«Κύριε Στέφανε, στείλτε μισό κιλό καφέ, από το καλό. Βάλε έξι σοκολάτες από εκείνες του γάλακτος. Και τρία μπουκάλια κρασί. Ναι, κυρ Στέφανε, μόλις διορίστηκα σε μια πολύ καλή θέση». Το τηλεφώνημα της Αλίκης Βουγιουκλάκη στον ιδιοκτήτη του παντοπωλείου «Η Αφθονία», αποτελεί μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές, όχι μόνο της pop κουλτούρας που επικρατούσε στα 60’s, αλλά και της κοινωνικής ζωής στη χώρα τη συγκεκριμένη δεκαετία. Και μολονότι βρισκόμαστε χρονολογικά, 50 χρόνια μετά, όλα μοιάζουν σαν η Ελλάδα να ζει σε ένα παρατεταμένο déjà vu, σαν να μπήκε στη μηχανή του χρόνου και να επέστρεψε εκεί.

Ψάχνοντας να εξετάσουμε πτυχές της ζωής των Ελλήνων του 2013, για να διαπιστώσουμε την πρόοδο που σημειώσαμε, συμπεράναμε πως ό,τι η κοινωνική ζωή όχι μόνο δεν προχώρησε, αλλά έκανε μια βουτιά στο παρελθόν.

Επιστροφή στις ρίζες, λοιπόν, με τις ρίζες αυτές να βρίσκονται στη δεκαετία του ‘60.

Η νούμερο 1 απειλή για τον κοινωνικό ιστό της χώρας, είναι αυτή τη στιγμή η ανεργία. Υπάρχει μία συνάρτηση στην στατιστική καταγραφή της ανεργίας. Η σχέση των εργαζομένων προς τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό, έδινε για περίπου 50 χρόνια θετικό λόγο. Με απλά λόγια, ο αριθμός των εργαζομένων ήταν πάντοτε μεγαλύτερος από τον αριθμό των οικονομικά μη ενεργών ατόμων. Αυτό ίσχυε μέχρι το 2011. Από τότε, υπάρχει μια ανατροπή, αφού οι εργαζόμενοι –ακόμη και αυτοί που απασχολούνται με ελαστικές μορφές εργασίας- είναι λιγότεροι από τον μη ενεργό πληθυσμό. Όταν λέμε μη ενεργό πληθυσμό εννοούμε τα ανήλικα άτομα, τους συνταξιούχους και μη που είναι 65 ετών και άνω. Η τελευταία φορά που παρατηρήθηκε το ίδιο φαινόμενο ήταν το 1961.

Ακόμη και το πολιτικό σκηνικό αναδύει ένα άρωμα της εποχής εκείνης, αφού και στις ημέρες μας επικρατεί η ρευστότητα, όπως ακριβώς και τότε. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από στέλεχος της Χρυσής Αυγής, αλλά και αυτή των δύο οπαδών της Χρυσής Αυγής έξω από τα γραφεία στο Νέο Ηράκλειο, «ξυπνάνε» μνήμες μιας εποχής που η Ελλάδα δεν θα ήθελε να ζήσει ξανά, αλλά όχι και να ξεχάσει. Ήταν η δολοφονία Λαμπράκη, τότε…

Και εάν τα μεγέθη στην πολιτική σκηνή μοιάζουν για κάποιους δυσανάλογα, τα φαινόμενα που παρατηρήθηκαν την εποχή του ’60, είναι ακριβώς τα ίδια με τη σημερινή.

