Η είδηση της ανακάλυψης των αιμόφυρτων σωμάτων πέντε ανθρώπων, ανάμεσά τους και η οκτώμισι μηνών έγκυος ηθοποιός Σάρον Τέιτ στο σπίτι στη 10050 Cielo Drive Benedict Canyon στα περίχωρα του Λος Άντζελες έσκασε σαν βόμβα στις 9 Αυγούστου του 1969. Οι ώρες που ακολούθησαν καθόρισαν την πορεία της ζωής όχι ενός, όχι δύο, αλλά μιας ντουζίνας και βάλε ανθρώπων. Του Ρόμαν Πολάνσκι, συζύγου της ηθοποιού και πατέρα του αγέννητου παιδιού της, που πληροφορήθηκε τα νέα στην Ευρώπη όπου βρίσκονταν για γυρίσματα, των γονιών και των αδερφών της, των φίλων του ζεύγους –όσων επέζησαν από τη σφαγή- και των δραστών. Μιας ομάδας συγκροτούμενης κυρίως από γυναίκες που περιστοίχιζαν έναν αυτόκλητο Μεσσία, έναν Τσαρλς Μάνσον, άγνωστο ακόμα, ο οποίος πίστευε ότι μερικές καλά σκηνοθετημένες δολοφονίες ευκατάστατων λευκών θα επέσπευδαν το φυλετικό σχίσμα και θα οδηγούσαν σε ευθεία σύγκρουση του μαύρου με τον λευκό πληθυσμό. Όλα αυτά ο Μάνσον τα είχε συνάγει ακούγοντας το «Helter Skelter» του Πολ Μακάρτνεϊ και το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει ήταν ότι θα μπορούσε να ηγηθεί το νέου, «γενναίου» αυτού κόσμου.
Έτσι δραματικά τέλειωσε η ζωή της ηθοποιού που οραματίζονταν να γίνει μια μέρα μια αμερικανίδα Κατρίν Ντενέβ, να παίζει «ρόλους με βάθος και νόημα που απαιτούν ένα ίχνος εξυπνάδας», όπως είχε εξομολογηθεί σε έναν συνεργάτη της. Ήταν μόλις είκοσι έξι χρονών, της έμεναν δύο εβδομάδες για να γεννήσει και είχε προφτάσει να ολοκληρώσει μία τελευταία ταινία το «Thirteen Chairs» με τον Όρσον Ουέλες. Ο άντρας της δεν ήταν κοντά της, γεγονός που την είχε πικράνει ενόψει της γέννησης του παιδιού τους, όμως μαζί της ήταν ο τέως εραστής και μετέπειτα επιστήθιος φίλος της, ο hairstylist των αστέρων, Τζέι Σέμπρινγκ –πάνω του βασίστηκε ο κεντρικό χαρακτήρας της ταινίας «Shampoo» (1975) με τον Γουόρεν Μπίτι.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η Σάρον Τέιτ γεννήθηκε στις 24 Ιανουαρίου του 1943 στο Ντάλας του Τέξας. Ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός και η μητέρα της νοικοκυρά. Μαζί απέκτησαν τρεις κόρες –η Σάρον ήταν η μεγαλύτερη- και έστησαν ένα σπιτικό περιπατητικό, αφού οι διαρκείς μεταθέσεις του πατρός δεν επέτρεπαν στα μέλη της οικογένειας να ριζώσουν πουθενά. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Σάρον, μεγαλώνοντας, ήταν ασυνήθιστα ντροπαλή και κλεισμένη στον εαυτό της. Και το γεγονός ότι όλοι γύρω της σχολίαζαν την εντυπωσιακή ομορφιά της, αντί να απαλύνει τη μελαγχολία της, ενίσχυε το αίσθημα απομόνωσης που την κατάτρεχε.
