«Ο έρωτας… δεν αντέχω να μην είμαι ερωτευμένος. Είμαι ερωτευμένος ακόμη και με τα παπούτσια που φοράω. Αν πάψω να είμαι ερωτευμένος μαζί τους, παύω να τα φοράω. Τα χαρίζω, ας πούμε». Αυτή είναι η απάντηση του Νίκου Κούρκουλου, στην ερώτηση του Θανάση Λάλα, «τι είναι το παν για σένα».

Απόλυτο αρσενικό στην Ελλάδα του προηγούμενου αιώνα, καταξιωμένος ηθοποιός που πάτησε από το σανίδι του Εθνικού μέχρι του… Broadway. Γεννήθηκε σαν σήμερα (5 Δεκεμβρίου) το 1934, μαθητής του Μάνου Κατράκη, συμπρωταγωνιστής της Μελίνας Μερκούρη στο Illya Darling (το θεατρικό «Ποτέ την Κυριακή») και υποψήφιος για Tony Award, με σκηνοθέτη τον Ζιλ Ντασέν. Ένας ταπεινός υπηρέτης του θεάτρου, που έφτασε στο ύψιστο αξίωμα για εκείνον, να γίνει διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Αυτοδημιούργητος, ταλαντούχος, διέθετε από εκείνα τα θαυμαστά DNA, που η ανάλυσή τους κρύβουν το πολυπόθητο «μυστικό της επιτυχίας».

Αντί κάποιου αφιερώματος με το βιογραφικό του, θελήσαμε να αναδείξουμε τον τρόπο που αντιμετώπισε τη ζωή, όσα έζησε, τις επιλογές του, τα μαθήματα που έχει πάρει, μέσα από τις ατάκες του.

«Για να νιώσει κανείς ότι κάτι έχασε στη ζωή πρέπει να χάσει ό,τι κέρδισε μόνος του… Μόνο τότε νιώθει χαμένος. Εγώ δεν θα ήθελα να χάσω τίποτε από αυτά που έχω κερδίσει μόνος μου με τη δουλειά μου…». 

«Πάντα τη φοβόμουν την άνεση και συνεχίζω να τη φοβάμαι πάρα πολύ».

«Αν έχεις κυνηγήσει την επιβίωση και τελικά έχεις επιβιώσει, χωρίς να το πολυκαταλάβεις, έχεις διαμορφώσει και ένα άλλο μέτρο για τη ζωή την ίδια… Οποιος έχει στραπατσαριστεί για να φάει ένα πιάτο φαΐ ­ που είναι το ελάχιστο δικαίωμα σ’ αυτή τη ζωή ­ τότε το μέγιστο ­ που είναι κατά μίαν έννοια ο πλούτος και η άνεση ­ του φαίνεται τόσο ασήμαντο».

«Ο πατέρας μου έκανε όνειρα. Ο πατέρας μου ήταν καλλιτέχνης, Κερκυραίος. Εκεί που έσκαβε τον αγρό ­ γιατί στην Κέρκυρα ήταν αγρότης, σε ένα χωριό της Κέρκυρας ­ άφηνε το τσαπί και έπιανε το βιολί. Θυμάμαι, ήθελε πάντα να γίνω επιστήμονας, δικηγόρος. Έδωσα λοιπόν στο Πανεπιστήμιο, αλλά είχα ήδη αρχίσει να ασχολούμαι με το θέατρο, οπότε όταν ήμουν στο πρώτο έτος της σχολής θεάτρου θυμάμαι ότι με έπιασε κάποια στιγμή και μου είπε: “Κοίταξε να δεις, στο θέατρο, αν δεν γίνεις πρώτος, θα υποφέρεις στη ζωή σου”».

«Όταν λέω μια κουβέντα, αυτή είναι! Δεν υπάρχει άλλη. Είναι αυτό!».

«Στην Ελλάδα ξέρεις ανθρώπους που να μην έχουν κάνει έστω ένα βήμα -γιατί εγώ σίγουρα έχω κάνει ένα βήμα, έχω ανέβει ένα σκαλοπάτι- και να μην προσπάθησαν να τους κατεβάσουν ακόμη και από αυτό, το ένα σκαλοπάτι; Επειδή «κανείς δεν πρέπει να ανεβαίνει ένα σκαλί»!