Μετανάστευση: Η ελληνική ύπαιθρος ερημώνει τη δεκαετία του ‘60, αφού οι νέοι (μεταξύ 20 και 40 ετών) επιλέγουν να μεταναστεύσουν προς χώρες της δυτικής Ευρώπης, κυρίως. Κάτι ανάλογο, δηλαδή, με αυτό που συμβαίνει στις ημέρες μας. Οι διαφορές, βέβαια, είναι πολλές. Πιο σημαντική είναι αυτή πως οι έλληνες μετανάστες είναι μορφωμένοι. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως θα εξασκήσουν το επάγγελμα που σπούδασαν, αλλά δεν είναι και απλοί, αμόρφωτοι εργάτες. Μία άλλη διαφορά είναι πως πλέον τα ζευγάρια φεύγουν μαζί για τη χώρα προορισμού. Τη δεκαετία του 60, έφευγε πρώτα ο άνδρας, που πρώτα «στέριωνε» σε μια δουλειά και μετά «ανέβαζε» και την κυρία του «επάνω». Επίσης, στις ημέρες μας, οι Έλληνες που ξενιτεύονται προσαρμόζονται πολύ πιο εύκολα, γιατί και έχουν ταξιδέψει πολύ, αλλά και γνωρίζουν ήδη αγγλικά (μπορεί και μια δεύτερη ξένη γλώσσα).

Αστυφιλία (από την ανάποδη): Βέβαια, η μετανάστευση δεν ήταν μόνο εξωτερική. Υπήρξε και η αστυφιλία, η εσωτερική μετανάστευση από την ύπαιθρο προς τα αστικά κέντρα. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και τώρα, αλλά από την ανάποδη. Πλέον, πολλοί είναι οι Έλληνες που επιστρέφουν στα χωριά τους, αφού η ζωή εκεί κοστίζει πολύ λιγότερα από την ακριβή διαβίωση, ιδίως της Αθήνας.

Επιστροφή στο πατρικό: Κι ενώ από τη δεκαετία του ’90, οι νέοι άρχισαν να ανεξαρτητοποιούνται και να φεύγουν από την «αγκαλιά» των γονέων τους, το 2013 οι… επιστροφές ήταν αναπόφευκτες. Έτσι, όλο και πιο πολύ συγκλίνουμε με την πρακτική που επικρατούσε στα 60’s και ήθελε τα παιδιά να φεύγουν από το σπίτι μόνο σε περίπτωση γάμου. Ή μετανάστευσης!

Η οικονομική κρίση επέφερε και αλλαγή στο lifestyle του μέσου Έλληνα. Εκείνος που κάποτε πήγαινε ακόμη και στην τουαλέτα με το… αυτοκίνητο, πλέον, μετακινείται με το ποδήλατο. Θα θέλαμε πολύ να πιστέψουμε πως το συγκεκριμένο μέσο μετακίνησης μπήκε στην κουλτούρα μας, αλλά φευ… Είναι τα έξοδα συντήρησης του αυτοκινήτου που οδήγησαν στη συγκεκριμένη λύση. Και είναι στους τίτλους αρχή της ταινίας «Της κακομοίρας», όπου ο «Ζήκος» κινείται ως delivery boy με ποδήλατο, αρκετό για να κάνουμε τους ανάλογους συνειρμούς.

Η εν λόγω ταινία, αποτυπώνει την κοινωνική κατάσταση της εποχής και δυστυχώς, δεν απέχει και πολύ από τη σημερινή. Τα… «τεφτέρια» και τα «βερεσέ» είναι στην ημερήσια διάταξη, πλέον, όπως εκείνες τις ημέρες.

Στο πλαίσιο της λιτότητας και της περικοπής του ημερήσιου budget, ο Έλληνας εργαζόμενος αναγκάστηκε να επιστρατεύσει και το… πατροπαράδοτο ταπεράκι. Όχι πως δεν κυκλοφορούσε στα 00’s, αλλά βρισκόταν σε… λίγα χέρια, κυρίως γυναικεία, που επιζητούσαν την υγιή διατροφή. Τα gourmet delivery σε εργασιακούς χώρους έκαναν θραύση για περίπου μια δεκαετία, αλλά εξαφανίστηκαν πολύ γρήγορα. Έτσι, στη δουλειά πλέον τα τάπερ κυριαρχούν, αντικαθιστώντας την πετσέτα που έδεναν με τις τέσσερις άκρες και μέσα περιείχε ψωμί, τυρί, ντομάτα…

