Δευτέρα βράδυ. Με απογοήτευση και κρυφή ελπίδα, πέφτω για ύπνο. Στον καναπέ. Κατά κάποιο λόγο και για κάποιο λόγο, όταν κοιμάμαι στον καναπέ, παύει να φορτίζει η ύπαρξή μου. Ένα ακόμη σημάδι της κατάθλιψης, ο φόβος του θανάτου, οδηγεί στην αϋπνία. Ώρες ώρες, αναρωτιέμαι εάν εγώ υποφέρω από αϋπνίες ή εκείνες υποφέρουν από εμένα.

Τέλος πάντων, με παίρνει ο ύπνος. Και εκεί , πάνω στον ύπνο το γλυκό, πάνω που έχει ζαλιστεί ο «πιθηκίσιος νους», χτυπάει το τηλέφωνο : η μάνα μου. Αμάν, ρε μάνα…

– «Τον βλέπεις τον δικό σου στην τηλεόραση;». Αμέσως το μυαλό μου πήγε στον πρώην. «Όχι, παιδί μου», έξαλλη η κυρία Γιώτα, «ο Σαμαράς, μιλάει στον Πρετεντέρη. Τον πρώην σου θα τον έδειχνε το National Geographic αν έκανε ντοκιμαντέρ με θέμα “Γιέτι στην άγρια Αττική”… Ξύπνα να δεις τον Σαμαρά, δε θα ‘χεις τι να γράψεις στο Facebook, τσάμπα σε σπούδασα, άντε παιδάκι μου, σου ‘χω βότκα στην κατάψυξη, έλα να πάρεις και λεμόνια». Όποιος μου ξαναπαραπονεθεί για την ανματέρναλμάδερ του, θα του δώσω τη δική μου, ‘ξηγηθήκαμε;

Σηκώνομαι κι εγώ, τι το θέλα, ακούω με ευλάβεια όλη την τρέλα και την μπαρούφα του σχιζοφρενή με το wi –fi, καμάρωσα την παροιμιώδη ψυχραιμία του Πρετεντέρη που κατατρόπωσε την πρωθυπουργική λαίλαπα με ένα ηχηρότατο «μάλιστα», έσκασα, φούσκωσα, ξαναέσκασα και κάποια στιγμή μου τέλειωσαν τα τσιγάρα…

Ζαλώνω λοιπόν τη Μαρμάρω – ένα τζιπ αρχαιολογικής αξίας που επιμένει να πίνει πιο πολύ από ‘μένα και μάλιστα την ακριβότερη βενζίνη, ενώ εγώ με ένα μοσχοφίλερο της σειράς είμαι ικανοποιημένη και κατευθύνθηκα στο πλησιέστερο περίπτερο.

Κατεβαίνω φουριόζα και κατευθύνομαι στο χώρο του ψυγείου του περιπτέρου. Ένας χυμός μπανάνα, θα ανέβαζε τα ποσοστά καλίου στο αίμα – όσο αίμα μου άφησε η συνέντευξη Σαμαρά. Εκεί, με υποδέχτηκε ένα γατί, με το χειρότερο τρόπο: τρόμαξε, φαίνεται και για να ξεφύγει, θαρρείς από τα μποφόρ της συνύπαρξής μας στο στενό διάδρομο με τα γαριδάκια και τις εφημερίδες, χίμηξε πάνω μου καταφέρνοντάς μου βαθιές γρατσουνιές. Και πού; Στο εφηβαίο και στο γλουτό. Άκου τώρα…

Γυρνώ κακόκεφη στο σπίτι με τα τσιγάρα, τις γρατσουνιές και το χυμό μπανάνα και με το που μπαίνω στο σπίτι, πέφτω πάνω σε τρέιλερ ενημέρωσης για τη λύσσα. Για τη λύσσα! Διότι, μεταξύ άλλων, από το ’12 και μετά, έκαναν την εμφάνισή τους διάφορες ξεχασμένες ασθένειες, μια από αυτές και η λύσσα. Ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα, τα στατιστικά στοιχεία είναι άκρως ανησυχητικά. Μπαίνω στο ίντερνετ και διαβάζω πως πρέπει κανείς να δεχτεί ιατρική βοήθεια, στην περίπτωση που δεχτεί επίθεση από ζώο. Και από ένα γατούλι; Κι από ένα γατούλι.

