Ο Γιώργος Στεφανόπουλος έζησε πάνω και έξω από τα ρινγκ μια ζωή που δεν μπορούσε να χωρέσει ούτε στις σελίδες της αυτοβιογραφίας του «Μια ζωή σαν ρινγκ». Ίσως αν ζούσε στο εξωτερικό ο «Έλληνας Ρόκι» όπως τον έχουν αποκαλέσει, να μην ήταν απλά ο μεγαλύτερος έλληνας πυγμάχος, αλλά ένας εκατομμυριούχος αθλητής.
Από το Περιστέρι μέχρι την Ολυμπιάδα του Λος Άντζελες, ο Στεφανόπουλος δούλεψε σε τσαγκαράδικο, πούλαγε παπούτσια σε πανηγύρια, ερωτεύτηκε τη λάθος γυναίκα και ήταν πρωταθλητής Ελλάδας για δεκατέσσερα χρόνια. Δεν μετάνιωσε για την πέμπτη θέση που κέρδισε στους Ολυμπιακούς, ούτε επειδή δεν πίστεψε ότι θα μπορούσε να γυρίσει με μετάλλιο, μετάνιωσε όμως για ένα πράγμα.
Κάποιες φορές θα μπορούσε να κάνει την υπέρβαση με αυτό το φοβερό δεξί κροσέ του, το οποίο αντέγραψαν πυγμάχοι και να έχει στην τροπαιοθήκη του, ένα ολυμπιακό μετάλλιο, δυστυχώς όμως δεν την έκανε…
Από το Περιστέρι στο ρινγκ
Τον Ιούνιο του 1993 ο Γιώργος Στεφανόπουλος αγωνιζόταν στους Μεσογειακούς της Γαλλίας και όπως θυμάται χαρακτηριστικά «Στον δεύτερο αγώνα κληρώθηκα με έναν Μαροκινό. Ο Μαροκινός από την ώρα που πληροφορήθηκε ότι θα έπαιζε μαζί μου, όπου με συναντούσε, στο ξενοδοχείο, στο εστιατόριο, στο στάδιο με κοίταζε με μια ματιά γεμάτη υπονοούμενα και μου έλεγε ”tomorrow”. Αυτό σήμαινε: ”Αύριο στον αγώνα θα σε συγυρίσω”.
»Τελικά ήρθε το tomorrow και έφτασε η ώρα του αγώνα. Με την έναρξη δεν πρόλαβε να δει το ρινγκ. Μόλις ανέβηκε έφαγε ένα γρήγορο και δυνατό νοκ-άουτ και του πέρασαν και τα tomοrrow και τα tonight. Δεν θυμάμαι αν έκλεισε λεπτό ο αγώνας».
Γεννημένος στο Μπουρνάζι στις 31 Μαρτίου του 1962, ο Γιώργος Στεφανόπουλος μεγαλώνει σε μια γειτονιά που δεν θυμίζει σε τίποτα το σήμερα, αλλά ήταν μια βιομηχανική ζώνη, ψυχρή και ανέκφραστη. Όπως γράφει «τα παιδικά μου χρόνια ήταν μες την τρελή χαρά, όχι γιατί φρόντισε κανείς να μου τα κάνει χαρούμενα αλλά γιατί δεν ξέρω με ποιο ναρκωτικό στο DNA μου εχω γεννηθεί και ό,τι κι αν συνέβαινε γύρω μου, εγώ ήμουν πάντα στον κόσμο μου και όλα τα νόμιζα καλά».
Χωρίς ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα τελειώνει το δημοτικό και ξεκινάει να δουλεύει σε ένα τσαγκαράδικο ενώ ταυτόχρονα τρώει πολύ και μεταμορφώνεται σε ένα χοντρό έφηβο.
