Το Χόλιγουντ είναι η γη των στερεότυπων. Αναφύονται σαν το γκαζόν στα μεξικανικού τύπου σπίτια των κινηματογραφικών παραγωγών και συντηρούνται με προσεκτικό κούρεμα και καθημερινό πότισμα. Ένα από αυτά τα στερεότυπα θέλει τις γυναίκες που έλαμψαν στη μεγάλη οθόνη να προέρχονται από φτωχές οικογένειες που συνταράσσονται από εμφύλιες συγκρούσεις, να είναι αμόρφωτες –με κάποιο φλέγμα- και να πέφτουν εύκολα θύματα των μεγαλοκαρχαριών της κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Η Χέντι Λαμάρ δεν υπήρξε τίποτε από τα παραπάνω. Η έλευσή της στον κόσμο έγινε με δόξες και τιμές τον Νοέμβριο του 1914 σε πλούσια εβραϊκή οικογένεια της Βιέννης –ο πατέρας της ήταν τραπεζίτης και η μητέρα της πιανίστα με καταγωγή από τη Βουδαπέστη. Όμως εκείνη, αντί να δείξει την πρέπουσα ευγνωμοσύνη προς τους γονείς της που την περιέβαλαν με όλα τα αγαθά του πλούτου και της πνευματικής καλλιέργειας, επέλεξε να τους φιλοδωρήσει με δύο σκάνδαλα πρώτης κατηγορίας: Παντρεύτηκε τον μεγιστάνα έμπορο όπλων Φριτζ Μαντλ, ο οποίος είχε στενούς δεσμούς με τα φασιστικά κόμματα και καθεστώτα της εποχής και πρωταγωνίστησε στην «Έκσταση», το περίφημο τσέχικο φιλμ παραγωγής 1933 όπου υποδύθηκε τον πρώτο γυναικείο οργασμό στην ιστορία του κινηματογράφου.
Όπως αντιλαμβάνεστε, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν την έκανε συμπαθή στους οικείους της. Οι γονείς της είχαν κάθε λόγο να αρρωσταίνουν στη σκέψη των ανθρώπων με τους οποίους συνεβρίσκετο κοινωνικά η κόρη τους –στα απομνημονεύματα της η ηθοποιός θυμάται πως ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι υπήρξαν φιλοξενούμενοι στο κάστρο του συζύγου της- και ο σύζυγος της δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του όταν είδε την ταινία όπου πρωταγωνιστούσε η σύζυγός του. Όπως λέγεται μάλιστα, έσπευσε να προμηθευτεί όσες περισσότερες κόπιες μπορούσε για να απαλύνει το σκάνδαλο.
Για όλα βέβαια υπήρχε μια δικαιολογία: Η ασύλληπτη ομορφιά της μικρής Χέντι, η οποία, την εποχή στην οποία αναφερόμαστε, ονομάζονταν Χέντβιγκ Εύα Μαρία Κίσλερ –καμία σχέση δηλαδή. Μια ομορφιά τόσο αστραποβόλα και επιβλητική που αφόπλιζε τους πάντες και ταυτόχρονα μετατρεπόταν σε κλουβί που θα παγίδευε εν καιρώ την κυρία της.
Ο Φριτζ Μαντλ, εκτός από στενές σχέσεις με τους Ναζί, είχε κι άλλα κουσούρια που δυσχέραιναν τη ζωή της φιλόδοξης ηθοποιού. Ήταν ζηλιάρης και προσπαθούσε με κάθε μέσο να περιορίσει τις θεατρικές και άλλες δραστηριότητες της συζύγου του και επιπλέον την έκανε να πλήττει. Μόνο ένα καλό είχε και αυτό φάνηκε αρκετά χρόνια μετά: Τη μύησε στον σχεδιασμό οπλικών συστημάτων, το μόνο είδος «λογοτεχνίας» που κυκλοφορούσε στο σπιτικό του.
Η Χέντι Λαμάρ εγκατέλειψε τον σύζυγό της το 1933. Ο τρόπος της διαφυγής της αποτελεί υλικό για μυθιστόρημα. Κατά μία εκδοχή έπεισε τον Μαντλ να της επιτρέψει να φορέσει όλα σχεδόν να κοσμήματά της με την ευκαιρία μιας ιδιαιτέρως λαμπρής δεξίωσης και στη συνέχεα εξαφανίστηκε. Σύμφωνα με μια άλλη βερσιόν, νάρκωσε την υπηρέτριά της, φόρεσε τη στολή της και το έσκασε. Η ίδια μάλιστα αφηγήθηκε κάποτε ότι για να γλιτώσει από την καταδίωξη του άντρα της και των δικών του κατέφυγε σε έναν οίκο ανοχής και χώθηκε χωρίς να την πάρουν χαμπάρι σε ένα άδειο δωμάτιο. Όταν ο πρώτος πελάτης έκανε την είσοδό του, η ηθοποιός αναγκάστηκε να τον «εξυπηρετήσει» για να μην προδοθεί.
