Ένας καλός φίλος του φατσοβιβλίου, δημοσίευσε στον “τοίχο” του την συκλονιστική ανθρώπινη ιστορία που θα διαβάσετε παρακάτω. Τον ρώτησα αν ενοχλεί να την αναδημοσιεύσω στο Provocateur… Μετά απο λίγο είχα την άδεια του. Το κείμενι αφιερώνεται σε όλους εμάς, που έχουμε την εντύπωση ότι δεν μπορούμε ν’ αντέξουμε άλλο…
“Έχω μια ιδιαίτερη φίλη. Δούλευε κάποτε στη γειτονιά, πέρναγα από το μαγαζί της στο σχόλασμα, πρώτα της σχολής, μετά, αργότερα, στο σχόλασμα του γραφείου. Πιάναμε κουβέντα -αρχικά τα τυπικά, μετά πιο πολλά, μετά ακόμα και τα σοβαρά μας. Ένα καλό, κεφάτο κορίτσι με όρεξη για εργασία και χαρά. Στη βιοπάλη από μικρή. Σκυλί στη δουλειά της. Όλο το μαγαζί το κρατούσε μόνη της. Το αφεντικό, της είχε τυφλή εμπιστοσύνη και, ακόμα και όταν προστέθηκαν υπάλληλοι γιατί ανέβαινε η δουλειά, αυτή ήταν η τύποις προϊσταμένη, αν και δεν διέθετε καν απολυτήριο γυμνασίου.
Λέγαμε για τη ζωή της. Αρχικά όλα πήγαιναν ρολόι. Ευχαριστημένη στη δουλειά, την αγαπούσαν τα αφεντικά, παντρεύτηκε το παιδί που ήθελε, περνούσε ωραία. Μετά, όλα στράβωσαν. Όχι απροσδόκητα, γιατί οι προϋποθέσεις του στραβώματος ενυπήρχαν σε όλους τους τομείς. Στράβωσαν, όμως, μαζεμένα.
Μέσα σε δύο χρόνια: Χώρισε. Έχασε γονιό. Κάποιος δικός της είχε ενα τρομερό ατύχημα. Του άλλου γονιού σοβάρεψε επικίνδυνα η αρρώστια. Ο αδελφός της προέκυψε άνεργος, χωρισμένος με παιδί. Το μαγαζί έκλεισε. Έχασε δουλειά και χρήματα. Δεν πήρε αποζημίωση. Έμεινε με ένα δάνειο να τρέχει. “Δεν αντέχω”, μου έλεγε και έκλαιγε. “Δεν έχω καν απολυτήριο γυμνασίου, πού θα με πάρουν;” Αλλαξε γειτονιά, κουτσοβρήκε δουλειά, παρέμενε πνιγμένη στα προβλήματα. Και έγινε 40.
Μιλάμε ακόμα. Λέμε για τη ζωή της. Η εταιρεία που για λογαριασμό υπεργολάβου της δούλευε, “τα έσπασε” με τον υπεργολάβο. Από όλους τους εργαζόμενούς του, μόνο σε αυτήν πρότειναν να μείνει. Αλλά με τι πρόταση; 480 ευρώ για πλήρες, εξοντωτικό οκτάωρο. Που δεν είναι οκτάωρο, αλλα παραπάνω.
– Και τι τους απάντησες (ας πούμε) Ρούλα;
– Αρνήθηκα.
– Και τι θα κάνεις;
(Χαμόγελο.)
– Σχολείο! Γράφτηκα στη β’ γυμνασίου, νυχτερινό. Θα το τελειώσω που το’ χα καημό. Και δουλειά θα βρω.
Βρήκε. Έβγαλε και μέσο όρο 18.3 στο τρίμηνο. Περνάει καμιά φορά από το γραφείο με μια τσάντα που δεν υποψιάζεσαι ότι μέσα έχει φυσικομαθηματικά και κείμενα. Αυτή ψιλοντρέπεται, εγώ την καμαρώνω. Έχω κατεβάσει τη χημεία της β’ γυμνασίου σε pdf και κουβεντιάζουμε, αν χρειαστεί, για τήξη, πήξη και εξάχνωση. Αλλά δε χρειάζεται. Γιατί η (ας πούμε) Ρούλα, το έχει πάρει το σχολείο σοβαρά. Παρακολουθεί, διαβάζει, συμμετέχει. Σκίζει! Όταν τη ρωτάω “πώς τα πας;” μου απαντάει με αυτοσαρκασμό και στίχους από την ποιμενική ροκ: “Με ζόρισαν, τους ζόρισα, με ζόρισαν, αλλά νικάει πάντα ο επιμένων”.