Η λύσσα, είναι μια θανατηφόρος ασθένεια. Άπαξ και νοσήσει κανείς, δεν τη γλιτώνει. Πρέπει να κάνει αντιλυσσικό ορό. Ψάχνω τα εφημερεύοντα νοσοκομεία. Και μια και δυο, αποφασίζω να πάω στο Παπαγεωργίου Θεσσαλονίκης. Χα! Ευκαιρία να δω και τον πρώην μου, έναν χειρουργό που κάνει ειδικότητα.. Βρε, κοίτα να δεις περιπέτειες, βραδιάτικα…

Φτάνω στο Παπαγεωργίου, κάνω να μπω στα επείγοντα, με σταματάει ένας της ασφάλειας, με αλεξίσφαιρο, παρακαλώ:

– «Γεια σας. Παρακαλώ».
– «Άσε τα παρακάλια και μέριασε να διαβώ».
– «Όχι, έτσι, κυρία μου. Πείτε μου γιατί ήρθατε».
– «Βρε, τι πάθαμε! Εσύ μπορείς να μου πεις γιατί ήρθες;».
– «Εγώ τη δουλειά μου κάνω».
– «Και εγώ λύσσαξα και ήρθα να σας το πω!»… Με κοιτάει παράξενα, κάνει στην άκρη και επιτέλους βλέπω το γραφείο κίνησης ασθενών.
– «Χαίρεται. Έχω δαγκωθεί από άγνωστο ζώο και ήρθα να μου παράσχετε τις πρώτες βοήθειες». Η ξανθιά κυρία στο γκισέ, με κοιτά άναυδη, οι δυο νεαροί από τα άλλα γραφεία γυρνούν με περιέργεια και με κοιτούν και αυτοί.
– «Είχατε κάποιο ατύχημα;».
– «Ε, δεν το λες και ευτύχημα. Με τραυμάτισε μια γάτα δίχως εμφανή λόγο και υποψιάζομαι λύσσα». Αρχίζει και μαζεύεται κόσμος για να ακούσει. Με ξαναρωτά:
– «Είχατε κάποιο ατύχημα;». Τη σακουλεύομαι εγώ τη δουλειά και  προκειμένου να συνεχίσουμε όλο το βράδυ, περιμένοντας τον Γκοντό, της απαντώ:
– «Ναι. Έπεσα πάνω σε ένα γατί με ταχύτητα 120 χλμ/ώρα, λόγω απώλειας ελέγχου του οχήματος κι εκείνο είχε τα νεύρα του και μου πάτησε κάτι γρατσουνιές. Μπορώ να έχω έναν αντιλυσσικό ορό ξεροσφύρι και να πάω στο κονάκι μου; Ευχαριστώ».

Η ξανθιά με κοιτάει κακαρωμένη. Μέσα από το στόμα εμφανίζεται μια τσιχλόφουσκα, η οποία σκάει αμήχανα.

Γυρνάει στον υπολογιστή και αρχίζει και πληκτρολογεί με μανία. Με ρωτά όνομα, διεύθυνση, τηλέφωνο, ασφάλεια- που να τη βρω;. Στο τέλος:

– «Επάγγελμα;».
– «Συγγραφέας».
– «Αλήθεια;;; Πρώτη φορά βλέπω συγγραφέα από κοντά! Και που γράφετε;».
– «Στον Πανιώνιο. Σας παρακαλώ, έχω την αγωνία μου. Που θέλετε να γράφω; Στο σπίτι μου, πάνω στο γραφείο».
– «Μάλιστα… καλά, μια ερώτηση έκανα… θα περιμένετε να σας φωνάξει η υπεύθυνη».
– «Η υπεύθυνη. Ωραία λέξη. Τι σας οφείλω;».
– «Τίποτα, απαντά ανόρεκτα. Τι να μας οφείλετε;».
– «Ε, πως. Εγώ ξέρω ότι η είσοδος σε νοσοκομείο, είναι 25 ευρώ. Ο Άδωνις γιατί χτυπιέται;».
– «Θα σας φωνάξει η υπεύθυνη. Καθίστε».