Στο Παρίσι όπου κατέφυγε τελικά η Λαμάρ, συνάντησε τον Λούις Μάγιερ, το αφεντικό της MGM που βρίσκονταν στην Ευρώπη σε τουρ για τη στρατολόγηση ταλέντων. Αυτός την βάφτισε με το όνομα με το οποίο έγινε τελικά γνωστή.
Ο Μάγιερ είδε στο πρόσωπο της νεαρής ηθοποιού μια πρόκληση και μια ευκαιρία. Πρόκληση γιατί η Λαμάρ, ό,τι κι αν της έκανες δεν μπορούσε ποτέ να υποδυθεί πειστικά το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Ευκαιρία γιατί, όπως φάνηκε στη συνέχεια, ο κόσμος ήταν πρόθυμος να πληρώσει μόνο και μόνο για να την χαζέψει.
Δυστυχώς για τη Λαμάρ που είχε πιο υψηλές φιλοδοξίες, αυτό ακριβώς συνέβη με την καριέρα της. Αντί για ρόλους με ψαχνό, το Χόλιγουντ τη φιλοδώρησε με καρικατούρες γυναικών πιο glam παρά πραγματικών.
Όμως η Λαμάρ, όπως είχε αποδείξει η προηγούμενη καριέρα της, ήταν πνεύμα ανήσυχο και η επαναληψιμότητα των ρόλων που της προσφέρονταν την κούρασε γρήγορα. Ευτυχώς λοιπόν που ήρθε ο πόλεμος για να αποσπάσει τα μυαλό της από την επαγγελματική στασιμότητα.
Πως ακριβώς της ήρθε η ιδέα να πάρει ενεργά μέρος στην πολεμική προσπάθεια, δεν το γνωρίζουμε. Αυτό που έγινε τελικά γνωστό είναι πως η ηθοποιός, με κύριο εφόδιο τις γνώσεις που είχε αποκτήσει δίπλα στον πρώτο σύζυγό της –έξι άντρες παντρεύτηκε συνολικά-, αποφάσισε να βρει έναν τρόπο για να μην μπορούν τα γερμανικά σκάφη να μπλοκάρουν το σύστημα εκτόξευσης τορπιλών των συμμαχικών πλοίων. Η θεωρία της επ’ αυτού ήταν απλή: αφού οι τορπίλες είναι τηλεκατευθυνόμενες, το σήμα που απασφαλίζει και κατευθύνει την τορπίλη πρέπει να είναι εναλλασσόμενο ώστε να αποφεύγονται οι εχθρικές παρεμβολές.
Πάνω στην ιδέα αυτή η Λαμάρ συνεργάστηκε με τον φίλο και γείτονά της, Ζορζ Ανθέιγ, έναν αβάν γκαρντ συνθέτη και μαζί συναρμολόγησαν ένα σύστημα που χρησιμοποιούσε διάτρητες ταινίες για πιάνο για να πετύχει την τυχαία εναλλαγή συχνότητας. Το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Κι αυτό όχι γιατί το σύστημα δεν λειτουργούσε, αλλά γιατί το αμερικανικό ναυτικό δεν του έδωσε τη σημασία που του άξιζε. Μόνο μετά από δεκαετίες, την εποχή της κρίσης στην Κούβα, δέησαν οι υπεύθυνοι να δώσουν μια ευκαιρία στην εφεύρεση της Λαμάρ, όμως η πατέντα είχε πλέον λήξει και έτσι η παρακμασμένη πλέον ντίβα δεν μπορούσε να επωφεληθεί από την εφεύρεσή της.
Όμως, το 1998 μια καναδέζικη εταιρεία ασύρματης επικοινωνία αγόρασε από την ηθοποιό τα δικαιώματα της εφεύρεσης –το ποσοστό που της ανήκε- και από τότε η τεχνολογία αυτή χρησιμοποιείται ως η βάση για το Wi-Fi και το Bluetooth.
Η Χέντι Λαμάρ πέθανε στις 19 Ιανουαρίου του 2000 σε μια ασήμαντη κωμόπολη της Φλόριντα, παραμορφωμένη από τις πλαστικές εγχειρήσεις και μακριά από όλους όσοι την αγαπούσαν και την νοιάζονταν. Η αγωνία της να συντηρήσει το προσωπείο της καλλονής με το οποίο την προίκισε κάποτε η φύση έγινε η αιτία να γίνει τελικά αγνώριστη και η μόνη μορφή επικοινωνίας που διατηρούσε με τους οικείους της ήταν μέσω τηλεφώνου –μιλούσε έως και επτά ώρες την ημέρα. Η μόνη άλλη ευχαρίστησή της ήταν να μοιράζει αγωγές και μηνύσεις…