Φώτα, κόκκινη αυλαία, βελούδινα καθίσματα, πολυέλαιοι, πολυτέλειες, ωραία κορίτσια, φτερά και πούπουλα, στρας, παγιέτες, απλές χάντρες και χαντροπούλιες, μεγάλοι πρωταγωνιστές. Σου λέει, η Ζαζά Μπριλάντε, η Μάγια Μελάγια, η Σωτηρία Ιατρίδου, η Ρένα Ντορ, μετά, η Σπεράντζα Βρανά, ο Κυριάκος Μαυρέας, ο Βασίλης Αυλωνίτης, η Γεωργία Βασιλειάδου, ή ο Μηλιάδης, ο Στολίγκας, ο Φέρμας και ο Ζερβός, η Σαπουντζάκη, πιο πριν τα Καλουτάκια, η Βέμπο, ο Ορέστης Μακρής. Και χοροί, τραγούδια σουξεδάκια και διαχρονικές σουξεδάρες, νούμερα μιλητά, κουβεντιαστά, για έναν, ή για δύο.

 



Και Περοκέ και Ακροπόλ και απ’ έξω, φανταχτερά: Επιθεώρησις. Είδος αυστηρά ελληνικόν! Ούτε καμπαρέ, ούτε μιούζικαλ! Είδος αυστηρά πολiτικόν! Δική μας εθνική θεατρική πατέντα. Η λάμψη, να μπερδεύεται με τα πολιτικά φρονήματα, τους παρακρατικούς, τις επαναλαμβανόμενες οικονομικές κρίσεις, τις εθνικές καταστροφές, τις χαμένες ζωές, τους πολέμους, τα πυροβολημένα όνειρα, τους εθνικούς διχασμούς, τις μεγάλες αδικίες. Οι πούλιες να βάφονται με αίμα, οι ηθοποιοί να διώκονται, η πείνα, τα χρέη, η Κατοχή, η ελευθερία και από που και μέχρι που και η πούλια και η χάντρα και η φόδρα η φθαρμένη, να παίρνουν το δρόμο, να γίνονται μπουλούκια, παραγνωρισμένα, απαξιωμένα ακόμα και σήμερα και να κυνηγούν το όνειρο σε λασπωμένα επαρχιακά μονοπάτια. Θεατρίνοι, ηθοποιοί, τσιγγάνοι της ψευδαίσθησης, μάγοι της φαντασίωσης, που να ξεχνιέται η πείνα. Λένε, βέβαια, οι φήμες και οι ιστορικοί για αυτά. Λένε, γιατί…

 



Eγώ ανήκω σε μια γενιά – χαμένο κρίκο της επιθεώρησης, που ούτε το τελευταίο σπαρτάρισμα της στο Άλσος Παγκρατίου δεν έζησε. Χλιαρή γενιά, αμερικανοθρεμμένη, με άλλοθι την κομψή Ευρώπη του αλαζονικού κέντρου της και του παγωμένου βορρά της, γενιά, κάποτε,  καλοζωισμένη, καθόλου προπονημένη για τα ζόρικα! Τα φτωχικά! Τα όσα δε θα ερχόντουσαν ποτέ και να όμως, που ήρθαν! Και τώρα; Ψάχνουμε αναφορές της, σανίδες σωτηρίες στο κοινό πόνο και την κοινή αγωνία. Ψάχνουμε να βγάλουμε την γλώσσα κοροϊδευτικά, στην Εξουσία, που μας διέσυρε την αθωότητα μας.

Αναζητούμε εκείνο το γέλιο το αναπάντεχο, το από καρδιάς, το ηχηρό, το κακαριστό για να τ’ ακούσει το κακό και να τρομάξει, να σηκωθεί να φύγει. Και δίνουμε ραντεβού, στην λυτρωτική, στην αναιδή, στην αθυρόστομη, στην βωμολόχα, την απρόβλεπτη επιθεώρηση! Να συναντηθούμε στη κοροϊδία της, στο κράξιμο, στην πρόκληση, στον κοινό πόνο, στην συμπόνια, στην αγάπη του δεν είμαστε μόνοι αλλά πολλοί. Και νιώθουμε το ίδιο. Τώρα. Γιατί κάποτε ήταν για μας η επιθεώρηση  μόνο ο απόηχος, κάποια τραγούδια –αυτό το μάμπο, ακόμα μας δίνει στυλ- οι επιστημονικές αναφορές στην σημαντική της, τα ευτελισμένα, ντροπιαστικά υποπροϊόντα της και πάνω απ’ όλα οι ιστορίες της…
 