Να κάτσω. Γιατί να μην κάτσω. Γυρνώ να δω στο χώρο αναμονής, βλέπω μια άδεια καρέκλα και κατευθύνομαι προς τα εκεί. Δίπλα μου και ολόγυρά μου, γριές. Γριές με μια βιοποικιλότητα συμπτωμάτων, ακριβές σημάδι πως όλες παρακολούθησαν τη συνέντευξη Σαμαρά. Ειδικά αυτή η γριούλα στα δεξιά μου με τη θλίψη στο βλέμμα, το στραβό στόμα και σφιχταγκαλιασμένη τη σακουλίτσα που από μέσα της ξεχείλιζαν φάρμακα, το δίχως άλλο, είδε τη συνέντευξη Σαμαρά.

Πράγματι, σε λίγο εμφανίζεται η υπεύθυνη, φωνάζει το όνομά μου και εγώ μέσα στην καλή χαρά, τρέχω προς το μέρος της.

– «Τι πάθατε;».
– «Είδα τη συνέντευξη Σαμαρά..».
– «Ορίστε;».
– «Και μετά πήγα στο περίπτερο και με δάγκωσε ένα άγριο γατί. Σίγουρα ήταν λυσσασμένο».
– «Σας επιτέθηκε;».
– «Όχι, έγινε με δική μου συναίνεση. Ε, είχαμε πιεί κι ένα ποτηράκι παραπάνω..».
– «Τι λέτε, κυρία μου;».
– «Εσείς τι λέτε! Φυσικά και μου επιτέθηκε. Λέτε να πήγαινα γυρεύοντας;».
– «Και μπύ σας τραυμάτισε;».
– «Στο εφηβαίο και στην περιοχή του μέσου γλουτιαίου».
– «Γιατρός είστε;» Με ρωτά, θαρρείς και η στοιχειώδης γνώση της ανατομικής είναι αποκλειστικό προνόμιο των γιατρών, ενώ τσεκάρει με Χ ένα σκίτσο ανδρείκελου το σημείο «ποπός» και «πιπί».
– «Όχι φυσικοθεραπεύτρια, συγγραφέας και λυσσασμένη».
– «Κατάλαβα…περιμένετε. Θα σας φωνάξουν οι χειρουργοί».
– «Οι χειρουργοί;; Γιατί οι χειρουργοί; Τι δουλειά έχουν οι χειρουργοί με τη λύσσα; Έναν ορό κάντε μου, να σηκωθώ να φύγω!!». Αμάν, ώρα ήταν τώρα να πέσω πάνω στον πρώην τον χειρουργό. Λογικό θα ήταν να σκεφτεί τα απίθανα. Όπως για παράδειγμα , τι άλλο θα σκεφτεί αυτή η παλαβή για να μου ξεβρακωθεί.
– «Κυρία μου, αυτό είναι το πρωτόκολλο! Υπάρχει τραύμα, άρα είναι χειρουργικό περιστατικό. Θα σας φωνάξουν οι χειρουργοί!».

Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Με ζώσανε τα φίδια. Αμ δε θα με φωνάξουν οι χειρουργοί. Θα με ξεφωνίσουνε, μαντάμ. Κι αυτό το ζώο, δεν μπορούσε να με γρατσουνίσει κάπου πιο σεμνά; Εφηβαίο και γλουτό; Σίγουρα ήταν λυσσασμένο. Τώρα; Ξαναγυρνώ στη θέση μου δίπλα στην κατατονική γιαγιά. Αρχίζω διακριτικά να στρώνω τα μαλλιά μου, να ισιάζω τα ρούχα μου, να τσιμπάω τα μάγουλά μου και να τα μπατσίζω ελαφρά για να κοκκινίσουν – ήταν μεγάλος έρωτας ο πρώην , πως θα με έβλεπε μετά από τόσο καιρό; Με τρόπο βγάζω το άρωμά μου από την τσάντα και προσπαθώ να ψεκαστώ διακριτικά. Πρέπει να ήμουν περίεργο θέμα, διότι το γιαγούδι δίπλα μου, μου έσκασε ένα πονηρό χαμογελάκι – σου λέει δικιά μας είναι αυτή…. Σταματώ την παρλιακοσύνη της ματαιοδοξίας – ή το αντίστροφο, δεν είναι επί του παρόντος και στέλνω μήνυμα στον πρώην: «Δε με ξέρεις , δε σε ξέρω. Υποφέρεις κι υποφέρω», για να λάβω την απόλυτη απάντηση μετά από λίγο «είσαι βλαμμένη. Έχω εφημερία». Αμ το ξέρω. Δεν το ξέρω;

Μετά από κάνα δεκάλεπτο, βγαίνει ένας χοντρός νοσοκόμος από τα χειρουργεία και με φωνάζει. Μπαίνω στο εξεταστήριο , όπου με υποδέχεται ένας ακόμη πιο χοντρός χειρουργός ο οποίος μου γρυλίζει κεφάτα:

– «Εσύ είσαι η γιατρίνα με τη λύσσα;».
– «Ναι μάλιστα, μόνο που δεν είμαι γιατρ..».
– «Ξάπλωσε!».
– «Όχι, ευχαριστώ».
– «Βρε, ξάπλωσε, που σου λέω!!».
– «Ναι, μάλιστα». Ξαπλώνω.
– «Που είναι το τραύμα;».
– «Ε, είπαμε: ηβική χώρα και γλουτός».
– «Αρσενικό θα ήταν».
– «Δε μας ενδιαφέρει». 

Και μου καθαρίζει το τραύμα, μου κάνει και αντιτετανικό και τον πιάνει το νεαρό γιατρό ένα παραλήρημα, με όλο του το δίκιο. Που δεν έχει αντιλυσσικό ορό το νοσοκομείο, που είμαι κρίμα μια χαρά κοπέλα να πάω από λύσσα, ενώ αν ήμουν κανένας τσοπάνης θα ήταν πιο φυσιολογικό(;) και αρχίζει να βρίζει θεούς και δαιμόνους, πρωθυπουργούς και υπουργούς για την μη επάρκεια των αναλώσιμων ειδών και των φαρμάκων στα νοσοκομεία. Έμεινα κάμποση ώρα, τον παρηγόρησα, η αγριοφωνάρα έσπασε, έγινε λυγμός. Έκλαψε ο γιατρούλης, έκλαψα κι εγώ. Στο τέλος συνήλθε και μου είπε να πάω το γρηγορότερο στο Παπανικολάου, που έχει ειδικό κέντρο λύσσας κι εκεί να μου παράσχουν την ειδική αγωγή. Βγαίνοντας, ξαναπηγαίνω στο γραφείο κίνησης ασθενών και σκύβω στην ξανθιά:

– «Μου έκαναν αντιτετανικό».
– «Συγχαρητήρια..».
– «Τι σας οφείλω;».
-«Τίποτα, μου λέει χαμογελαστά. Κερνάει το κατάστημα».

Γελάμε.

Έμεινα κάμποσες μέρες με την απορία: να ζει κανείς ή να μη ζει. Ελάτε τώρα.. εύκολο ήταν. Κάποια στιγμή τηλεφώνησα στο Παπανικολάου.  Με τα πολλά, βρήκα το λυσίατρο.