Η βίαιη οπισθοδρόμηση του βιοτικού επιπέδου του Έλληνα αντανακλάται και στον τρόπο που επιλέγει να… ζεσταθεί. Οι λέβητες δουλεύουν πλέον πολύ σπάνια, ενώ οι σόμπες έχουν πάρει… φωτιά! Τα κούτσουρα έγιναν και πάλι της μόδας, αλλά όχι σαν αξεσουάρ σε χειμερινά, γραφικά σαλέ. Η φωτογραφία του 2012 (ίσως εκείνη που αποτύπωνε καλύτερα την κατάσταση στην Ελλάδα) με την αιθαλομίχλη να μπαίνει ανάμεσα στις καμινάδες και τον αττικό ουρανό σόκαρε, σε βαθμό τέτοιο που η χρήση ξυλόσομπας ή τζακιού να γίνεται με… δελτίο (κάτι σαν δακτύλιος, ανά περιοχή)!

Την ίδια στιγμή, τα super market δεν αποτελούν πλέον το meeting point της μεσοαστικής τάξης, εκεί όπου θα κάνουν και μια παράβλεψη, ψωνίζοντας όλο και κάτι παραπάνω από τα απαραίτητα της λίστας. Οι λαϊκές και τα παζάρια, βγαλμένες από… ρομαντικές εποχές, γίνονται πλέον τα νέα hot spots. Με ανθρώπους που –επιτέλους- τσεκάρουν τις τιμές, κάνουν ατέλειωτους κύκλους για να βρουν αυτό που τους συμφέρει ή –χειρότερα- περιμένουν να μεσημεριάσει για να ρίξουν οι παραγωγοί τις τιμές του και να μην τους μείνει stock εμπόρευμα. Και που ξέρεις, μπορεί κάθε λαϊκή να έχει την ηρωίδα της, όπως τότε, που ξεχυνόταν η Αλίκη στην πλατφόρμα του τρικύκλου τραγουδώντας «Βγαίνει η Κατερίνα, τσάρκα στην Αθήνα».

Οι λαϊκές αντικατέστησαν όχι μόνο τα super market, αλλά και τα καταστήματα ένδυσης και υπόδησης. Πλέον, κυκλοφορούν πολλά μαϊμού προϊόντα, με κορυφαίο την πώληση του pretty bra, που καταγγέλλει η συμπαθεστάτη κυρία της διαφήμισης.

Από όλο αυτόν τον κυκεώνα οπισθοδρόμησης, δεν θα μπορούσε να γλιτώσει και η διασκέδαση του Έλληνα, που άλλαξε δραματικά μέσα σε μόλις τρία χρόνια.

Οι εποχές που το κέντρο ζούσε τη χρυσή του εποχή και τα free press κυκλοφορούσαν με θέματα «οι Πέμπτες είναι τα νέα Σάββατα» (εννοώντας ότι και τις καθημερινές ο κόσμος γέμιζε τα μαγαζιά) μοιάζουν να ανήκουν πολύ παλιά στο παρελθόν. Έστω κι αν έχουν περάσει μόλις 36 μήνες από τότε. Το σύνθημα της εποχής στη διασκέδαση είναι ένα: local. Τοπικά, όπως τη δεκαετία του ’60, που έβγαινες σε ωραία μαγαζάκια και γύρναγες με τα πόδια στο σπίτι (ναι, ακόμα δεν είχε πλημμυρίσει η πόλη από ταξί). Με λίγα λόγια οι συνοικίες άρχισαν να γεμίζουν και πάλι με ζωή. Περιοχές όπως το Χαλάνδρι, η Νέα Σμύρνη, Πετρούπολη, Πετράλωνα, που… φυτοζωούσαν πριν από κάποια χρόνια, έχουν επιστρέψει δυναμικά στο παιχνίδι.

