Η Φανή, πολύ νέα στη ζωή και πολύ καινούργια, του κουτιού στην δουλειά της γραφής, θαύμαζε πάντα της, την Λίνα Νικολακοπούλου. «Γιατί δε της ζητάς συνέντευξη;» της είπε η Τσόλκα ένα απόγευμα, βαριεστημένη από κυνικό πια κορεσμό. «Μα; Έμενα; Γιατί να μου δώσει; Η Νικολακοπούλου; Σιγά;». Μετά άρχισε και το δούλευε στο νουhttps://www.provocateur.gr/admin/articles/edit/6193?focus=title της, πως στο κάτω κάτω, η Νικολακοπούλου ζωγραφίζει το κενό με λέξεις, παίρνει βαθιά ανάσα, βουτάει μέσα του, χάνεται και βρίσκεται ξανά, αν όχι αυτή, τότε ποια θα άνοιγε τα χαρτιά της σε μια εννοιολογική και εύηχη μπιρίμπα – συζήτηση, με νέους, ανόθευτους και ορμητικούς ανθρώπους;

Η Φανή βρήκε το τηλέφωνο της κι άρχισε να της τηλεφωνεί ξανά και ξανά. Τρία τηλεφωνά την ημέρα την έπαιρνε για μήνες! Της έστελνε μηνύματα! Μια φορά, έξω από ένα θέατρο, είδε την Νικολακοπούλου στο περίπτερο να παίρνει, βιαστικά ρέστα. Της φώναξε από πίσω σαν να ζήταγε λίγο πριν το πνιγμό να της ρίξει η στιχουργός σωσίβιο από λέξεις και να σωθεί. Πετάχτηκε η Λίνα λαχταρισμένη, της πέσανε και τα ψιλά, σκύψανε και οι δυο μαζί να τα πιάσουν! Τελικά, την έδωσε την συνέντευξη! Πόσο να αντέξει στις επιθέσεις θαυμασμού μια αποφασισμένης Φανής πια! Και έτσι, ενάμιση χρόνο πριν, η Φανούλα γράφει, ενθουσιασμένη, μαγεμένη και απόλυτα ικανοποιημένη που τα κατάφερε:

«ΠΟΙΑ: Η γεννημένη ποιήτρια, Λίνα Νικολακοπούλου! ΠΟΥ: Στο σπίτι της στο Γκάζι! ΠΟΤΕ: Λίγο πριν το χάραμα, όταν οι σιωπές μακραίνουν! ΠΩΣ: Με τον παραδοσιακό χειρόγραφο τρόπο! ΓΙΑΤΙ: «Ν’ ανοίξω τα κλειδωμένα δωμάτια της ψυχής μου…»…

 

 

Τι απ’ όλα είναι η Λίνα Νικολακοπούλου; Στιχουργός, ποιήτρια, καλλιτέχνης, μουσικός; «Ούτε ξέρω, ούτε και θέλω να μάθω. Νομίζω μια κεραία ευαίσθητη στα σήματα είμαι. Παίρνω τις πληροφορίες και κάνω έναν λόγο στον οποίο ο άλλος μπορεί να καθρεφτίσει τον εαυτό του, ολόκληρη τη ζωή του. Κάθε εποχή δίνει σήματα αλλά σήμερα τα σήματα αυτά είναι πιο μπλεγμένα. Η πληροφορία πιο πλανητική, ο καταιγισμός μεγάλος και τα θέματα μαγειρεμένα. Γι’ αυτό πρέπει κανείς σήμερα να κοιτάει πάντα πίσω από αυτό που του λέγεται…»

Οι καλλιτέχνες αγαπούν τα δημιουργήματά τους περισσότερο από τον ίδιο τον άνθρωπο; «Δεν μπορούμε να έχουμε την απαίτηση ο “Καλλιτέχνης” να είναι και “Άνθρωπος”. Το ζητούμενο είναι να έχουν ανθρωπιά αλλά αυτό είναι θέμα χαρακτήρα. Και ο χαρακτήρας κάθε ανθρώπου είναι το τιμόνι του. Το πρόβλημα ξέρεις που αρχίζει; Όταν αγαπάμε πολύ τον εαυτό μας και δεν αφήνουμε χώρο στον άλλον άνθρωπο…».

