Έτος 1984. Πρώτη μουσική εμφάνιση στα «Χνάρια», ένα ταβερνάκι στη Θεσσαλονίκη. Κορίτσι 25 χρόνων τότε, δέχεται τις πρώτες της παραγγελιές. Τραγουδά ακαπέλα, χωρίς μικρόφωνο. Δίπλα της ένα ποτήρι κρασί, να μουδιάσει το τρακ. 

Έτος 2014: Κάτοικος Αθηνών, πλέον. Γνωρίζει επιτυχία, το όνομά της συνοδεύουν οι τίτλοι «Η νέα Σωτηρία Μπέλλου», «Μια γνήσια ροκ ρεμπέτισσα», «Το αηδόνι με τη βαριά λαϊκή φωνή».

Τι δείχνει η αφαίρεση; Μάτια που διατηρήθηκαν καθαρά στο πέρας του χρόνου, δυο στάλες ντροπής να τρέχουν κάθε που τραγουδά και ένα μόνιμο νταλκά ρεμπέτικο, αντρίκιο, βαρύ… Όπως η φωνή της! Ρωτάω… Φωτεινή Βελεσιώτου, γιατί δεν σε µάθαµε νωρίτερα; «Γιατί δεν βγήκα να παρακαλέσω δεξιά και αριστερά για ένα δίσκο, γιατί πάντα στους μικρούς χώρους, τα ταβερνάκια, ανέπνεα. Η λέξη καριέρα δεν με αφορούσε, τη μεγάλη επιτυχία δεν τη ζήλεψα. Μονάχα τον νταλκά της μουσικής, το μεγάλο μεράκι μου, και την ψυχή ήθελα να ικανοποιώ. Τραγουδάω όπου με καλούν και μπορώ να βοηθήσω, ακόμη και τσάμπα. Θυμάμαι τον άνδρα μου, τον Θανάση. Μου είχε πει κάποτε: “Φωτεινή, εσύ είσαι ικανή να πας να πληρώσεις για να τραγουδήσεις…”».
 


Είσαι η αγρότισσα που τραγουδούσε ρεµπέτικα; Τη σκέψη να μετακομίσεις από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, τη ζύγιασες αρκετά, πριν πάρεις την οριστική απόφαση; Όχι, τους λογαριασμούς, βέβαια, με τη συμπρωτεύουσα δεν τους έκλεισε… «Εκεί είναι τα παιδιά μου, ο πρώην σύζυγός μου, τα αμπέλια μας. Τα καλοκαίρια πάμε σε ένα χωριό στο Πήλιο. Ανήκε ο γιος μου σε μια κομματική νεολαία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Πάω και τραγουδάω γι’ αυτά τα παιδιά, βλέπω το κέφι τους και παίρνω δύναμη. Να δώσουμε, επιτέλους, χώρο στους νέους…».

Σκέφτομαι, πως τα χέρια της είναι ροζιασμένα, δουλεμένα χέρια και η όψη της σε παλιάς γυναίκας που ζει σε χωριό, στον ήλιο, στον αέρα, αφημένο πρόσωπο στον καιρό… Λέω, πρέπει ν’ αγαπάς τη μυρωδιά του χώματος, να το κάνεις πατρίδα, για ν’ αντέξεις μια ζωή αγροτική. «Γεννήθηκα στην Καρδίτσα και έζησα σ’ ένα χωριό 18 χλμ. έξω από τη Θεσσαλονίκη. Όσο ήμουν εκεί, με τον άνδρα και τα παιδιά μου, ασχολούμουν πάρα πολύ με τα αμπέλια. Ζώα, μπαξέδες, δικό μας τσίπουρο και κρασί. Έζησα μια ζωή αντισυμβατική, τώρα στο τέλος θα συμβιβαστώ; ∆εν υπάρχει και λόγος…», παραδέχεται και καμαρώνει γιατί ο χρόνος μόνο καλά σημάδια της άφησε.