Και είναι εύκολο να καταλάβει κάποιος τον λόγο: σε μια περίοδο που τα χρήματα βγαίνουν με το ζόρι, κανένας δεν θα επιλέξει να ξοδέψει το 10ευρω που έχει στην τσέπη του στα ταξί για να πάει στο κέντρο. Θα προτιμήσει το καφέ/bar κοντά στο σπίτι του…

Ωστόσο δεν είναι μόνο οι περιοχές που άλλαξαν στον κόσμο της διασκέδασης, αλλά και τα δεδομένα. Τα mega clubs και οι πίστες που ξεχείλιζαν από κόσμο τη δεκαετία του ’90 έχουν ξεχαστεί. Ο τρόπος διασκέδασης των sixties έχει κερδίσει έδαφος και έχει γίνει μόδα. Όπως τότε που οι παρέες μαζεύονταν σε ταβερνούλες – για μεζέ και κρασί, άντε και καμιά live κιθάρα- έτσι και σήμερα οι νέοι δείχνουν ότι προτιμούν να περνούν τα βράδια τους με αυτό τον τρόπο. Ήρεμα και με κουβέντα. Κι αν η νύχτα σηκώνει ένα ποτό, τότε τα μικρά μπαρ αναλαμβάνουν να καλύψουν αυτό το κενό. Αυτά που μετατρέπονται σε στέκι μέσα σε ένα βράδυ, που πετυχαίνεις γνωστούς όποτε και να πας, λες και δεν μένουν στην Αθήνα 5 εκατομμύρια άνθρωποι.

Και κάτι ακόμα. Θυμάσαι τους γονείς σου που σου έλεγαν για τις συγκεντρώσεις-πάρτι στα σπίτια φίλων, πηγαίνοντας ποτά-φαγητά ρεφενέ, προκειμένου να βγει πιο οικονομικά η βραδιά για όλους; Ναι, και σήμερα, οι σπιτικές συγκεντρώσεις (ακόμα και τα πάρτι) έχουν την τιμητική τους. Ποτά, φαγητά, ταινίες, μουσική και φίλοι. Τίμια, φθηνά και σίγουρα. Και τον δρόμο που πήρε η διασκέδαση, ακολούθησαν και οι διακοπές.

Δεν είναι και τόσο μακρινά εκείνα τα χρόνια, που τα ανέκδοτα περί τουριστών που αγοράζουν «ένα καρπούζι στα 8» συνοδευόταν από τρανταχτά γέλια. Τα ελληνικά νησιά προσφερόταν μόνο για σαββατοκύριακα, ενώ στις Μαλβίδες, στις ακτές της Ταϋλάνδης ή της Κούβας, αντηχούσαν τα «μαλάκα» από τη δίπλα ξαπλώστρα. Πλέον, οι παραλίες δεν γεμίζουν από τόμους περιοδικών, ενώ η διασκέδαση στα beach bar περιλαμβάνει εκτός από καφέ, μια… μπύρα, όταν και εφόσον το «κέφι χτυπήσει κόκκινο». Τα περασμένα μεγαλεία διαδέχθηκαν τα τηλεφωνήματα σε φίλους από το στρατό που διατηρούσαν παραθαλάσσια κατοικία.

Και αυτό αν είσαι… τυχερός. Διαφορετικά διακοπές με τους γονείς. Τι κι αν πάλευες από τότε που ήσουν 16 και ορκίστηκες από τότε που έγινες 18 ότι τελείωσαν τα καλοκαίρια μαζί με τους συγγενείς στο εξοχικό που πέρασες τα παιδικά σου χρόνια (αν όχι στο χωριό των παππούδων σου). Τώρα θα πας με την κοπέλα ένα 3μερο σε κάποιο νησί και θα κλείσεις την άδειά σου μαζί τους. Έτσι, για να… κάνεις και κανένα μπανάκι παραπάνω (όπως έλεγαν και παλιά).