Το 1960 ήταν μια κομβική χρονιά για την εξέλιξη της δεκαεπτάχρονης έφηβης. Ο πατέρας της μετατέθηκε αιφνιδίως στη Βερόνα της Ιταλίας και η οικογένεια τον ακολούθησε. Εκεί η Σάρον ένιωσε για πρώτη φορά ότι βρίσκεται σε αρμονία με τους ανθρώπους του περιβάλλοντός της. Οι συμμαθητές της στο αμερικάνικο σχολείο στη Βιτσέντζα προέρχονταν όλοι από ανάλογες οικογένειες –η ισχύς εν τη ενώσει. Με τους συμμαθητές της μαζί η έφηβη Σάρον θα παρευρίσκονταν στα γυρίσματα της ταινίας «Adventures of a Young Man» που πραγματοποιούνταν εκείνη την εποχή σε μικρή απόσταση από τη Βιτσέντζα με πρωταγωνιστές τους Πολ Νιούμαν, Σούζαν Στράσμπεργκ και Ρίτσαρντ Μπέιμερ. Ο Μπέιμερ θα την ξεχώριζε ανάμεσα στους δεκάδες αργόσχολους και περίεργους που είχαν συγκεντρωθεί μαγνητισμένοι από τη λάμψη των προβολέων και θα την ενθάρρυνε να ακολουθήσει καριέρα ηθοποιού.
Η εξέλιξή της δεν υπήρξε ραγδαία. Ασήμαντα ρολάκια σε ταινίες που πέρασαν και δεν άγγιξαν, σκέψεις για σπουδές, μετακινήσεις προς τις ΗΠΑ και πάλι πίσω στην Ιταλία. Ο πρώτος κάπως ζουμερός ρόλος ήρθε το 1965 στο «Eye of the Devil» με πρωταγωνιστές τους Ντέιβιντ Νίβεν και Ντέμπορα Κερ. Μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της ταινίας, που της έδωσε για πρώτη φορά την ευκαιρία να κάνει τη γνωριμία το κοινού και των κριτικών, η Τέιτ παρέμεινε στο Λονδίνο για να κυνηγήσει μια παράλληλη καριέρα μοντέλου. Στο Λονδίνο έκανε τη γνωριμία του Ρόμαν Πολάνσκι, ενός νεαρού πολωνού σκηνοθέτη ο οποίος είχε ήδη προκαλέσει αίσθηση με τις πρώτες ταινίες του, ανάμεσά τους και η «Αποστροφή».
Η Τέιτ και ο Πολάνσκι άργησαν να αγαπηθούν. Προηγήθηκαν μερικές αμήχανες συναντήσεις που είχαν ως αποτέλεσμα η Τέιτ να πάρει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Πολάνσκι «The Fearless Vampire Killers». Όμως στο τέλος των γυρισμάτων οι δύο ήταν πλέον ζευγάρι και συγκατοικούσαν στο διαμέρισμα του σκηνοθέτη στο Λονδίνο.
Ο γάμος τους στη βρετανική πρωτεύουσα τον Ιανουάριο του ’68 ήταν η επιτομή του new chic. Εκείνος με εδουαρδιανό ένδυμα, η προσωποποίηση του διανοούμενου δανδή, και εκείνη με λευκό μίνι νυφικό, ένα fashion icon αντάξιο του swinging London. Το ζευγάρι έμεινε για κάποιους μήνες στη Μπελγκράβια στο κέντρο του Λονδίνου όμως αργότερα, την ίδια χρονιά, μετακόμισαν στο Λος Άντζελες, όπου έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό από τη χρυσή μποεμία της εποχής. Οι κολλητοί τους φίλοι ήταν ο Πίτερ και η Τζέιν Φόντα, η Τζόαν Κόλινς, ο Στιβ Μακ Κουίν, ο Γουόρεν Μπίτι, η Μία Φάροου, ο Πίτερ Σέλερς, ο Τζιμ Μόρισον και οι Mamas & Papas. Ανάμεσα στους φίλους τους συγκαταλέγονταν και η Κάντις Μπέργκεν με τον αγαπημένο της, τον μουσικό παραγωγό Τέρι Μέλτσερ.