Στον κόσμο της πυγμαχίας θα μπει εντελώς συμπτωματικά όταν αρχίζει να γυμνάζεται για να χάσει κιλά, στην αρχή με αυτοσχέδια βάρη και μετά στον Πανελλήνιο. Με το ποδήλατο φεύγει από το Μπουρνάζι για την Κυψέλη και αναζητώντας στις εγκαταστάσεις του συλλόγου τον χώρο με τα βάρη μπαίνει κατά λάθος στην αίθουσα της πυγμαχίας. Παρακολουθεί την προπόνηση άφωνος και μόλις τελειώνει πλησιάζει τον προπονητή Στέλιο Κούρκουλα και του ζητάει να ξεκινήσει προπονήσεις, εισπράττοντας καταφατική απάντηση. Το ταξίδι του μόλις αρχίζει…
Πως «γκρέμισε» το φαβορί για το χρυσό!
Μέσα σε ένα μόλις χρόνο, ο χοντρός έφηβος από το Μπουρνάζι μεταμορφώνεται σιγά-σιγά σε έναν πυγμάχο που λαμβάνει μέρος στο Πανελλήνιο πρωτάθλημα εφήβων. Με τρεις νίκες φτάνει στον τελικό όπου νικάει τον αντίπαλό του.
Η συνέχεια είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή, ειδικά από την στιγμή που ο βούλγαρος προπονητής Σβίλεν Ρουσίνοφ του μαθαίνει το δεξί κροσέ που τον έκανε διάσημο. Μαζί με τον προπονητή του Λευτέρη Λειβάδη το τελειοποιεί και στο Κύπελο «Ακρόπολις» το 1983 νικάει τον κορυφαίο ιταλό πυγμάχο Άντζελο Μουσόνε. «Με τον Μουσόνε» γράφει ο Στεφανόπουλος «ξανασυναντηθήκαμε αργότερα σε Μεσογειακούς αγώνες. Σε αυτούς τους έδωσα ένα χτύπημα στη μύτη που θα μου μείνει αξέχαστο γιατί πρώτη φορά είδα αίμα από τραύμα να πετιέται απέναντι».
Στα είκοσι δύο του χρόνια ο έλληνας πυγμάχος επιλέγεται για τους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες, όπου έρχεται αντιμέτωπος με τον βρετανό γίγαντα Ντάγλας Γιανγκ, από τα φαβορί για το χρυσό μετάλλιο. «Μπήκα μέσα στο ρινγκ χωρίς να αγχωθώ καθόλου για τη διαφορά ύψους μας που ήταν αισθητή -με περνούσε τουλάχιστον ένα κεφάλι- αλλά και για τις φήμες περί βέβαιου νικητή που κυκλοφορούσαν για τον Γιανγκ. Στον πρώτο γύρο τα χτυπήματα πήγαιναν εναλλάξ. Ο δεύτερος γύρος συνεχίστηκε με την ίδια τακτική και κανείς από τους δύο μας δεν έδειχνε ότι περνούσε μπροστά. Όλα αυτά μέχρι το δέκατο δευτερόλεπτο πριν από το τέλος του. Σε αυτό ακριβώς το σημείο έκανα μια αποφυγή σε χτύπημά του και χωρίς να προλάβει να αντιληφθεί ο Γιανγκ αλλά και οποιοσδήποτε άλλος τίποτα, προσγειώθηκαν διαδοχικά ένα αριστερό κροσέ στο στομάχι του και ένα δεξί στο πρόσωπό του. Για το Γιανγκ όλα σε μια στιγμή μαύρισαν. Αυτό το δίμετρο θηρίο, το φαβορί για το χρυσό, σωριάστηκε χωρίς καμιά αντίσταση στο καναβάτσο. ΝΟΚ-ΑΟΥΤ!»
Ο Ολυμπιονίκης και τα πανηγύρια
Αυτό το νοκ-άουτ όμως σημάδεψε τελικά τον Γιώργο Στεφανόπουλο. Μετά τη νίκη του κατά του Γιανγκ πίστεψε ότι έκανε την υπέρβαση, αυτό που κανείς άλλος έλληνας πυγμάχος δεν είχε καταφέρει μέχρι τότε, κάνοντας μάλιστα κάποιες φορές την ηλίθια σκέψη ότι το να θέλει να κερδίσει τον ολλανδό Βαν Ντερ Λίντεν, ήταν πλεονεξία από την πλευρά του.