«Τραυματική εμπειρία σε ένα διαζύγιο υπάρχει για τον άνθρωπο που μένει πίσω, όχι για εκείνον που προχωρά. Αυτή είναι η αλήθεια».

«Είμαι φεμινιστής. Μια ζωή ήμουν. Λατρεύω τη γυναίκα».

«Ο Τύπος ποτέ δεν μου συγχώρησε το γεγονός πως δεν μπόρεσε να βγάλει το σκάνδαλο από εμένα. Και μου έχουν ρίξει λάσπη. Βεβαίως και είχα “περιπέτειες: όταν ήμουν παντρεμένος. Και βεβαίως, έχω τη δύναμη να το λέω. Και αυτός που λέει “δεν έχω περιπέτειες” είναι ψεύτης. Σε ποιον δεν του αρέσει, να αρέσει; Ποιος είναι αυτός που λέει “ήμουν το πιστό σκυλί” και αυτές τις αηδίες που λέμε στην τηλεόραση για να κάνουμε τους καλούς… Τα καλά παιδιά. Ε λοιπόν εγώ δεν ήμουν καλό παιδί. Είχα μια λατρεμένη γυναίκα, που την αγαπούσα και ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Οι άλλες ήταν περιπέτειες. Όταν σταμάτησα να είμαι ερωτευμένος μαζί της, της το είπα και έφυγα από το σπίτι. Αυτό δεν μου το συγχώρησαν ποτέ. Γιατί; Γιατί δεν έβγαλαν σκάνδαλο από εμένα. Γιατί δεν μπορούσαν να πουν ποτέ “ο Κούρκουλος είναι με την τάδε”».

«Ο λαός λατρεύει να διαβάζει το κουτσομπολιό. Λατρεύει να διαβάζει για την απιστία, γιατί θα ήθελε και ο ίδιος να είναι άπιστος. Γιατί θα θελε και ο ίδιος να έχει την περιπέτεια. Γιατί θα ήθελε και ο ίδιος να μοιάζει στον άλλον…».

«Τα μηδενικά στο βιβλιάριο καταθέσεων δεν με ενδιέφεραν ποτέ. Όταν γνώρισα τη Μαριάννα (σσ. Λάτση) ήμουν 51.  Στα 51 θα άρχιζαν να με ενδιαφέρουν τα μηδενικά. Μην λέμε αηδίες. Εάν ήθελα να γίνω ζιγκολό, θα γινόμουν πολύ νωρίτερα, όταν ήμουν το τεκνό που “τραβούσε” και οι γυναίκες έπεφταν ανάσκελα. Για όνομα του Θεού. Όλη αυτή η “καραμέλα”».

«Το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο είναι το χαμόγελο ενός παιδιού».

«Από τη στιγμή που θα έχω ανάγκη από λεφτά, θα κάνω ό,τι μπορώ. Έχω νιώσει τι θα πει πείνα.  Δεν με νοιάζει τι θα πουν όλοι αυτοί που με κατακρίνουν για τη διαφήμιση που έκανα».

«Είμαστε πολύ ευτυχισμένοι. Για ποιο λόγο να χρειάζομαι το γάμο; Για να εξασφαλίσω διατροφή στη Μαριάννα, αν χωρίσουμε;».

«Πρέπει να υπάρξει η κατάλληλη στιγμή για να εκδηλωθεί το ταλέντο. Αν είσαι τυχερός και εκδηλωθεί, είναι μια πολύ ευτυχής συγκυρία. Εγώ από αυτή την άποψη ­ ειλικρινά σας λέω ­ υπήρξα πολύ ευτυχής. Έκανα κάτι που πραγματικά αγάπησα και παρ’ όλο που δεν μπορώ να πω πού έφτασα ή πού θα φτάσω ακόμη, αυτό για το οποίο ξεκίνησα, δηλαδή να νιώσω κάποιες στιγμές κάνοντας θέατρο, το ένιωσα, το γεύτηκα. Απογειώθηκα μέσα σ’ αυτό που ονειρεύτηκα».