 

 

Βλέποντας με τη διορατική ματιά του καλλιτέχνη, τι εικόνες κυριαρχούν στο μέλλον; «Δεν πρέπει να φοβόμαστε την αλλαγή… Ας δούμε αν αυτό που μας χορηγείται -είτε λέγεται διευκόλυνση ζωής είτε επικοινωνιακή διευκόλυνση- την ίδια ώρα μας δεσμεύει, μας μικραίνει. Ο άνθρωπος δεν αντέχει να πονά. Οτιδήποτε λοιπόν, τον κάνει να μην πονά, το επιθυμεί. Ό,τι όμως, δεν πονά, μπορεί να μην είναι ζωντανό. Με άλλα λόγια, βλέπω ότι οι άνθρωποι θα δώσουν μάχη πάλι για την ελευθερία τους. Η ελευθερία όμως, θέλει συνέχεια υπεράσπιση, δεν είναι μόνο μια μάχη. Όπως και η ευγένεια, η φιλία, ο έρωτας. Δεν είναι κάτι που νίκησες μια φορά και τελείωσε. Θέλει συνέχεια προσοχή, αγώνα, φροντίδα».

Πόσο ελεύθεροι είμαστε σήμερα; «Μπορεί να μην καταφέρεις σε μια ολόκληρη ζωή να νιώσεις ελεύθερος. Είναι δύσκολο πράγμα η ελευθερία. Αποτελούσε μονίμως ένα ζητούμενο για τον άνθρωπο. Για να είσαι απόλυτα ελεύθερος πρέπει να είσαι πάρα πολύ ώριμος μέσα σου, χρειάζεται να υπάρχει μια σταθερά. Για παράδειγμα, ο ήλιος να βγαίνει το πρωί και να δύει το βράδυ. Όπως και οι ναυτικοί όταν φεύγουν, τους κρατάει το ότι θα επιστρέψουν. Και εκεί έρχονται οι πολιτικοί και όλο το παιχνίδι που παίζει η εκάστοτε εξουσία. Έχουν καταλάβει πως αν πουν στον κόσμο ψέματα, πως όλα κυλούν σταθερά, τότε εκείνος θα φρονιμέψει. Για την εκάστοτε εξουσία ο άνθρωπος είναι μωρό: Πρέπει πάντα να του λένε κάτι για να κάθεται φρόνιμα… Ως λαός μοιάζουμε με παιδιά που δεν ξέρουμε ακόμη τι θα γίνουμε όταν μεγαλώσουμε. Όλο το στρίμωγμα έγινε στην προσπάθεια να μοιάσουμε στην Ευρώπη, από το 1821 ακόμη, μόλις ανεξαρτητοποιηθήκαμε. Είμαστε μια καλότυχη χώρα, ο ήλιος και η θάλασσα είναι τα προικιά μας. Είδαμε και πάθαμε να καταλάβουμε ποιοι είμαστε. Να κερδίσουμε τον διαφωτισμό που δεν είχαμε. Είμαστε πιο ελεύθεροι στον νου από πολλές χώρες της Δύσης και της Ανατολής, απλώς πρέπει να δούμε πιο είναι το όνειρό μας…».

 

 

 Κλείνοντας τα μάτια, ποια Ελλάδα ζωγραφίζετε στο σκοτάδι; «Η δική μου Ελλάδα θα μπορούσε κάθε στιγμή του χρόνου να γοητεύει τρομερά. Θα γκρέμιζα πολλά άσχημα πράγματα. Στις ωραίες μας περιοχές, εκεί που η φύση είναι καλλονή, αν μπορούσα θα γκρέμιζα πολλά, να κερδίζει η ομορφιά. Θα έλεγα ότι αν ήμασταν έξυπνοι, θα μπορούσαμε να είμαστε το καλύτερο spa του κόσμου και επίσης να είχαμε την ωραιότερη Τέχνη του κόσμου, την πιο πρωτοπόρα. Θα μπορούσε η Ελλάδα να είναι μια γενέτειρα ζωντανή με δέκα χιλιάδες χρώματα. Να είναι ένα προϊόν εξαγώγιμο. Και δεν είμαι ρομαντική που το λέω, το πιστεύω. Και θέλω στο σημείο αυτό να δηλώσω κάτι: “Δεν απελπίζομαι με τα χάλια μας”. Δεν απελπίζομαι γι’ αυτόν τον τόπο, δεν απελπίζομαι για τα παιδιά που έρχονται πίσω από εμάς. Θα είναι δυνατά παιδιά, θα δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους. Θα πέσουν, θα στενοχωρηθούν, θα σηκωθούν, θα φύγουν, θα πετύχουν όμως, κάτι. Πιστεύω ότι η Ελλάδα είναι αγάπη. Αν δεν την αγαπάς, δεν μπορείς να την αντέξεις…»

