Μια φορά κι έναν καιρό συμμετείχα σε οικογενειακό χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν. Σε ευρύ χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν για να είμαι ακριβής, που είχαν μαζευτεί δεκάδες συγγενείς και πάλι καλά που δεν μας μάζεψαν σφαγμένους με το ασθενοφόρο. Εν μέσω μεζέδων, λοιπόν, εν μέσω τσίπουρου και πόκας, έπεσε και συζήτηση πολιτική. Κι άρχισε ένα ξαδερφάκι να μας λέει ότι όλα τα κυβερνάει πλέον η τηλεόραση, άντε και λίγο το ραδιόφωνο και όποιον θέλουν ανεβάζουν και τον κατεβάζουν. Ακούγαμε εμείς, διότι το ξαδερφάκι ήταν -υποτίθεται- στα κόλπα μέσα, χώρια που είχε διοριστεί στο δημόσιο σε ηλικία 23 ετών.
Ακούγαμε προσεκτικά. Ώσπου, μετά από αρκετή ώρα μπουρδολογίας, σήκωσε το βλέμμα του απ’ το τραπέζι ένας άλλος ξάδερφος, πιο γηραιός και ολίγον μαδημένος. Ένας ξάδερφος με θητεία στο ΠΑΚ, που τις είχε βάλει τις μπομπίτσες του επί χούντας. Και κοίταξε τον διορισμένο με πικρό χαμόγελο και του είπε: «Άμα δεν μπεις στα καφενεία, δεν θα πάρεις ποτέ σου χαμπάρι τι γίνεται…».
Έκτοτε πέρασαν καμιά εικοσιπενταριά χρόνια. Τα περισσότερα καφενεία κλείσανε και ουκ ολίγοι απ’ τους θαμώνες του βλέπουν πλέον τα ραδίκια ανάποδα. Μας τελείωσε η συγκεκριμένη κουλτούρα και δικαιώνεται το ξαδερφάκι (συνταξιούχος εν τω μεταξύ…) με την εμπιστοσύνη την τυφλή στην τηλεόραση. Ή μήπως όχι;
Ενώ κλείνανε τα παλιά τα καφενεία με το τάβλι και τη δηλωτή, ανοίγανε τα καινούρια με το λάικ και το φαβ. Τα καφενεία του ίντερνετ, τα καφενεία των social media, το Facebook και το Twitter. Εκεί όπου κάθε άποψη μετράει το ίδιο με τη διπλανή της, εκεί όπου λειτουργεί η άμεση δημοκρατία, εκεί όπου στέκει περήφανο (παρότι ελαφρώς μετασχηματισμένο) το one man, one vote του μύθου. Εκεί όπου πρέπει να αγωνιστείς για να πείσεις, πρέπει να λιώσεις για να περάσεις άποψη, πρέπει να υψώσεις ανάστημα απέναντι στους κάθε είδους καρχαρίες. Εκεί όπου κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή να γίνεις ρεντίκολο και να γελάνε μαζί σου και τα σκυλιά, έτσι και αρχίσεις τις μαλακίες. Στους διαύλους του διαδικτύου.
Πάμε να δούμε μερικά νούμερα για τη συνέχεια. Όχι νούμερα απ’ αυτά που θα κατέβουν στις εκλογές, νούμερα από τα άλλα που, όπως έλεγε κι ο Λόρδος Κέλβιν, περιγράφουν τα φαινόμενα. Σύμφωνα με έρευνα της Ericsson (“TV & Media Study 2014”), η οποία δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα, σκίζει και στην Ελλάδα το φαινόμενο της second screen. Της δεύτερης, δηλαδή, οθόνης (έξυπνο κινητό, ταμπλέτα) που κρατάει στο χέρι ο καταναλωτής και μέσω αυτής σχολιάζει τα τεκταινόμενα στην τηλεόραση. Για παράδειγμα, 7 στους 10 γράφουν mail ή απαντούν σε αυτά την ώρα που βλέπουν TV, περισσότεροι από τους μισούς σερφάρουν στο ίντερνετ για να αντλήσουν πληροφορίες σχετικά με αυτό που βλέπουν και τουλάχιστον ένας στους τρεις συζητάει διαδικτυακά αυτό που βλέπει.
Ένα φρέσκο ιντερνετικό καφενείο εν ολίγοις, που αντικαθιστά επαξίως το παλιό. Και μάλιστα με συμμετέχοντες κυρίως από τις «δυναμικές» ηλικίες, από τους 15 ως 44 ετών, που δεν είναι πια και τόσο σταθεροί, αλλά εξακολουθούν να διαμορφώνουν απόψεις και συνήθειες. Αληθινός θησαυρός, με δυο λόγια και θήραμα πρώτης διαλογής για κάθε λογής ψηφολάγνους…
Εκεί νομίζω ότι θα παιχτεί φέτος η μεγάλη μάχη. Γιατί μπορεί ο Έλληνας και η Ελληνίς να βλέπουν ακόμη μπόλικη τηλεόραση (πρωτάθλημα παίρνουμε στον δυτικό κόσμο!), αλλά σερφάρουν κιόλας σαν παλαβοί και σαν παλαβές. Και στο σερφάρισμά τους αυτό ανταλλάσσουν θεωρίες, καταθέτουν στοιχεία, ρητορεύουν, μαλλιοτραβιούνται, επιχειρηματολογούν μέχρι τελικής πτώσεως. Και κάποιοι πείθονται κιόλας, κάποιοι αλλάζουν γνώμη, κάποιοι αρχίζουν να αναρωτιούνται και να υποψιάζονται. Σαν καφενείο δηλαδή, σαν μια σάλα γεμάτη ζωή και καυγά. Απουσιάζουν βεβαίως οι καπνοί, ο ιδρώτας και το “μπάπα μπούπα” από τα πούλια, αλλά έτσι είναι πάντοτε το νταλαβέρι. Κάτι κερδίζεις και κάτι χάνεις. Κάτι δίνεις και κάτι παίρνεις. Αρκεί στο τέλος να μη σου λείπουν η φωνή και η μούτζα. Έστω και σε ψηφιακή μορφή…