Πρέπει να ήμουν πιτσιρίκι στο Δημοτικό όταν πρωτάκουσα το όνομα της. Ρένα Βλαχοπούλου! Καλοκαίρι, η χούντα στα πρώτα της βήματα και επιθεώρηση στον Βασιλικό κήπο, που είδαν, βεβαίως, οι μεγάλοι και όχι εμείς τα μικρά. Μόνο, που μια από τις επόμενες ημέρες, η μητέρα μου διηγιόταν στις φίλες της την ώρα που έπιναν καφέ, πόσο καλή ήταν η Ρένα Βλαχοπούλου, προχθές και πώς, με το νούμερο που έπαιξε, σατίριζε τους συνταγματάρχες! Εμείς τα μικρά, παίζαμε κάπου εκεί κοντά, αλλά όλο και κάτι έπιανε το αυτί μας από τις κουβέντες των μαμάδων. Κάπως έτσι πρωτάκουσα το όνομά της και –φαντάζομαι- θα το είχα ξεχάσει, αν δεν υπήρχαν τα καλοκαιρινά σινεμά στις γειτονιές στην Ελλάδα της δεκαετίας του ΄60.
Σε κάποιο από αυτά πρωτοείδα ελληνική ταινία, προφανώς της Finos Films, με πρωταγωνίστρια την Ρένα Βλαχοπούλου. Κωμωδία ήταν, όλη η παιδική παρέα διασκέδασε πολύ, και έτσι είδαμε και την επόμενη και πάει λέγοντας. Ήταν από τα πρόσωπα πού μέσα από τις ταινίες της καταλάβαινες πολύ εύκολα πόσο αυθεντική ήταν! Και αυτό, βέβαια, το κατάλαβα μεγάλος και όχι εκείνη την εποχή. Μπήκαμε στα χρόνια της δεκαετίας του ΄70, μπήκε η ασπρόμαυρη τηλεόραση στη ζωή μας, αλλά, ευτυχώς τα θερινά τα σινεμά εξακολουθούσαν να υπάρχουν… Κάπως έτσι, μέσα σε μυρωδιές από αγιόκλημα και γιασεμί μπήκαμε στην εφηβεία. Αρχίσαμε να βλέπουμε άλλου είδους ταινίες, ξένες, κάτι Τρυφώ, κάτι Κλωντ Λελούς και το ελληνικό σινεμά μπήκε στην άκρη. Όχι όμως η Ρένα Βλαχοπούλου…
Αυτή η γυναίκα μας έκανε να γελάμε, ακόμα κι αν δεν το θέλαμε, γιατί ήταν πολύ της μόδας να είσαι μουτρωμένος εκείνη την εποχή. Ήρθε και η μεταπολίτευση και όλα αυτές οι ταινίες της Finos Films ξεχάστηκαν ανεπιστρεπτί. Ανακαλύψαμε το μεγάλο σινεμά και χαθήκαμε, κάπου εκεί μέσα, σε ταινίες του Τσάρλυ Τσάπλιν μέχρι το «Θωρηκτό Ποτέμκιν». Και από δίπλα όλες οι ταινίες του Ιταλικού νεορεαλισμού. Ο Φελίνι, ο Παζολίνι, ο Βισκόντι ήταν η νέα πραγματικότητα που ανακαλύπταμε. Τώρα ήταν η εποχή πού μας αποκαλούσαν κουλτουριάρηδες. Και μας άρεσε! Παρόλα αν ξεμέναμε κάποιο βράδυ στο σπίτι και η ακόμα, ασπρόμαυρη τηλεόραση έπαιζε κάποια ταινία με την Βλαχοπούλου, δεν την κλείναμε. Ήταν η εποχή, πού μπορούσαμε να κρίνουμε γιατί μας άρεσε κάτι. Και η Βλαχοπούλου μας άρεσε για την αυθεντικότητά της. Ανεξάρτητα από το σενάριο και την υπόλοιπη ταινία, έβλεπες Ρένα Βλαχοπούλου. Με τους αυτοσχεδιασμούς της, γεννημένη κωμικός βλέπετε, σε έκανε να γελάς χωρίς να ντρέπεσαι.
Κάποια στιγμή, διάβασα στην εφημερίδα και δεν θυμάμαι ποιός το είχε γράψει, ότι η Ρένα Βλαχοπούλου ήταν η Λουσίλ Μπωλ της Ελλάδας. Και όποιος και να το είχε γράψει, είχε δίκιο! Τα χρόνια πέρασαν και μπορεί να μην τα έγραφα καν αυτά σήμερα, αν δεν τύχαινε να με πάρει ένας φίλος δημοσιογράφος για να δούμε στο θέατρο την Βλαχοπούλου. Έπαιζε την «Χαρτοπαίκτρα» και μετά την παράσταση θα πηγαίναμε για φαγητό. Η αλήθεια είναι ότι ήθελα πολύ να την γνωρίσω από κοντά. Κάπως έτσι την είδα να παίζει στο θέατρο για πρώτη και τελευταία φορά στην ζωή μου. Η εικόνα της που είχα στο μυαλό μου, όχι μόνο δεν ανατράπηκε αλλά δυνάμωσε. Αυτή η γυναίκα, πάνω στην σκηνή, έκανε ότι ήθελε. Αυτοσχεδίαζε. Ανέτρεπε την παράσταση, πού, τουλάχιστον τρείς φορές διακόπηκε για λίγο, επειδή οι υπόλοιποι ηθοποιοί δεν μπορούσαν να την παρακολουθήσουν. Έβαζαν τα γέλια με τις αυτοσχέδιες ατάκες της. Κάποια στιγμή δεν μπορούσαν να κρατηθούν και θυμάμαι την Έλντα Πανοπούλου να προσπαθεί, επί σκηνής, να συνέλθει από το νευρικό γέλιο πού την είχε πιάσει.