Το σπίτι του ζεύγους ξεχείλιζε από κόσμο όλες τις ώρες της ημέρας. Άνθρωποι έμπαιναν κι έβγαιναν, ειδύλλια πλέκονταν, ναρκωτικά κυκλοφορούσαν –ο ήλιος στην Καλιφόρνια δεν έδυε ποτέ για τους όμορφους και τους προικισμένους που ένιωθαν απρόσβλητοι και ανίκητοι. Τέτοιο ήταν το σούρτα-φέρτα όμως που ακόμα και η κολλητή φίλη της Τέιτ, η Λέσλι Κάρον, η οποία μετείχε στο πανηγύρι είχε αρχίζει να εκφράζει ανησυχίες. Γύρω από την ευλογημένη αυτή παρέα, ο κόσμος δεν ήταν ούτε τόσο φωτεινός, ούτε τόσο άκακος.
Το ’68 έφερε πολλά στη Σάρον, κάποια καλά και κάποια λιγότερο καλά. Σε επίπεδο καριέρας, τα πράγματα εξελίσσονταν με βραδύτητα. Οι κριτικές για τις, διακοσμητικές κυρίως, εμφανίσεις της ηθοποιού ήταν μέτριες και η μοναδική μεγάλη ευκαιρία πέρασε δίπλα της όμως εκείνη είχε τα χέρια της δεμένα. Ο Πολάνσκι, στην πρώτη ταινία του για αμερικάνικο στούντιο, το «Μωρό της Ρόζμαρι», δεν θέλησε να διακινδυνεύσει τη σχέση του με τους παραγωγούς επιλέγοντας τη γυναίκα του για τον κεντρικό ρόλο. Έτσι, πρωταγωνίστρια χρίστηκε η Μία Φάροου και η Σάρον αρκέστηκε σε ένα ασήμαντο πέρασμα.
Όμως, και σε προσωπικό επίπεδο υπήρχαν προβλήματα. Εκείνη επιθυμούσε έναν πιο κανονικό γάμο ενώ εκείνος ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει να έχει σχέσεις και με άλλες γυναίκες. Το που θα οδηγούσε αυτό, κανένας δεν θα μάθει. Η Τέιτ πάντως έλεγε αναφερόμενη στη σχέση της με τον Πολάνσκι: «Η συμφωνία μας είναι ότι εκείνος θα παριστάνει τον πιστό κι εγώ θα παριστάνω ότι τον πιστεύω».
Τέλος του ’68 η ηθοποιός έμεινε έγκυος. Για να προετοιμάσει το έδαφος για τον γιο που θα έρχονταν, το ζεύγος μετακόμισε στο σπίτι της 10050 Cielo Drive στο προάστιο Benedict Canyon, όπου πίστευαν ότι θα είχαν μεγαλύτερη άνεση και ησυχία. Το σπίτι το γνώριζαν αφού εκεί κατοικούσαν πριν από αυτούς η Κάντις Μπέργκεν και ο Τέρι Μέλτσερ. Επίσης, έσπευσαν να εκπληρώσουν όλες τις ανειλημμένες υποχρεώσεις τους ώστε να είναι στη βάση τους για τον ερχομό του μικρού.
Η Σάρον Τέιτ προσπάθησε λίγο παραπάνω από τον άντρα της. Η ξανθιά καλλονή δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί στο πλατό με τουρλωμένη κοιλιά γι’ αυτό και ξεμπέρδεψε νωρίς-νωρίς. Ο Πολάνσκι πάλι καθυστερούσε. Βρίσκονταν στην Ευρώπη για γυρίσματα και, θα επέστρεφε την τελευταία στιγμή.
Στις 8 Αυγούστου το βράδυ η Τέιτ δείπνησε στο αγαπημένο εστιατόριό της, το El Coyote, με τον Σέμπρινγκ, τον πολωνό συγγραφέα και φίλο του Πολάνσκι, Βόιτσεκ Φρικόφσκι, και την σύντροφό του Άμπιγκεϊλ Φόλτζερ. Μαζί επέστρεψαν στο σπίτι.