 
Ήταν, λέει πάλι, 1932. Η τελευταία χρονιά του Ελευθερίου Βενιζέλου, στην εξουσία. Ο λαός αντιμετώπιζε τεράστια οικονομική κρίση. Πείναγε. Φορολογούνταν. Ώσπου κηρύχτηκε χρεοκοπία! Οι εξουσιαστές του και οι πολιτικοί του ήταν μπλεγμένοι σε σκάνδαλα και η σκανδαλολογία, κυριαρχούσε στις εφημερίδες όπου κάτι ταλαίπωροι δημοσιογράφοι έκαναν τη δουλειά τους και κυρίως έκαναν ισχυρούς εχθρούς. Στο Περοκέ, ο κόσμος όμως, έτρεχε να ακούσει τα νούμερα, που κάθε μέρα σχεδόν ανανεώνονταν και να ξεφωνίζουν τους πολικούς, στην «Κατεργάρα». Μεγάλη επιτυχία έκανε ο 27χρονος Βασίλης Αυλωνίτης, με το νούμερο του «απ’ τους πολιτικούς βγήκαν τα κολοκύθια». Μίλαγε για τα σκάνδαλα, έλεγε ονόματα, κυρίως τα βάζε με έναν υπουργό, τον Γαλόπουλο και το «σκάνδαλο της κινίνης». Μέσα φώτα και λούσα και καταγγελτικά αστεία, ικανά να ρίξουν κυβερνήσεις. Έξω; Σκοτάδια, παρακράτος και αιώνιοι Εφιάλτες – Κοτζαμάνηδες με το φόνο στα μάτια.

Πρώτη σειρά στο νούμερο του Αυλωνίτη, κάθονται οι τέσσερις άντρες. Απ την πρώτη σειρά, σηκώνονται και ανεβαίνουν στην σκηνή. Το όπλο, πριν καλά κρυμμένο, στοχεύει τον ηθοποιό στο κεφάλι. Ρόπαλα σπάνε τη σκηνή. Ο κόσμος χειροκροτάει. Λέει στο νούμερο θα ναι! Ένας 35χρονος, άντρας, τεχνικός, ο Παναγιώτης Μωραΐτης, βγαίνει να δει τι γίνεται στη σκηνικό. Ο Αυλωνίτης σκύβει και τρώει αυτός την σφαίρα, μοιραία, να κάνει αυλαία στην ζωή του. Οι τέσσερις πυροβολούν πια τύφλα. Το κοινό ουρλιάζει και σπρώχνεται προς την έξοδο. Ο Αυλωνίτης συγκλονίζεται. Χάθηκε μια ζωή και φταίει, λέει. Δε θέλει να ξανανέβει στην σκηνή. Η επιθεώρηση είναι χαρά και γέλιο, όχι θάνατος, όχι αιματοβαμμένη η αυλαία της. Οι συλλήψεις αργούν. Το κουτί της Πανδώρας ανοίγει, στα δικαστήρια και δεν έχει στο βάθος του, δώρο στους ανθρώπους, ελπίδα, αλλά μόνο φόβο. Σχέδια δολοφονιών, λίστες με ονόματα, ηθοποιοί, διευθυντές εφημερίδων, οι ταλαίπωροι δημοσιογράφοι που λέγαμε πιο πάνω, διανοούμενοι. Δυο αθωώθηκαν και δυο δικάστηκαν για εφτά χρόνια. Βγήκαν νωρίτερα…
 

 