 

Τελικά ο Έλληνας έκρυβε τόσο φασισμό μέσα του; «Ο Έλληνας δεν έχει φασισμό μέσα του. Φόβο έχει. Και τεμπελιά. Η αγανάκτηση έχει φτάσει πάνω από το κεφάλι του γι’ αυτό που ψήφισε και δεν έχει τρόπο να αντιδράσει. Κατέβηκε στον δρόμο και του ρίξανε χημικά. Γεράσαμε κιόλας, δεν είμαστε λαός νεαρός. Καταντήσαμε να κάνουμε τους συνταξιούχους, παροπλισμένους. Σκεφτόμαστε ότι “αφού εσύ κύριε πολιτικέ, δημοκράτη, προοδευτικέ με βγάζεις τρελό, θα σε τιμωρήσω και θα πάω να προσκολληθώ σε κάποιον που μου αγοράζει ένα γιαούρτι ή θα μου πει “παππού θα σε πάω εγώ στην τράπεζα”. Συν ότι υπάρχει μια διαστροφή της έννοιας του τι είναι πατριωτισμός. Δεν έχουμε φασισμό, είναι λάθος αυτή η λέξη. Δεν έχουμε κουράγιο και θάρρος να αντιμετωπίσουμε το λάθος μας. Να πούμε όλοι μαζί “καλά βολευτήκαμε τόσα χρόνια”, όχι με πολλά λεφτά αλλά με έλλειψη αξιοπρέπειας. Δηλαδή λερωθήκαμε όλοι για πέντε φράγκα. Γι’ αυτό είμαστε αυτή τη στιγμή σαν παράλυτοι. Είναι ανελέητο αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα, θα έλεγα πως πρόκειται μια “πυρηνική γενοκτονία”. Σκοτώνουν ό,τι βρουν… Βλέπω τον φόβο και την ερημιά των ανθρώπων. Ακούω για σωτήρες. Εμένα με φοβίζουν, δεν μου κάνει κανείς τους. Κανένας τους δεν θα μας σώσει… Πρέπει να πάρουμε την απόφαση και να ‘πούμε “Κοιτάχτε Κύριοι δεν εκχωρώ την ελευθερία μου σε κανέναν σας. Ούτε το όνειρό μου, ούτε το αύριό μου. Θα σας δοκιμάσω και αν δεν μου κάνετε θα πάτε από εκεί που ήρθατε”. Διότι για τους πολιτικούς, δεν είναι καθόλου το ζήτημά τους η Ελλάδα. Αν γυρίσουμε πίσω στην Ιστορία, λίγοι αγαπούσαν την Ελλάδα και τους Έλληνες -γιατί αυτά τα δυο πάνε πακέτο. Για να αγαπήσεις όμως, τους Έλληνες πρέπει να μπεις στον κόπο να τους καταλάβεις».

Η ελπίδα να ξεφύγουμε από το σύστημα κρύβεται μόνο στην Τέχνη; «Η Τέχνη σου θυμίζει, σε πονάει, σε ενθουσιάζει, σου δίνει το όνειρο. Δεν είναι εύκολα προσβάσιμη η Τέχνη και, για να το πω αλλιώς, “δεν συμφέρει”, γιατί ξυπνάει. Δεν συμφέρει ούτε το marketing ούτε ολόκληρο το σύστημα, ελληνικό και ξένο. Η Τέχνη φυτρώνει εκεί που δεν κοιτάμε. Το θέμα είναι να προλάβεις να πάρεις μια μυρουδιά. Από εκεί και πέρα ο κόσμος θέλει και να γελάσει, να ξεσκάσει, να ψυχαγωγηθεί, δεν μπορεί να κοιμάται συνέχεια με τον Σαίξπηρ στο προσκέφαλο. Απλά πρέπει και ο κόσμος να στηρίξει λίγο τα παράθυρά του…».

 

 

Ποιον ιεροτελεστικό τρόπο ακολουθεί η Λίνα Νικολακοπούλου όταν γράφει; «Ψάχνω πρώτα ποιο από τα είκοσι μολύβια μου θα τραβήξω. Γράφω ακόμη με τον παραδοσιακό τρόπο. Έχω και τάμπλετ και υπολογιστές αλλά πάντα το χαρτί με συγκινεί. Το χαρτί για μένα είναι η πατρίδα μου. Είναι ό, τι για τον χορευτή το πάτωμά του. Είναι πατρίδα, είναι έμπνευση από μόνο του, με προκαλεί… Όπου “χαρτί” μπορεί να είναι ακόμη και η άδεια πλευρά ενός λογαριασμού».

