Το Der Tagesspiegel, γνωστή βερολινέζικη εφημερίδα φιλοξένησε τις προηγούμενες ημέρες ένα ενδιαφέρον άρθρο. Αφορούσε στο μέλλον των τοπικών προϊόντων προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης που καθιστούν την Ευρώπη, κι όχι μόνο την Ελλάδα, έναν γαστρονομικό παράδεισο. Σύμφωνα λοιπόν με τους συντάκτες του φύλλου, οι ευρωπαίοι πρέπει να πάψουμε να βλέπουμε τον γευστικό πολιτισμό μας με περιττούς συναισθηματισμούς. Η παρμεζάνα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα κίτρινο τυρί, τα πονηρότατα λουκανικάκια Νυρεμβέργης είναι απλά και μόνο καρυκευμένο κρέας, η φέτα είναι το αλμυρό λευκό τυρί με την υπόξινη γεύση που λατρεύουν όλοι να προσθέτουν στις σαλάτες τους. Η παραγωγή τους, οι άνθρωποι, οι τρόποι, τα τοπία όπου παράγονται όλα αυτά τα καλούδια δεν έχουν καμία πραγματική σημασία και, αν εμείς μέσω αυτών των προϊόντων κρατάμε ακόμα ζωντανή την ιδέα της βουκολικής ζωής και της εθνικής ταυτότητας, τότε ήρθε η ώρα να τιμωρηθούμε γι’ αυτό.
Προς τι όλα αυτά τα τρομολαγνικά, θα αναρωτηθείτε. Η απάντηση συμπυκνώνεται στις λέξεις Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων ή αλλιώς TTIP –για τους μη γνωρίζοντες πρόκειται για μια συμφωνία πακέτο, το μεγαλύτερο εμπορικό ντιλ όλων των εποχών, που θα δημιουργήσει τη μεγαλύτερη ζώνη ελεύθερου εμπορίου στον κόσμο. Η συμφωνία που τελεί υπό διαπραγμάτευση ονομάζεται Διατλαντική διότι περιλαμβάνει και τον Καναδά, ο οποίος διατηρεί σχετική σχέση με τις ΗΠΑ εδώ και μερικούς μήνες.
Η συμφωνία αυτή λοιπόν για να ευοδωθεί απαιτούνται θυσίες. Θυσίες τις οποίες απαιτούν κατά πιεστικό τρόπο η βιομηχανία τροφίμων των ΗΠΑ και οι μεγάλες επιχειρήσεις αγροτικής παραγωγής, οι οποίες λιμπίζονται από καιρό τη φέτα και την παρμεζάνα κι όλα τα άλλα καλά του ευρωπαϊκού κελαριού. Και έτσι άρχισε να πριονίζεται εκ των έσω η νομοθεσία για τα προϊόντα Π.Ο.Π. και να πέφτουν στο τραπέζι ιδέες όπως αυτή του γερμανού υπουργού Γεωργίας Κρίστιαν Σμιτ, ο οποίος διατύπωσε την άποψη ότι ήρθε η ώρα η Ευρώπη να υποχωρήσει.
Η κατάργηση του στάτους αυτών των προϊόντων ως προστατευόμενων σημαίνει φυσικά και το τέλος των κοινωνιών όπου παράγονται. Το γιατί είναι προφανές. Αν κατακλυστεί η ευρωπαϊκή αγορά με «φέτα» προέλευσης Κολοράντο, η οποία θα προέρχεται από ζώα εντατικής εκτροφής και θα παράγεται σε ασύλληπτες για τα ελληνικά μέτρα ποσότητες, η ελληνική φέτα θα αποτελέσει σύντομα παρελθόν. Ο πληθωρισμός της αγοράς θα οδηγήσει σε υποτίμηση της ποιότητας αλλά και της ανταλλακτικής αξίας του προϊόντος με συνέπεια τον οικονομικό αφανισμό των παραγωγών. Η ίδια μοίρα περιμένει τους παραγωγούς της σαμπάνιας, του καμαμπέρ, της ρακής και του ζαμπόν του Μέλανα Δρυμού.
Ένα από τα επιχειρήματα του Κρίστιαν Σμιτ υπέρ της χαλάρωσης των προστατευτικών μέτρων είναι ότι στην πραγματικότητα δεν ανταποκρίνονται στην εικόνα που έχουμε σχηματίσει για αυτά –κάποια εξ’ αυτών παράγονται από πολυεθνικές εταιρείες και όχι από παραδοσιακές οικοτεχνίες όπως θα θέλαμε να φανταζόμαστε. Η αξία τους άρα είναι περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική.
Εκ μέρους μεγάλου μέρους των ευρωπαίων καταναλωτών θα ήθελα να εκφράσω τη διαφωνία μου. Ακόμα και αν τα πάντα δεν είναι άσπιλα και αμόλυντα στην βιομηχανία τροφίμων της Ευρώπης, η πιο μικρή κλίμακα επιτρέπει την επιβίωση πιο μικρών παραδοσιακών και ποιοτικών μονάδων παραγωγής. Και μαζί με την αγροτική οικονομία, επιβιώνουν ένα ολόκληρο σύμπαν γεύσεων, ένας πολιτισμός και μια ταυτότητα. Τη θέλουμε…