Με μια ψυχολογία που δεν συνάδει με αυτή του νικητή, ο έλληνας πυγμάχος έχασε στα σημεία από τον Ολλανδό, επιστρέφοντας όμως στην Ελλάδα σαν 5ος Ολυμπιονίκης, όπου γνώρισε την αποθέωση από τα ελληνικά ΜΜΕ.
Δυστυχώς, η πολιτεία ήταν απούσα
«Το πρωί πήγαινα για δουλειά, το απόγευμα πήγαινα για προπόνηση και τα σαββατοκύριακα έτρεχα με το αφεντικό μου στα πανηγύρια και πούλαγα παπούτσια» γράφει στο βιβλίο του.
Εκείνη την περίοδο ο Ολυμπιονίκης αποφασίζει να τελειώσει το σχολείο, αφού είχε βγάλει μόνο το δημοτικό και γράφεται σε ιδιωτικό νυχτερινό γυμνάσιο, έχοντας απορρίψει πριν δεκάδες προτάσεις να ασχοληθεί επαγγελματικά με το σπορ στην Αμερική.
«Υπήρχε ένας συγκεκριμένος μάνατζερ που μου μιλούσε ελληνικά και παρότι του είχα αρνηθεί κατ’ επανάληψη όλες τις προτάσεις του, εκείνος δεν εγκατέλειπε την προσπάθεια».
Έχασε πέντε κιλά σ’ ένα βράδυ
Στο τουρνουά της Βουλγαρίας «Στράντζατα» έκανε αυτό που φάνταζε αδύνατο να γίνει σε ένα βράδυ, αφού έφυγε από την Ελλάδα ενενήντα έξι κιλά, πέντε κιλά πάνω από την κατηγορία του. «Σε όλο το ταξίδι δεν έφαγα και δεν ήπια τίποτα, ελπίζοντας ότι θα κατάφερνα να ρίξω τα κιλά» γράφει κάτι που φυσικά δεν συνέβη. Η ζυγαριά έδειξε ενενήντα έξι κιλά και ο προπονητής του χτυπιόταν, αφού ο αποκλεισμός του ήταν σίγουρος. Όταν του είπε ότι θα χάσει σε μια νύχτα, ο προπονητής έγινε έξαλλος νομίζοντας ότι τον κοροϊδεύει, αλλά ο Στεφανόπουλος είχε άλλη γνώμη. Δεν έφαγε τίποτα και μόλις οι άλλοι αθλητές έπεσαν για ύπνο, αυτός βγήκε έξω στο κρύο και άρχισε να τρέχει όλη τη νύχτα, ενώ έκανε και σχοινάκι, στάζοντας ολόκληρος.
«Επέστρεψα στο ξενοδοχείο μετά από τέσσερις-πέντε ώρες έντονης και αδιάκοπης προπόνησης. Γέμισα την μπανιέρα με καυτό νερό. Έκαιγε τόσο πολύ που νόμιζα ότι θα μου έφευγε το δέρμα. Μπήκα μέσα όπως έσταζα από τον ιδρώτα και εκεί έβγαλα τα τελευταία κιλά η γραμμάρια που μου είχαν ενδεχομένως απομείνει». Ήταν κάτι που δεν είχε ξαναγίνει, δείγμα το τι μπορούσε να κάνει ένα αθλητής του επιπέδου του, που άργησε όμως να βρει την ισορροπία στην προσωπική του ζωή, ειδικά μετά την καταστροφική του σχέση με μια γυναίκα που τον έκανε ό,τι ήθελε. Της αφιέρωσε ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο βιβλίο του, εξιστορώντας τις φυγές της από το σπίτι, τις ξαφνικές της επιστροφές στη ζωή του αλλά και την απόπειρα αυτοκτονίας από έκανε όταν τη χώρισε οριστικά.
Από το 1978 μέχρι το 1995, ο Στεφανόπουλος κέρδισε αμέτρητες πρωτιές και διακρίσεις, έριξε πολλούς αντιπάλους του στο καναβάτσο, ανακηρύχτηκε τρίτος καλύτερος στην παγκόσμια κατάταξη και αποχώρησε γεμάτος από ένα άθλημα που λάτρεψε τόσο, ώστε δεν το είδε ποτέ σαν επάγγελμα.