Χωράει ένας μονάχα ορισμός για τη γραφή σας; «Είναι δικιά μου. Έχω την ευτυχία να είναι δικιά μου. Δηλαδή βγήκε μαζί με εμένα από την εφηβεία μου και μετά. Ήταν η μαστοριά μου. Ακόμη μένω άφωνη από την ομορφιά των λέξεων. Λατρεύω και συνεχίζω να θαυμάζω τον ωραίο λόγο, όπου τον δω. Τα απολαμβάνω στο έπακρο, ξεμπερδεύοντας μέσα μου τη δική μου γλώσσα».

 

 

Είναι η έμπνευση σαν έναν εραστή; Έρχεται και φεύγει το ίδιο βράδυ; «Η έμπνευση προαπαιτεί να είμαι εγώ ζωηρή, γεμάτη χαρά και χρώματα. Προσπαθώ να δημιουργώ χωρίς να υπολογίζω την ταλαιπωρία, τις διαλυμένες δισκογραφικές εταιρείες, τα διαλυμένα ραδιόφωνα, την διαλυμένη επικοινωνία του κόσμου. Τα κάνω με την ελπίδα ότι γεννιέται ένα μωρό. Το μωρό όταν γεννιέται -είτε κλαίει, είτε γελάει- θα το ακούσει ο άλλος. Έτσι λοιπόν, τα γεννάω και τώρα τα τραγούδια μου. Έχουν περάσει πολλές στιγμές, μετά από μεγάλες μου επιτυχίες, που δεν ξέρω αν θα μπορέσω να ξανακάνω κάτι ανάλογο. Φοβάμαι, μήπως πάψω να ακούω την καρδιά μου, μήπως επαναληφθώ. Ξέρεις, κάθε φορά δίνεις εξετάσεις: Στην εταιρεία, στους τραγουδιστές, τα κέντρα, τους δημοσιογράφους… Εγώ μια επιθυμία έχω μόνο και έτσι θέλω να τελειώσω: Να γράφω μέχρι να κλείσω τα μάτια μου».

 

 

Ο έρωτας των τραγουδιών σας, τι μορφές έχει;  «Χίλιες δυο μορφές μπορεί να πάρει. Είναι η μαγεία, εκείνη η μαγεία που μπορεί να σου μεταμορφώσει τα πάντα. Μια μεταμόρφωση, που θα σε αναγκάσει να μάθεις τον εαυτό σου, να φύγεις έξω απ’ αυτόν για να γνωρίσεις τον άλλον. Και εκεί αρχίζει η δυσκολία γιατί πρέπει να αντέξεις να είσαι κάτι πέρα από ΄σενα. Όταν είσαι ερωτευμένος, είσαι αληθινά σε άλλη διάσταση. Τον έρωτα τον ζούμε στα μάτια του άλλου. Στην επιθυμία του για εμάς, στο καρδιοχτύπι του, στον σφυγμό του. Είναι ο καθρέπτης αυτού που ονειρευόμαστε να είμαστε ή να ζήσουμε. Είναι σαν το διαστημόπλοιο. Πρέπει να μάθεις να το οδηγείς και να μην χαθείς στο διάστημα. Αυτό που έρχεται μετά, μπορεί να σε φέρει στην πύλη αυτού του μεγάλου πανεπιστημίου που λέγεται αγάπη. Εκεί αρχίζουν τα δύσκολα…»

Συνοψίζοντας, ποιο είναι το μεγαλύτερο μάθημα ζωής; «Έχω πάρει πολλά μαθήματα σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς. Νομίζω όμως, πως είμαι ακόμη μαθήτρια… Το μόνο που κάνω είναι να μην απελπίζομαι, όταν πρέπει να ξαναδώσω ένα μάθημα… Υποφέρουμε οι άνθρωποι όταν θυμόμαστε. Πολλά κομμάτια του εαυτού μας ακόμη δεν έχουμε πάρει το ρίσκο να τα ανακαλύψουμε. Να ανοίξουμε τα κλειδωμένα μας δωμάτια. Να σηκωθούμε μια μέρα και να πούμε “ας στο καλό και όλα που τα κλειδώνω πάλι δεν χωράω…”».