Μετά την παράσταση, πήγαμε για φαγητό σε ένα κινέζικο εστιατόριο. Εκεί η Βλαχοπούλου έκανε μια άλλη παράσταση, μόνο για τους παρευρισκόμενους. Μιμήθηκε άψογα τον καθένα μας, μετά τον σερβιτόρο, και στο τέλος, αφού είχαμε γελάσει μέχρι δακρύων, περάσαμε στην «σοβαρή» κουβέντα. Όταν της είπα ότι ήταν η μοναδική τραγουδίστρια που τραγούδησε τζαζ στην εποχή της, μου απάντησε πολύ φυσικά «μα, τραγουδίστρια της τζαζ ήμουν. Έτσι ξεκίνησα». Όταν κάποιος ηθοποιός της παρέας ανέφερε ότι οι κριτικοί τον χτυπούν ανελέητα, εκείνη του απάντησε πολύ απλά: «ο καθένας μας είναι μοναδικός. Όπως τα δέντρα έχουν τον ίσκιο που ρίχνουν. Έτσι κι εμείς ,ανάλογα με αυτό που είμαστε, ρίχνουμε τον ίσκιο μας. Άλλος έχει πιο μεγάλο, άλλος πιο μικρό. Αλλά όλοι μας έχουμε τον δικό μας ίσκιο. Μην σε απασχολούν οι κριτικές. Δεν τις πήρα ποτέ στα σοβαρά. Κάνε αυτό που θέλεις να κάνεις και τα αποτελέσματα θα τα βρεις μπροστά σου. Αν αξίζεις, καμιά κριτική δεν μπορεί να σε εξαφανίσει στην συνείδηση του κόσμου».
Ειπώθηκαν πολλά εκείνο το βράδυ, αλλά εγώ θα θυμάμαι πάντα μια γυναίκα ακομπλεξάριστη, θεατρίνα επί της ουσίας, που είχε να πει έναν καλό λόγο για τον καθένα. Με μια νεανικότητα συναρπαστική. Μετά από εκείνη την βραδιά, έψαξα και βρήκα όσες από τις ηχογραφήσεις της μπορούσα. Και εκεί κατάλαβα, ότι αν δεν την είχε κερδίσει το θέατρο και το σινεμά, θα είχε μείνει στην ιστορία σαν μια σπουδαία τραγουδίστρια. Σε αυτή την περίπτωση, βέβαια, θα είχαμε χάσει την σπουδαία ηθοποιό, πού το κείμενο που κρατούσε στα χέρια της, στο θέατρο ή το σινεμά, ήταν μόνο η αφορμή για να πάει παρακάτω.
Κάποιος Αμερικανός δημοσιογράφος έγραψε για την Λουσίλ Μπωλ ότι επί της ουσίας ήταν ένας φοβερός κλόουν. Για την Βλαχοπούλου δεν νομίζω να το έγραψε κανείς. Δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει καν καλές κριτικές για το παίξιμό της. Τελικά, δεν έχει καμιά σημασία. Αυτό που μετράει στο τέλος, όταν όλα όσα έχεις κάνει γίνουν ιστορία, είναι τι θυμούνται οι άνθρωποι για σένα. Και είμαι σίγουρος, ότι ακόμα και σήμερα, αν βγεις στον δρόμο και ρωτήσεις τον πρώτο περαστικό που θα δεις, τι σημαίνει γι΄ αυτόν το όνομα Ρένα Βλαχοπούλου, θα σου απαντήσει χωρίς καν να το σκεφτεί «γέλιο» και πως «αυτή η γυναίκα υπήρξε σπουδαία κωμικός». Και εκεί καταλαβαίνεις, μια και καλή, ότι αυτό που μετράει είναι η αυθεντικότητα και το ταλέντο. Που, αν το έχεις, σε πετάει στα ουράνια και γίνεσαι ο δικός τους άνθρωπος, έστω κι αν έχεις γεννηθεί σε άλλη εποχή.
Το πιο πιθανό είναι, ότι οι σημερινοί πιτσιρικάδες αγνοούν την τραγουδίστρια και την θεατρίνα Ρένα Βλαχοπούλου. Είναι σίγουρο όμως, ότι έχουν πέσει ή θα πέσουν σε κάποια ταινία της στην τηλεόραση. Και εκεί θα τους κερδίσει είτε σαν χαρτοπαίκτρα, είτε ντυμένη με τα πλουμιστά ρούχα των μιούζικαλ του Δαλιανίδη. Γιατί ο κινηματογραφικός φακός έχει αυτή την σπάνια ικανότητα. Να κρατάει ζωντανό ότι αξίζει…