Η επιθεώρηση είναι πάντα πρωτότυπη αλλά το παραπάνω έργο εμείς το χουμε ξαναδεί! Παίζεται και ξαναπαίζεται με ανανεωμένο κοινό για πολλές παραστάσεις. Και η επιθεώρηση να ναι κι άλλα! Να ναι το σεξ! Ατόφιο. Το υλικό για αντρική φαντασίωση και τη χαρά της εκτόνωσης. Ένα απόγευμα, πριν χρόνια, ο Τόλης Βοσκόπουλος, μου λέγε: «Αν δεν έχεις δει, την Σπεράντζα Βρανά στην σκηνή, στην επιθεώρηση, δε μπορείς να καταλάβεις. Έβγαινε και τρίζανε τα σανίδια. Έσπαγαν καρδιές. Δεν μπορείς να καταλάβεις! Δεν υπήρχε εκεί πάνω, λουσμένη απ τα φώτα, εκτεθειμένη στα βλέμματα, άλλη τέτοια γυναίκα στο κόσμο όλο. Όλα πάνω της ήταν πειρασμός. Μόλις πατούσε στην σκηνή σου λέω! Έρχονταν στην απογευματινή, οι φαντάροι που είχαν έξοδο εκείνη την ώρα. Στριμώχνονταν ο ένας, πλάι στον άλλον. Έβγαινε η Σπεράντζα στην σκηνή και ακούγονταν τα βογγητά τους, χάνονταν τα χέρια στα χακί καβάλα, μετριόντουσαν οι στεναγμοί της ανακούφισης. Πριν την άλλη παράσταση, οι καθαρίστριες είχαν διπλή δουλειά. Περνάγανε με χλωρίνη τα καθίσματα. Αλλά τι σου λέω! Που να καταλάβεις, αν δεν έχεις δει»… ξέρω, ξέρω, σε χλιαρή γενιά, εγώ και πάλι κύριε Βοσκόπουλε!  

 



«Η κυρία επιθεώρηση», δηλαδή, η θεατρίνα – σύμβολο Άννα Καλουτά, που μαζί με την αδελφή της, Μαρία, πρωταγωνιστούν στις επιθεωρήσεις, πριν πουν ολόκληρο το «μαμά» και το «μπαμπά». Μικρασιάτικες καταστροφές, ξεριζωμοί, ελληνοιταλικός πόλεμος, Κατοχή, η Άννα στην αντίσταση. Η Άννα να αλλάζει νούμερα κάθε μέρα, να κάνει σουξέ, να τρέμει η πλατεία, απ αυτό το αλλοτινό παιδί θαύμα που έγινε μια γυναίκα θαυμάσια! «Εμείς πάνω απ τη σκηνή, περνούσαμε τα δικά μας μηνύματα. Μηνύματα ελπίδας και αισιοδοξίας. Κάθε φορά που μαθαίναμε πως πήρανε την Κορυτσά, το Τεπελένι, το Αργυρόκαστρο, βγαίναμε στην σκηνή και μαζί με τον κόσμο τραγουδούσαμε τον Εθνικό μας Ύμνο. Αξέχαστες συγκινητικές στιγμές.

Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί, αργότερα, που βρίσκονταν μέσα στο θέατρο δεν τολμούσαν να πουν τίποτα. Χειροκροτούσαν και αυτοί. Τόσος ήταν ο ενθουσιασμός μας, που δεν τολμούσαν να μας σταματήσουν. Βέβαια όλα ήταν επικίνδυνα. Στο δρόμο υπήρχε συσκότιση και έπρεπε να έχουμε φτάσει στο σπίτι μας, μέχρι τις 11. Ξεκινούσαμε απ το θέατρο και πηγαίναμε στην πλατεία Αμερικής. Μαζί μας ερχόντουσαν ο Αυλωνίτης και η Βασιλειάδου, αλλά εκείνοι έμεναν ακόμα πιο μακριά. Τέρμα Πατησίων. Κάθε βράδυ, αγωνιούσαμε, όλοι μαζί, αν θα φτάσουμε στα σπίτια μας, ζωντανοί».  Θυμόταν η «Κυρία Επιθεώρηση» για κοινές τις μέρες τις ανελέητες, τις σκληρές, τις απάνθρωπες, με τη μαύρη σκιά του θανάτου, να σημαδεύει μέτωπα ελλήνων. Και ο μόνος τρόπος διαφυγής να ναι το θέατρο, να ναι η επιθεώρηση.


