Είμαι τη Δευτέρα στο Μουσείο Ακροπόλεως, όπου παρουσιάζεται η ποιητική συλλογή του Χρήστου Παναγιωτόπουλου. Του διευθυντή ενημέρωσης και ειδήσεων στο Μega, που αποφάσισε να μας δείξει ένα κρυφό του ταλέντο. Το αποτέλεσμα θα το διαβάσετε στο «Αποτύπωμα» (εκδόσεις Λιβάνη), μη σας τα λέω τώρα εγώ εδώ πέρα και φλυαρώ. Για άλλο πράγμα θέλω να γράψω αυτή τη φορά.

Όπως είμαι λοιπόν στην παρουσίαση κι έχω ακούσει Παύλο Τσίμα, Θάνο Μικρούτσικο, Μάνο Ελευθερίου, Ελένα Ακρίτα, Πέμη Ζούνη και Γιάννη Μπέζο σε αποτιμήσεις και απαγγελίες της συλλογής έρχεται η ώρα του τραγουδιού. Διότι κάποια από τα ποιήματα έχουν μελοποιηθεί, από τον προαναφερθέντα Μικρούτσικο και τον Δημήτρη Παπαδημητρίου. Κι επειδή η Φωτεινή Δάρρα (για να το πω κομψά) δεν είναι το φόρτε μου, βγαίνω στο μπαλκόνι που είχε ήλιο.

Όλα αυτά γίνονται στον δεύτερο όροφο όπου κατοικοεδρεύει το καφέ, αν δεν κάνω κανένα λάθος στο μέτρημα. Βγαίνω λοιπόν για να μην πολυλογώ, πάω προς τα εδώ, πάω προς τα εκεί κι ύστερα φτάνω στην άκρη του μπαλκονιού. Εκεί όπου έχει μια προέκταση από κάτι δοκάρια, τσίγκινα είναι, τσιμεντένια είναι θα σας γελάσω. Τα κοιτάω, τα ξανακοιτάω δεν πολυπιστεύω στα μάτια μου. Δεξιά, αριστερά, παραπέρα έχει “σκάσει” το χρώμα κι έχει κάνει κάτι μπαλώματα σαν γατοκέφαλα. Και βάλε! Όλα αυτά πέντε χρόνια από τότε που πήρε το ΟΚ το Μουσείο για να λειτουργήσει και 4,5 χρόνια (και πολλά λέω) από τη στιγμή που άνοιξε τις πύλες του κι άρχισε να υποδέχεται επισκέπτες. Δηλαδή δεν πέρασαν πενήντα έτη για να πει κανείς ότι εξεμέτρησε η μπογιά το ζην και πήγε περίπατο. Ούτε έριξε χαλάζι μέρα μεσημέρι, ούτε σεισμό επτά Ρίχτερ έκανε για να επιταχυνθεί η φθορά. Αλλού ήταν οι αιτίες.

Το αστάρι έλειπε; Το χρώμα ήτανε φτηνό πλαστικό με κόλα; Τα σιδεράκια και τα τσέρκια δεν ταιριάξανε; Εκδοχές ένα σωρό και οι φίλοι απ’ το Facebook το γλεντήσανε μια χαρά με της Ακροπόλεως το Μουσείο. Με κεντρικό σύνθημα. Μα φυσικά «εμπρός για μια νέα εργολαβία». Ταιριάζει και στο ανανεωτικό κλίμα των ημερών, δεν λέω.