Της το λέω της και δε με πιστεύει: Είναι το πρότυπό μου. Δεν έμεινε να κλαίγεται, δεν κατέθεσε τα όπλα με “πήραμε τη ζωή μας λάθος και αλλάξαμε ζωή” θλιβερές διαπιστώσεις. Αυτά είναι για τους ποιητές που αναπτύσσουν στίλβοντα ποδήλατα. Για τους μαχητές, για τα “καλά, κεφάτα κορίτσια με όρεξη για εργασία και χαρά”, η ζωή είναι “μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας” που μέσα από έλεος και από φόβο θα καταλήξει στην κάθαρση και ας χαλάει ο κόσμος. Δεν θα αφήσουν τη ζωή να τα πάει οπου να ‘ναι -στην ανεργία, στην κατάθλιψη, στην απομόνωση, στην απαισιοδοξία, στην καταστροφή. Όταν όλα μαυρίζουν, αυτά παλεύουν με όλη τους τη δύναμη, μετράν τα λάθη τους, μαζεύουν τα πάθη τους, κάνουν restart χωρίς να κλαίγονται για τον χρόνο που χάθηκε και τελειώνουν μετ’ επαίνων τη β’ γυμνασίου στα 40 τους.
Μπαίνοντας το ’15, αυτή είναι η ευχή μου και για την θλιβερά γκροτέσκο τρελή σαραντάρα, τη μεταπολίτευσή μας: Να αποφασίσει ότι δεν ανήκει στο δράμα, αλλά στην τραγωδία. Στο είδος που δεν ολοκληρώνεται με δυστυχή κατάληξη, αλλά με κάθαρση περασμένη μέσα από το έλεος και τον φόβο. Συζητήσαμε εξαντλητικά από την αρχή της κρίσης τα αίτια και αιτιατά της κατάστασής μας, τα αναλύσαμε απέραντα, καταλήξαμε σε θλιβερές διαπιστώσεις, κουνήσαμε τα κεφάλια μας με απόγνωση, υποκριθήκαμε ότι βαλαμε μυαλό, κλαφτήκαμε πως “φταίει το ζαβό το ριζικό μας/ φταίει ο θεός που μας μισεί” για τα δεινά μας, εφηύραμε 1002 τρόπους όλα τριγύρω να αλλάζουνε κι όλα ίδια να μένουν. Τα κάναμε όλα αυτά για να κλέβουμε, όχι να κερδίζουμε, χρόνο, γιατί κατά βάση ήμασταν πολύ βολεμένοι στην κατάσταση που “όλα πήγαιναν ρολόι αλλά στράβωσαν, αφού οι προυποθέσεις του στραβώματος ενυπήρχαν σε όλους τους τομείς”. Ξέρουμε μετά από πέντε πλήρη ανάποδα χρόνια ότι, οι από μηχανής θεοί δεν θα μας κάνουν τη χάρη να εμφανιστούν, όσο και να επαναλαμβάνουμε κυκλικά το μοτίβο υβρις-άτις-νέμεσις-τίσις. Επίσης ξέρουμε πως, όπως πάντα, δεν έχουμε ξεμείνει από -δύσκολες και σκληρές- επιλογές:
Αλλάζουμε. Ή βουλιάζουμε. Μένουμε και φέτος μια θλιβερή, βαλκάνια ψαροκωστούλα, ζητιάνα, ψεύτρα, αλανιάρα, θλιβερή αρχαιοκάπηλος παλαιών μεγαλείων, μεταπράτης κοπανιστού αέρα και “ελληνικού φωτός”, που κηδεύει νεκροζώντανη, χωρίς ιδιαίτερη θλίψη, τη μεταπολίτευση στα σαράντα της. Ή “παλεύουμε με όλη μας τη δύναμη, μετράμε τα λάθη μας, μαζεύουμε τα πάθη μας, κάνουμε restart χωρίς να κλαιγόμαστε για τον χρόνο που χάθηκε” και τη γυρνάμε, όχι εύκολα και μαγικά, αλλά δι ελέου και φόβου, στα 40 της τη μεταπολίτευση από βρωμερή ψωροκώσταινα που με κατάθλιψη και απαισιοδοξία οδεύει προς την καταστροφή, σε ωραία (ας πουμε) Ρούλα που στα 40 της τολμά “αλλαγή παραδείγματος” και από την ποιμενική ροκ κρατάει και τραγουδάει το “νικάει πάντα ο επιμένων”.
Μας εύχομαι να διαλέξουμε το σενάριο που καταλήγει σε κάθαρση. Καλή μας χρονιά!