 



Τότε! Και η Ελλάδα, καραβάκι στον ωκεανό της Ιστορίας, να λατρεύει τα ινδάλματα της, να αγιοποιεί τα ερωτικά της πλάσματα, να γελάει σε πλατειές θεάτρου, να μαθαίνει τα τραγούδια. Το ιερό τέρας, η Καλουτά, θυμάται στην αυτοβιογραφία της, πως η Βέμπο βαφτίστηκε τραγουδίστρια της Νίκης και ήταν καλλονή, αλλά ζήλευε το Ρενάκι. Η Βλαχοπούλου στα χρόνια του ελληνοϊταλικού πολέμου, είχε έρθει απ την Κέρκυρα στην Αθήνα και έπαιζε στην ίδια επιθεώρηση και ήταν ένα «κουκλάκι, ένα μελανουράκι». Και αλλού παραδέχεται: «Τι να θυμηθώ; Πρεμιέρες, καρδιοχτύπια, χειροκροτήματα, πολέμους, εμφυλίους, δικτατορίες, έρωτες, χωρισμούς, θανάτους, ταξίδια; Μια ζωή γεμάτη! Μια ζωή πάνω στην σκηνή! Μια ζωή θέατρο». Μια ζωή επιθεώρηση. Εκείνοι επάνω στην σκηνή, φάροι και εμείς από κάτω, μπας και αποφύγουμε την ξέρα…


 


Λίγο πιο κει απ τα στέκια του μουσικού θεάτρου, της επιθεώρησης, οι αστοί. Το Εθνικόν Θέατρο ή Βασιλικον Θέατρο, μη ξεχνιόμαστε. Αριστοκρατία, κλασσικισμός, υψηλό θέατρο. Σαν από άλλον και για άλλον λαό. «Εγώ πήγαινα και την έβλεπα την Παξίνου, ο κόσμος να χαλάσει, κάθε σεζόν» μου είπε κάποτε η Βρανά. Μανούλα στους διχασμούς η ράτσα μας, χώρισε και τους καλλιτέχνες της!

Κάποτε –πάλι «λέει»- ο Αυλωνίτης,  πρωταγωνιστής της επιθεώρησης αυτός, θα συναντιόταν για το σινεμά, με την Μαίρη Αρώνη, μεγάλη κυρία του θεάτρου πρόζας, του Εθνικού μας θεάτρου. Απ το πρωί, στο πρώτο γύρισμα είχε αρχίσει την γκρίνια. «Και τις ξέρω εγώ αυτές τις κυρίες! Και θέλουν τα κυρία Αρώνη μου και τα κυρία Αρώνη μου! Και θέλουν τα χειροφιλήματα και δως του να σκύβω εγώ την μέση μου, ματς και μουτς!». Αργούσε η Αρώνη, μανούριαζε ο Αυλωνίτης. «Ε, βέβαια, αργούν κιόλας οι κυρίες. Του Εθνικού αυτές, βλέπεις! Και θα πρέπει και να σκύψω να της φιλήσω το χέρι και να τα ματς μουτς. Ε! Όχι κυρία μου! Μας στήνετε, λες και είστε η βασίλισσα της χώρας, θέτε χειροφιλήματα από πάνω». Κάποια στιγμή, φτάνει πληθωρική, υπέρκομψη, σαρωτική η Μαίρη Αρώνη, με, πραγματικά, μεγάλη καθυστέρηση. Μες στα αρώματα, το κομψό ταγιέρ, το καπέλο της, τα τακουνιά, την σφιχτά δεμένη μικρούλα μέση, ορμά, γαλίφικα, προς τον Αυλωνίτη, αγνοώντας όλους τους άλλους. «Αχ, κύριε Αυλωνίτη μου! Μεγάλη μου τιμή που σας γνωρίζω. Δεν χάνω ταινία σας και είμαι μεγάλη θαυμάστρια της. Ο λόγος που παίζω σ αυτήν την ταινία είναι που θα ήσασταν και εσείς και θα έβλεπα την δουλειά σας από κοντά». Και ο Αυλωνίτης, μαγεμένος, σκύβει τη μέση του και της λέει: «Που ‘ναι το χεράκι σας, να το φιλήσω κυρία Μαιρούλα μου;»…  


 

https://www.youtube.com/watch?v=2tjSlP_617c