Περίεργοι οι ουρανοί αυτής της πόλης, Μπερλινολόγιο μου. Κι ακόμα περισσότερο όταν έρχεται η ώρα του αποχωρισμού. Και με αυτούς, τους ουρανούς εννοώ και με σένα που σου γράφω τόσες μέρες. Για τα βραβεία που θα μιλήσουμε παρακάτω δεν έχω κάτι να πω. Πες με και κυνικό αλλά τα τελευταία χρόνια μου φαίνονται όλο και πιο αδιάφορα και συμβιβαστικά. Σαν να μην είναι το σινεμά αυτό που βρίσκεται στο επίκεντρο τους αλλά ένα είδος πολιτικής δήλωσης, που όμως αρχίζει και μοιάζει εκνευριστικά σχηματική.

Το “Taxi” του Τζαφάρ Παναχί που έφυγε με τη Χρυσή Αρκούδα είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στον Παναχί που μέχρι πρότινος ήταν σε κατ’ οίκον περιορισμό έχει απαγορευτεί από την κυβέρνηση του Ιράν να ξανακάνει ταινία για τα επόμενα 20 χρόνια. Σχεδόν κάθε χρονιά βρίσκει έναν αξιοθαύμαστο όσον αφορά το πάθος του τρόπο να τη σκαπουλάρει. Να γυρίσει κρυφά μια ταινία και παράνομα να την βγάλει στα φεστιβάλ. Και ναι, το ξαναέγραψα, είναι αξιοθαύμαστο το πάθος του και το πώς η τέχνη γίνεται αντίσταση. Αλλά είναι αξιοθαύμαστο σαν πολιτική δήλωση, σαν ντοκουμέντο, όχι απαραίτητα και σαν σινεμά.


 

Το “Taxi” είναι στην ουσία μια γλυκόπικρη ματιά του σκηνοθέτη στους δρόμους της Τεχεράνης γυρισμένη με κρυφή κάμερα την ώρα που ο ίδιος υποδύεται τον οδηγό ενός ταξί. Και παρατηρεί την καθημερινότητα της πόλης του μέσα από τους επιβάτες του. Να το παίξει η ΝEΡΙΤ, ευχαρίστως να κάτσω να το δω. Να πάω όμως σε αίθουσα, ούτε που να μου τάξεις ένα μπουκάλι βότκα. Και είναι αυτή ακριβώς η βράβευση του, που δείχνει την αμηχανία πλέον της Μπερλινάλε κατ’ αρχάς αλλά και άλλων φεστιβάλ ως το προς τι ρόλο καλούνται να παίξουν. Σε μια εποχή που η οπτική πληροφορία και η κινηματογραφική τέχνη έχουν πολλούς άλλους τρόπους να επικοινωνήσουν ότι θέλουν να επικοινωνήσουν σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό από 4000 δημοσιογράφους που το παίζουν ξερόλες και δικαστές.

 

 

Η φετινή Μπερλινάλε ήταν αντικειμενικά μέτρια όσον αφορά τις επιλογές των ταινιών στο επίσημο διαγωνιστικό. Και τσουρούτικη όσον αφορά το glamour. Ή από την άλλη μπορεί εγώ να είδα έτσι τα πράγματα. Μολονότι αρκεί μια Κέιτ Μπλάνσετ στο κόκκινο χαλί για την επίσημη πρεμιέρα της όμορφης και μαγικής οπτικά “Σταχτοπούτας” του Κένεθ Μπράνα και της Disney, με τη Λίλι Τζέιμς στον ομότιτλο ρόλο, για να στανιάρει τα πράγματα σαν φινάλε. Ενός πραγματικά περίεργου τουλάχιστον για μένα 10ήμερου, μέσα κι έξω από τις αίθουσες. Με μια περίεργη διάθεση χαρμολύπης και επαναπροσδιορισμών. Σαν το φινάλε του director’s cut από το “Studio 54”, την ταινία για το θρυλικό club της Νέας Υόρκης, 17 χρόνια μετά την πρώτη προβολή της. Σε πετσοκομένη εκδοχή τότε από τους παραγωγούς, να έχουν αφαιρέσει 45 λεπτά που τους φάνηκαν ιδιαίτερα τολμηρά λόγω ναρκωτικών, σεξ, ομοφυλοφιλικών αναφορών και ηθικά μετέωρων χαρακτήρων. Και να προσθέτουν 25 δικά τους, με έμφαση σε ένα κουλό ρομάντζο με την Nιβ Κάμπελ που στην κανονική εκδοχή της ταινίας εμφανίζεται ένα δεκάλεπτο μάξιμουμ. Καταστρέφοντας μια ταινία που όλη της η βάση είναι πάνω σε αυτή την χαρμολύπη ενός ανεξέλεγκτου πάρτι και της αναπόφευκτης πτώσης των αγγέλων του.