Ο Νίκος Κούρκουλος διηγείται πως πήρε τον πρώτο του, πρωταγωνιστικό ρόλο στο θέατρο

 «Κάποιοι βέβαια φαντάζονται ότι ξεκίνησα από τον κινηματογράφο. Ακούω συχνά να λένε για μένα: “Είσαι τυχερός εσύ, γιατί μπήκες στον Φίνο και έγινες ό,τι έγινες”. Τα πράγματα όμως είναι εντελώς διαφορετικά. Πριν από τη Βεργή είχα δουλέψει με τον Τάκη τον Χορν και την Έλλη Λαμπέτη στην “Κυρία με τις καμέλιες”. Η Βεργή με είχε δει εκεί και με φώναξε. Συγκεκριμένα της μίλησαν και ο Χορν και η Λαμπέτη. Μου λέει: “Θέλεις να έρθεις να με βρεις;”. Πήγα, τη βρήκα μου έδωσε έναν ελάχιστο ρόλο, στον οποίο πήγαινα απλώς ένα γράμμα και έλεγα την εξής ατάκα: “Το γράμμα σας, κύριε”… Αυτό ήταν όλο και μετά εξαφανιζόμουν. Στις πρόβες άλλες φορές την έλεγα αυτή την ατάκα και άλλες πάλι δεν την έλεγα καθόλου. Οι πρόβες όμως διαρκούσαν πέντε, έξι, εφτά ώρες και εγώ ήμουν συνεχώς εκεί. Είχα μάθει όλο το έργο απ’ έξω. Κανείς άλλος δεν ήξερε το έργο απ’ έξω τόσο καλά όσο το ήξερα εγώ. Αυτό συνεχίστηκε και στις παραστάσεις πίσω στην κουίντα. Δηλαδή δεν καθόμουν ποτέ μέσα στο καμαρίνι. Πήγαινα στην κουίντα και έβλεπα τους άλλους ηθοποιούς που έπαιζαν τους ρόλους τους. Συνήθως οι ηθοποιοί, όταν δεν είναι στη σκηνή, βολτάρουν στα καμαρίνια ή παίζουν χαρτιά, τέτοια πράγματα. Εγώ ήμουν εκεί και έβλεπα. Άκουσε τώρα τύχη… Κάποια στιγμή ο Ζησιμάτος, που ήταν ο πρωταγωνιστής, παθαίνει γαστρορραγία. Τελειώνει την πρώτη πράξη και πριν αρχίσει η δεύτερη τον παίρνουν στο νοσοκομείο. Εν τω μεταξύ όμως είναι Σάββατο και το θέατρο όχι μόνο είναι γεμάτο αλλά ουσιαστικά είναι η μόνη μέρα που δουλεύει. Το καταλαβαίνεις αυτό; Βγαίνει λοιπόν ο Καρούσσος και λέει: “Ο πρωταγωνιστής μας αρρώστησε. Όσοι θέλετε μπορείτε να εξαργυρώσετε τα εισιτήριά σας. Τον ρόλο θα παίξει ένας νέος ηθοποιός”. Τέλος πάντων, να μη σας τα πολυλογώ, εκείνο το βράδυ έπαιξα και τους δύο ρόλους, απλώς τον ρόλο που έβγαινα και έδινα το γράμμα τον έπαιξα φορώντας την περούκα του υπηρέτη (γέλια). Βέβαια κανένας από τον κόσμο δεν σηκώθηκε να φύγει. Πού να πήγαιναν; Αφού η παράσταση βρισκόταν ήδη στη μέση. Όλα αυτά σας τα λέω για αυτή τη διαβολεμένη σύμπτωση, την ευκαιρία που έλεγα προηγουμένως. Αν εγώ δεν ήμουν έτοιμος, δεν ξέρω αν αυτή τη στιγμή θα μιλούσα τώρα σε σένα. Από εκεί και πέρα όλα είναι μια αλυσίδα, η οποία έχει κρίκους. Πρέπει να σας πω πάντως ότι πριν έκανα και άλλες δουλειές. Έχω δουλέψει στου Ελευθερουδάκη το χρυσοχοείο, στη Βιοχρώμ ­ εταιρεία χρωμάτων ­ στου Βελισσαρόπουλου το υφαντουργείο. Και τι δεν έχω κάνει! Εκεί στου Βελισσαρόπουλου δούλευα στον αργαλειό, φτιάχναμε διπλόφαρδα σεντόνια. Μετά πέρασα στο θέατρο και στον κινηματογράφο».

Παρακολουθήστε εδώ και εδώ τον Νίκο Κούρκουλο σε μια μοναδική συνέντευξη που είχε δώσει στον Νίκο Χατζηνικολάου το 1994.