Το πρωί τα άψυχα σώματά τους βρέθηκαν από την οικιακή βοηθό του ζεύγους. Η Τέιτ είχε δεχτεί δέκα έξι μαχαιριές, οι πέντε θανατηφόρες. Με μια πετσέτα βουτηγμένη στο αίμα της οι δολοφόνοι είχαν γράψει στην είσοδο του σπιτιού τη λέξη Pig (γουρούνι). Ένας πέμπτος νεκρός που βρέθηκε στο οικόπεδο, σκοτωμένος από πυροβολισμό μέσα στο αυτοκίνητό του, ο δεκαοκτάχρονος Στίβεν Πάρεντ, αποδείχθηκε πως είχε επισκεφτεί λίγο πριν από τα μεσάνυχτα τον επιστάτη του σπιτιού που ζούσε σε ένα βοηθητικό οίκημα σε μικρή απόσταση. Η κακή τύχη του τον έφερε εκείνη τη νύχτα αντιμέτωπο με τους δολοφόνους την ώρα που έφευγε.
Η Σάρον Τέιτ στη σύντομη ζωή της δεν είχε προλάβει να δημιουργήσει ούτε (πολλούς) φίλους, ούτε εχθρούς. η δημοσιότητα που είχε πάρει το όνομά της ήταν περιορισμένη και επικεντρώνονταν κυρίως στην εμφάνισή της. Δύσκολα θα βρει κανείς εκτενή αναφορά σε εκείνη σε περιοδικά και εφημερίδες πριν από τη μοιραία εκείνη βραδιά.
Την 9η Αυγούστου του ’69 όμως τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Το όνομα της Τέιτ –και από δίπλα του Πολάνσκι- ήταν πρωτοσέλιδο ανά την υφήλιο. Κάτω από τους πηχιαίους αναπτύσσονταν τα πιο απίθανα σενάρια: Σατανιστικές τελετές, σεξουαλικά όργια και τόνοι λάσπης προ πάσα διεύθυνση. Το όνομα της Σάρον Τέιτ βρίσκονταν στο στόμα όλων για λόγους που ουδεμία σχέση είχαν με τον βίο και την ιστορία της συγχωρεμένης.
Ο Πολάνσκι αργότερα ομολόγησε ότι το διάστημα που ακολούθησε τον θάνατο της γυναίκας του τον έφερε στο χείλος της παράνοιας –και πέρα από αυτό, λένε άλλοι. Σύμφωνα με δηλώσεις του, υποψιάζονταν τους πάντες, ακόμα και τους πιο κοντινούς του ανθρώπους. Οι αρχές από την πλευρά τους αποδεικνύονταν ανίκανες να δώσουν μια ικανοποιητική απάντηση στα ερωτήματα: Ποιος και γιατί;
Την απάντηση τελικά την έδωσε ένα τυχαίο γεγονός. Τον Νοέμβριο μία Σούζαν Άτκινς που είχε συλληφθεί για κλοπή αυτοκινήτου ξεφούρνισε σε συγκρατούμενή της ότι εκείνη είχε σκοτώσει την ηθοποιό. Από εκείνο το σημείο άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι της παράνοιας που κινούσε τον Μάνσον και την παρέα του. Πέντε άτομα συνελήφθησαν τελικά: Ο αρχηγός Τσαρλς Μάνσον, ο Τσαρλς «Τεξ» Γουότσον, η Πατρίσια Κρενγουίνκελ, η Λίντα Καζάμπιαν και φυσικά η Άτκινς.
Τα όσα συνέβησαν προ και κατά τη διάρκεια της δίκης φτάνουν για να γραφτεί βιβλίο. Σημασία έχει ότι, όπως προέκυψε, την επόμενη της δολοφονίας της Τέιτ, η συμμορία είχε δολοφονήσει ένα ζευγάρι επιχειρηματιών και ότι επέλεξαν το συγκεκριμένο σπίτι κατόπιν εντολής του Μάνσον ο οποίος μισούσε τον Μέλτσερ, τον μουσικό παραγωγό που έμενε εκεί μαζί με την Κάντις Μπέργκεν, επειδή είχε απορρίψει το ντέμο που του είχε στείλει.
Οι πέντε κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε θάνατο, ποινή που αργότερα μετατράπηκε σε ισόβια. Όσο για την Τέιτ, θα παραμείνει για πάντα ένα αίνιγμα. Όχι για εκείνα τα οποία έπραξε αλλά για εκείνα που θα μπορούσε να έχει πράξει τα οποία ποτέ δεν θα μάθουμε.