– «Και δε μου  λέτε; Ήταν άγρια η γάτα; Ή απλώς τσατισμένη;».
– «Που να ξέρω, γιατρέ μου. Δεν την έβαλα κάτω να την ψυχαναλύσω. Ήταν πολύ σύντομη η γνωριμία μας».
– «Και δε μου λέτε; Ζει η γάτα τώρα;».
– «Δεν ξέρω γιατρέ. Λέτε να έπαθε τίποτα που με γρατσούνισε;».
– «Αν τη δείτε θα τη γνωρίσετε;».
– «Δεν έχω ιδέα. Πολύ πιθανό. Δεν ξεχνάω φάτσες εγώ».
– «Πρέπει πρώτα να παρακολουθήσουμε το ζώο».
– «Α, καλά που μου το είπατε. Θα βάλω καμπαρντίνα, γυαλιά και καπέλο και θα αμοληθώ στους δρόμους να δω αν έχει γκόμενο. Ή καλύτερα να βάλω ντέντεκτιβ. Μα με δουλεύετε;; Που να τρέχω να ψάχνω το γατί, γιατρέ, κάντε κάτι, λυσσάω σας λέω».
– «Κυρία μου, σας διαβεβαιώνω πως το ζώο δεν είχε λύσσα. Μην μπείτε καν στον κόπο να κάνετε αντιλυσσική αγωγή. Δεν είναι κάτι που σας συνιστώ. Είναι μια δύσκολη διαδικασία και έχει τρομερές παρενέργειες, από τις οποίες σίγουρα κινδυνεύετε πολύ περισσότερο».
– «Είστε σίγουρος γιατρέ; Σας το λέω, άμα λυσσάξω, εσάς θα δαγκώσω πρώτο».
– «(γελώντας) Ναι, κυρία μου, αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη».

Και δεν έκανα αντιλυσσικό ορό. Περιμένω μερικές μέρες ακόμα, μπας κι εμφανιστούν τίποτα συμπτώματα. Καμιά φορά όταν παρακολουθώ ειδήσεις τα νιώθω: ρίγος, σιελόρροια, θολό βλέμμα, επιθετική διάθεση. Κατά τα άλλα, καλά.

Προχθές άκουγα το φρενοβλαβή υπουργό υγείας να υποστηρίζει πως είναι επαρκώς εξοπλισμένα τα νοσοκομεία της χώρας. Ανέφερε δε, πως μέχρι και εμβόλιο για δάγκωμα από καγκουρό διαθέτουν. Θυμήθηκα τον δικαιολογημένα θυμωμένο ειδικευόμενο στο Παπαγεωργίου. Άραγε τι να είπε όταν το άκουσε..

Πόσες και πόσες ασθένειες ξεχασμένες εμφανίστηκαν στην Ελλάδα της κρίσης. Εκτός από την επιδημία της βίας, η λύσσα, η φυματίωση, η ελονοσία κ.α. Και μας βρήκαν απροετοίμαστους από πλευράς κοινωνικής αλλά και νοσοκομειακής περίθαλψης. Η τεχνητή ευμάρεια των προηγούμενων ετών, να φταίει;;

Ή η ανεπαρκής εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού, εγκατάλειψη της υγείας, υποσιτισμός – φαινόμενα που δημιουργούνται από τις κακές συνθήκες υγιεινής και συντελούν σε εξάρσεις των νοσημάτων αυτών με κίνδυνο επιδημιών;

Μεσαίωνας, κυρίες και κύριοι. Μεσαίωνας μεσούσης της τεχνολογικής προόδου. Εντάξει, έχετε δίκιο, ας μην υπερβάλλω. Ίσως όχι. Ακόμα. Έχουμε ακόμα. Από ‘δω μέχρι το Μεσαίωνα, μια πανούκλα δρόμος… Άλλο κακό να μη μας βρει,

με αφοσίωση,

Ελισάβετ Νικολαϊδη.

Υ.Γ: (Παρακάτω, ένα ενημερωτικό βίντεο για την επιδημία της λύσσας. Δείτε το)