Ενώ τα αντίσκηνα και τα free camping έγιναν ξανά… πρωτοπορία! Τα τραπέζια των εστιατορίων δεν γεμίζουν πλέον ενώ στην ακρογιαλιά έκαναν την εμφάνισή τους τα ταπεράκια με τη σαλάτα. Σκηνή, καρεκλάκια, αιώρες, κιθάρες, ένα σακ βουαγιάζ με μόνο τα απαραίτητα, μεγάλη παρέα και φύγαμε. Φτηνά, ώρες ατελείωτες στις παραλίες και… επιστροφή στη φύση.

Βέβαια, υπάρχει μια τεράστια διαφορά που δεν μας επιτρέπει να είμαστε και τόσο αισιόδοξοι. Και αυτό έχει να κάνει με τη νεόλαια, που στις ημέρες μας συντηρικοποιείται όλο και πιο πολύ. Αυτό συμβαίνει σε αντίθεση με τη δεκαετία του 60, που  υπήρχε μια διάθεση πολύ πιο ρομαντική, όπου οι νέοι τολμούσαν να ονειρεύονται και να αγωνίζονται για μια καλύτερη ζωή. Φυσικά, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε πως αυτή ήταν και η παγκόσμια τάση, έτσι όπως εκφράστηκε στην Ευρώπη από τον περίφημο «Μάη του ‘68».

Σε αντίθεση με τη γενιά εκείνη, η σημερινή νεολαία σκέφτεται σαφώς πιο συντηρητικά. Και αν η προηγούμενη ήταν απολιτίκ, ένα σημαντικό κομμάτι της νεολαίας των 10’s βλέπει λύσεις στη… Χρυσή Αυγή. Θα πρέπει, βεβαίως, να αναφέρουμε πως η γενιά εκείνη δεν είχε μεγαλώσει με την άνεση της σημερινής. Δεν είχε τίποτε να χάσει, τη στιγμή που η τωρινή βλέπει να τα χάνει όλα. Φυσικά και η στροφή στην… παράλογη λογική της Χρυσής Αυγής, δεν αποτελεί λύση, ούτε καν, δικαιολογία!  

Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν, οι κάτοικοι των αστικών κέντρων αποξενώθηκαν. Οι γειτονιές περιγράφονται πλέον μόνο ως γεωγραφικές τοποθεσίες και όχι ως κοινωνικά υποσύνολα. Η «αλληλεγγύη» γίνεται ζητούμενο στις απαρχές του 2014. Όχι πως τότε, στα 60’s, ήταν όλοι αλληλέγγυοι. Αλλά δεν υπήρχε σε κανένα βαθμό η ατομικότητα της σημερινής εποχής.

Η δεκαετία του ’60 είναι λοιπόν στη μόδα χωρίς να την προτείνει κάποιος σχεδιαστής, όπως παλιά διαβάζαμε και ακούγαμε σε ρεπορτάζ. Χωρίς να την έχουμε επιλέξει. Αυτό δεν σημαίνει τίποτε απολύτως. Είναι μια σκληρή και επίπονη δοκιμασία που πρέπει να υποστούμε, αλλά και να κερδίσουμε μέσα από αυτήν. Να γίνουμε σοφότεροι, πιο ανθρώπινοι και λιγότερο υλιστές. Να ονειρευτούμε όσα θέλουμε και όχι όσα επιβάλλει ένα star system.

Απλά, δεν θα ήταν κακό να έχουμε και τον ανάλογο κινηματογράφο… (Να μια πρώτη ευχή)

ΥΓ. Μισούμε τον Κοέλιο. Δεν είμαστε ονειροπόλοι, απλά αισιόδοξοι.