Όλα τα σαρακοστιανά θαλασσινά καλά και ωραία, αλλά το χταπόδι κάθεται «καπέλο» πάνω από όλα. Εκτός του ότι είναι πεντανόστιμο, σου δίνει την ευκαιρία να κάνεις ένα σωρό μαγειρέματα.

Ξιδάτο, με κρεμμυδάκια στιφάδο, στον φούρνο με βαλσάμικο, με μακαρονάκι κοφτό στην κατσαρόλα και ένα κάρο άλλους τρόπους με κορυφαίο βέβαια, ψητό στα κάρβουνα.

 

 

 

Εάν έχεις κατά νου δυο- τρία πράγματα, η επιτυχία με το χταπόδι στα κάρβουνα είναι εξασφαλισμένη.  Όταν το ρίξουμε στα φωτιά πρέπει να είναι καλά στεγνωμένο ή, καλύτερα, αν έχουμε το χρόνο, να το έχουμε αφήσει λίγες ώρες στον ήλιο. Η φωτιά μας να είναι χωνεμένη, δηλαδή μετά από 20-30 λεπτά που την ανάψαμε, να έχουν τα κάρβουνα ασπρίσει. Το χταπόδι να είναι κομμένο σε πλοκάμια και η κουκούλα στα δύο. Θέλει προσοχή να μην παραψηθεί γιατί θα στεγνώσει και θα γίνει σα λάστιχο. Όταν το βγάλεις από την φωτιά, θέλει κόψιμο σε κομμάτια και από πάνω λάδι, ρίγανη και ξίδι ή λεμόνι.

 

 

Το χταπόδι αν το στεγνώσεις καλά, λιάζοντάς το, μπορείς να το διατηρήσεις για καιρό. Όταν θέλεις να το χρησιμοποιήσεις, το μουλιάζεις σε νερό και επανέρχεται στην αρχική μορφή του. Ξερό χταπόδι έτρωγε όλη η ορεινή Ελλάδα κατά τις δεκαετίες του ‘50, ’60 και ’70, όταν δεν υπήρχαν κατεψυγμένα προϊόντα στα χωριά. Αυτά ήσαν χταπόδια τα οποία έρχονταν από χώρες της Β. Αφρικής όπως η Τυνησία, το Μαρόκο, η Αλγερία αλλά και η Μαδαγασκάρη.

Η τεχνική που χρησιμοποιούσαν για να ξεράνουν τα χταπόδα ήταν η εξής: Πρώτα τα άφηναν στον ήλιο για κάποιο διάστημα και μετά τα έθαβαν στην καυτή άμμο της ερήμου μέχρι να αφυδατωθούν. Για να μαγειρευτούν στη συνέχαια, έπρεπε να μπουν σε νερό για να ανακτήσουν τον όγκο τους. Εάν δεν υπήρχε το ξερό χταπόδι και ο ξερός μπακαλιάρος, ο λεγόμενος και υγράλατος, θα ήταν αδύνατο η ορεινή Ελλάδα να γεύεται τα δύο υπέροχα αυτά προϊόντα τα χρόνια εκείνα.