 


Από μικρό παιδί ήθελε να γίνει γυμνάστρια. Έπαιζε για πολλά χρόνια μπάσκετ και έκανε στίβο. Ο πατέρας της, συντηρητικός και κάθετος στην άποψή του: «Eσύ σορτσάκι, να φαίνονται τα πόδια σου, δεν θα φορέσεις». Έγινε λοιπόν, δασκάλα. Τα πρωινά δίδασκε σε δημοτικά σχολεία της Θεσσαλονίκης και τα βράδια έπιανε το μικρόφωνο. Είκοσι τέσσερα ολόκληρα χρόνια κράτησε αυτή την καθημερινότητα, μέχρι που το 2004 συνταξιοδοτήθηκε από την εκπαίδευση. «Δεν μου λείπει η δουλειά στο σχολείο, άνοιξε μια καινούργια σελίδα στη ζωή μου. Τα παιδιά, όμως, μου έμαθαν κάτι πολύ βασικό: να είμαι άνθρωπος, να έχω ακόμη καθαρά μάτια. Και το κέρδισα αυτό το στοίχημα. Τραγουδάω ακόμη, με τα μάτια καθαρά. Θυμάμαι ήταν το 1981, όταν πρωτοδιορίστηκα. Ήταν δύσκολα, δεν είχαμε καν φωτοτυπικό μηχάνημα. Έφτιαχνα πολύγραφο μόνη μου από γλυκερίνη για να μπορώ να βγάζω αντίτυπα στους μαθητές μου. Ένα, ένα, όλα χειρόγραφα. Μαθαίναμε ορθρογραφία με την κιθάρα. Δέκα τραγούδια ήξερα όλα κι όλα να γρατζουνάω στην κιθάρα και τα μάθαινα στα παιδιά. Τώρα πια έρχονται και μ’ ακούνε, όπου εμφανίζομαι. Κάνουμε παρέα, πίνουμε μαζί τσίπουρα και μπίρες».

 


Επτά ολόκληρα χρόνια τραγουδούσε στην ίδια ταβέρνα της Θεσσαλονίκης και ούτε μια φορά δεν χρησιμοποίησε το μικρόφωνο. Γι’ αυτό και η φωνή της έχει μια καθάρια δύναμη κι ένα βάρος αλλιώτικο. Την άκουσε ένας τύπος τυχαία σε ένα πάρτι να τραγουδά, της έκανε πρόταση να ξεκινήσει εμφανίσεις στο μαγαζί του, και κάπως έτσι άρχισαν όλα. Οι γονείς της, όμως, είχαν αντίθετη άποψη. «Δεν με στήριξαν καθόλου όταν τους είπα ότι θέλω να ασχοληθώ με το τραγούδι. Ειδικά ο πατέρας μου, άνθρωπος της εκκλησίας, ανένδοτος. Η μάνα μου ήρθε δυο φορές στο μαγαζί που τραγουδούσα, ο πατέρας μου καμιά. ∆εν με άκουσε ποτέ να τραγουδάω. Μόνο στο σπίτι, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. Αν για κάτι χαίρομαι, είναι που η μητέρα μου πρόλαβε ν’ ακούσει τον πρώτο μου δίσκο και μετά πέθανε. Όταν έφυγε, σταμάτησα να τραγουδώ για έναν ολόκληρο χρόνο, ούτε “αχ” δεν έβγαινε από το στόμα».

 


 
Οι μηχανές αναζήτησης διαθέτουν ελάχιστες πληροφορίες για εκείνη. Δυο- τρεις συνεντεύξεις, πολλά τραγούδια, μετρημένες στα δάχτυλα τηλεοπτικές εμφανίσεις. Το να γνωρίζουν τη φωνή σου και την ίδια ώρα ν’ αγνοούν τη μορφή σου, είναι, αν μη τι άλλο, μια γενναία κατάκτηση. Μεταφράζεται σε γνήσιο, ατόφιο ταλέντο στη φωνή. Χιλιάδες χτυπήματα συγκεντρώνουν τα τραγούδια της στο Υoutube, όλοι μιλούν για μια άξια συνεχίστρια της Σωτηρίας Μπέλλου, ελάχιστοι όμως, θα την αναγνωρίσουν στο δρόμο.

