Στα 1616, ο ισπανικός στόλος αποπειράθηκε να αποβιβαστεί στα παράλια της Αλβανίας, αφού προηγουμένως ο Ισπανός ναύαρχος συνεννοήθηκε με τους χριστιανούς για να τον βοηθήσουν. Αλλά η επιχείρηση προδόθηκε από κάποιον τουρκαλβανό, τον Μεμέτ Μπογάς, ένα φοβερό εγκληματικό υποκείμενο που τον έτρεμε ολόκληρη η περιοχή.
Οι περισσότεροι από τους κατοίκους πιάστηκαν τότε κι εκτελέστηκαν, ενω έγδαραν τον αρχιεπίσκοπο Τρίκκης Διονύσιο, που πεθαίνοντας παρακαλούσε το Θεό να συγχωρήσει τους εχθρούς του.
Οι συγγενείς, όμως, των θυμάτων μόλις συνήλθαν κάπως από τη συμφορά, άρχισαν να κυνηγούν τον προδότη για να τον τιμωρήσουν όπως του άξιζε. Ωστόσο, εκείνος κρυβόταν καλά και δεν μπορούσαν να τον ανακαλύψουν.
Ο Μπογάς είχε ένα σκυλί που το λάτρευε. Ένα πρωί, λοιπόν, το έπιασαν και το κρέμασαν μέσα στο αμπέλι του αφεντικού του για να τον εκδικηθούν. Γρήγορα, όμως, κατάλαβαν ότι το ζώο δεν τους έφταιξε σε τίποτα και πήγαν να το ξεκρεμάσουν. Ωστόσο, το σκυλί είχε ψοφήσει κι κάπως έτσι έμεινε η παροιμία “πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι“.