 

 

Το πάρτι έχει τελειώσει, οι αστυνομικοί έχουν εισβάλλει στο club κάνοντας τα πάνω-κάτω, ο αγνώριστος Μάικ Μάγιερς στον καλύτερο ρόλο της καριέρας του σαν ιδιοκτήτης του club κάνει σαν τρελός μόλις τον βάζουν στο περιπολικό και μια γλυκύτατη ογδοντάχρονη που κάθε βράδυ έκανε τρελό χορό φορώντας περούκες και ρουφώντας κόκα έχει πέσει σέκος στο πάτωμα που δεν το λες και περίεργο. Το πάρτι έχει τελειώσει για πάντα χωρίς happy ή sad ending. O Ράιαν Φιλίπε, το φτωχόπαιδο από τοΤζέρσι που έγινε ένας σταρ μπάρμαν, μιας και περισσοτέρων χρήσεων, βγαίνει ημίγυμνος από το club για να γλυτώσει από τους μπάτσους και τυλίγεται με μια μαύρη πλαστική σακούλα σκουπιδιών για να γλυτώσει από το νεουορκέζικο κρύο. Η Νιβ Κάμπελ περνάει με μια λιμουζίνα, ανοίγει το παράθυρο και του προτείνει να μπει μέσα. Της απαντάει “όχι ευχαριστώ”. Κάτι έχει τελειώσει, κάτι ίσως μόλις αρχίζει. Oι τίτλοι τέλους πέφτουν με το “If You Could Read My Mind” κι εγώ κλαίω σαν παιδί μέσα στην αίθουσα.

Για όλα τα πάρτι που έζησα στη ζωή μου, για τα πάρτι που τέλειωσαν πια οριστικά, για τις χαμένες ευκαιρίες, την πρέζα της ματαιοδοξίας και της έπαρσης, τη μοναξιά του ναρκισιστικού πανηδονισμού όταν εξαφανίζει την ικανότητά σου να αγαπάς. Κλαίω χαμογελώντας γιατί και μένα κάτι μέσα μου τελειώνει, κάτι αρχίζει, έχει πόνο αυτό αλλά και μια τρομερή υπόσχεση καθαρότητας. Ελπίζω αυτή τη φορά να μην τα πηδήξω ξανά όλα. Ήταν ένα διαφορετικό Βερολίνο για μένα φέτος, στο έγραψα και στην αρχή Μπερλινολόγιο μου κι ευχαριστώ από το πιο αθώο κομμάτι της καρδιάς μου όσους με βοήθησαν να το ζήσω έτσι (και με άντεχαν κάθε βράδυ να δακρύζω μπροστά στην προοπτική επανεφεύρεσης της ομορφιάς). Misirlou Bar, Νικόλα, Χαρούλη, Μπέρτα, και πολλοί άλλοι, σας κουβαλάω σε ότι μπορεί να είναι ακόμα παλλόμενο μέσα μου. Aυτό που εσείς καταφέρατε να μου βγάλετε στην επιφάνεια ξανά. Επαναπροσδιορίζοντας το τι τελικά είναι πάρτι. Η αγάπη και μερικά άλλα πράγματα.

 

 


Α ΝΑΙ, ΚΑΙ ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ…

  • Χρυσή Αρκούδα στο “Ταξί” του Ταφάρ Παναχί.
  • Ασημένια Αρκούδα Μέγα Βραβείο της κριτικής επιτροπής στο “El Club” του Πάμπλο Λαρέν
  • Ασημένια Αρκούδα Alfred Brauzer Prize (απονέμεται σε ταινία που ανοίγει νέες προοπτικές) στο “Ixcancul” του Γιαιρό Μπουσταμάντε.
  • Ασημένια αρκούδα καλύτερης σκηνοθεσίας στους Radu Jude για το “Aferim” και Μαλγκορζάτα Σζουμόφσκα για το “Body”.
  • Aσημένια Αρκούδα καλύτερης γυναικείας ερμηνείας, στη Σαρλότ Ράμπλινγκ για το “45 Years”,
  • Ασημένια Αρκούδα καλύτερης αντρικής ερμηνείας, στον Τομ Κουρτενάρι για το “45 Years”.
  • Ασημένια Αρκούδα καλύτερου σεναρίου στο “Εl Boton de Nacar” του Πατρίτσιο Γκούτζμαν,
  • Ασημένια Αρκούδα καλλιτεχνικού επιτεύγματος στην κάμερα των Στούρλα Μπραντθ Γκρόβλεν για τη “Victoria” και των Εβγκένι Πρίβιν και Σεργκέι Μικαλτσούκ για το Pod Electricheskimi Oblakami.