηλαδή που ο Τζέιμς Μπλέικ, ο λευκός οδηγός του λεωφορείου που μετέφερε την αφροαμερικανίδα Ρόζα Παρκς από τη δουλειά της (ήταν ράφτρα) στο σπίτι, απαίτησε από αυτήν να σηκωθεί για να κάτσει στη θέση της ένας λευκός συντοπίτης της. Η άρνησή της, ήταν η απαρχή της ανάπτυξης στις ΗΠΑ του κινήματος της πολιτικής ανυπακοής και ο θεμέλιος λίθος για την δικαίωση του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων.

Η 42χρονη τότε Ρόζα Παρκς (4 Φεβρουαρίου 1913-24 Οκτωβρίου 2005), με την άρνησή της αυτή, όπως επίσης με την επακόλουθη σύλληψη και πρόσκαιρη καταδίκη της, ερέθισε τα αντανακλαστικά όλων εκείνων που έβλεπαν στην πολιτική του φυλετικού διαχωρισμού, αυτό που πραγματικά ήταν: μία από τις πλέον ευτελείς πλευρές της ανθρώπινης φύσης.


Όντας η ίδια ενεργό μέλος του Εθνικού Συνδέσμου για την Πρόοδο των Εγχρώμων Ανθρώπων (NAACP) και με την αρωγή ενός 26χρονου πάστορα ο οποίος άκουγε στο όνομα Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, νοηματοδότησε και σχηματοποίησε -στη βάση της ειρηνικής αντίδρασης- τον αγώνα των αφροαμερικανών. Από κοινού με τον μετέπειτα ηγέτη του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα, ξεκίνησαν μποϊκοτάζ 381 ημερών, βάσει του οποίου οι αφροαμερικανοί σταμάτησαν να χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς της πόλης. Αντ’ αυτού, πήγαιναν στους προορισμούς τους είτε με τα πόδια (σε πολλές περιπτώσεις οδοιπορούσαν για περισσότερα από 30 χιλιόμετρα), είτε χρησιμοποιώντας το κοινόχρηστο δίκτυο μετακίνησης που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει με τα δικά τους ΙΧ.

Ως αποτέλεσμα της από τα κάτω αντίδρασης, προέκυψε ένα χρεωκοπημένο σύστημα συγκοινωνιών, ορισμένες σπασμωδικές ενέργειες της αντιδραστικής Κου-Κλουξ-Κλαν, μία γενίκευση του ενδιαφέροντος σε ολόκληρη τη χώρα, η μεταφορά της δικαστικής διαμάχης της Παρκς στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ (1956) και η αρχική δικαίωση του αγώνα για την κατάργηση των νόμων και των πρακτικών φυλετικού διαχωρισμού.

Και λέμε αρχική, γιατί παρά το ταρακούνημα που προκάλεσε η υπόθεση της Ρόζα Παρκς στο ρατσιστικό οικοδόμημα, έπρεπε να περάσουν αρκετά ακόμη χρόνια προκειμένου να «τσιμεντωθεί» στη χώρα  (έστω και σε αρχικό στάδιο) η λογική της φυλετικής ισότητας.

Σε ότι αφορά την ίδια την αφροαμερικανή αγωνίστρια, εκτός από το πραγματικό βραβείο που έλαβε και το οποίο δεν αφορούσε τίποτε άλλο από το να δει με τα ίδια της τα μάτια την φυλετικά διαχωρισμένη κοινωνία στην οποία μεγάλωσε να αποδομείται, τιμήθηκε με το προεδρικό μετάλλιο της Ελευθερίας (1996), το Χρυσό Μετάλλιο του Κογκρέσου για τον αγώνα κατά του ρατσισμού (1999), ενώ υπήρξε η πρώτη γυναίκα η σορός της οποίας εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στη Ροτόντα του Καπιτωλίου.