«Έγινα γνωστή στον κόσμο με το τραγούδι “Μέλισσες”. Το αγάπησαν από την πρώτη στιγμή. Να σκεφτείς είχα πάει στην Τεχνόπολη σε μία συναυλία-αφιέρωμα στον Μάνο Χατζηδάκι και ο κόσμος από κάτω φώναζε: “πες τις Μέλισσες”. Το ίδιο συνέβη και όταν με κάλεσαν σε μια βραδιά προς τιμήν της Σωτηρίας Μπέλλου. Ακούω μάλιστα συχνά ότι με αποκαλούν “νέα Μπέλλου”. Αηδίες!… Η Μπέλλου ήταν μία και δεν θα υπάρξει άλλη. Απλά ταιριάζει το ηχόχρωμά μας. Όσο για τις συνεντεύξεις; Αποφεύγω να δίνω γιατί δεν έχω κάτι ιδιαίτερο να πω, ούτε χρειάζομαι την τηλεόραση για να γίνουν γνωστά τα τραγούδια μου. Δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Και να σου πω κάτι; Έχουμε πήξει από τους δήθεν, δεν θέλω άλλο, δεν γουστάρω. Βλέπουμε καλλιτέχνες να τους προωθούν τα κανάλια, τα ραδιόφωνα. Εμένα δεν μου αρέσει αυτού του είδους η αυτοπροβολή. Εδώ και τρία χρόνια, για παράδειγμα, αρνούμαι συστηματικά να πάω στην εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου, που αυτήν τη στιγμή είναι η μοναδική, θεωρώ, μουσική εκπομπή σε όλη την ελληνική τηλεόραση. Και αρνούμαι γιατί δεν μπορώ να έχω τον κάθε άσχετο από κάτω να πετάει αρλούμπες ή να τραγουδάει τραγούδια που δεν έχει ξανακούσει στη ζωή του. Και τις προτάσεις από μεγάλα μαγαζιά, δίπλα σε καταξιωμένους καλλιτέχνες, απέρριψα δίχως δεύτερη σκέψη. Τιμώ το ψωμί που μου δίνουν απ’ όπου τραγουδάω, είτε αυτό είναι ένα μικρό καφενείο είτε μια μεγάλη μουσική σκηνή. Με την ίδια ψυχή θα τραγουδήσω. Αλλά τα ταβερνάκια μ’ αρέσουν, αυτό λέει η καρδιά μου να κάνω και έτσι θα συνεχίσω. Ακόμη και τώρα να σκεφτείς ιδρώνω όταν τραγουδάω μπροστά σε κόσμο. Το θεωρώ, όμως, καλό στοιχείο αυτό. Αν σταματήσω να ανατριχιάζω και να ιδρώνω, πάει να πει πως ήρθε η ώρα να πάω σπίτι μου…».

 


 Δεν γράφει δικά της τραγούδια. Είχε, όμως, τη μεγάλη τύχη να ερμηνεύσει στίχους των Μανώλη Ρασούλη και Μάνου Ελευθερίου. Ο πρώτος της έγραψε τρία συνολικά τραγούδια. Μελοποιήθηκε μονάχα το «Ένα βράδυ στο πλατώ» σε μουσική του Γιώργου Καζαντζή. Ο δεύτερος της χάρισε τρία μοναδικά κομμάτια, με πιο γνωστό το «Τι ξέρεις για τα Όνειρα…». Η Φωτεινή Βελεσιώτου περιγράφει την τυχαία της συνάντηση με τον Μανώλη Ρασούλη, λίγο πριν εκείνος φύγει από τη ζωή. «Μου τα έδωσε ιδιοχείρως λίγες μέρες πριν πεθάνει. Συναντηθήκαμε τυχαία σε ένα καφέ της Θεσσαλονίκης, με πιάνει και μου λέει: “Πάρε αυτούς τους στίχους και δώσ’ τους στον Καζαντζή να τα κάνει τραγούδια για σένα. Του άρεσε μάλλον ο τύπος της φωνής μου, ο τρόπος που τραγουδούσα».

Η φωνή της σηκώνει μεγάλη γκάμα τραγουδιών από το απλό λαϊκό μέχρι το βαρύ ρεμπέτικο. Η ίδια, όμως, τι θέλει να ερμηνεύει; «Τραγούδια ψυχής… Λαϊκή τραγουδίστρια είμαι, μου αρέσει να ερμηνεύω τραγούδια των δεκαετιών ‘50 με ‘70. Άλλωστε το λαϊκό τραγούδι δεν θα πεθάνει ποτέ, απλά δεν γράφονται πλέον αρκετά, επειδή υπάρχουν πολλά μουσικά είδη στην Ελλάδα…».
 

Η συνέντευξη της Φωτεινής Βελεσιώτου δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο “NEWPOSTER”.