Παγκόσμια Ημέρα τηλεόρασης η Πέμπτη 21 Νοέμβρη, χωρίς να γιορτάζεται με… τυμπανοκρουσίες και πυροτεχνήματα. Όπως της πρέπει δηλαδή, μιας και ένας οργανισμός που συνδέθηκε όλα αυτά τα χρόνια με τη χώρα και τους πολίτες της, η ΕΡΤ, δεν είναι πια… εν ζωή.
Ήταν η Ελένη Κυπραίου στο πρώτο πλάνο, όταν στις 23 Φεβρουαρίου του 1966 η τηλεόραση δειλά μεν, επίσημα δε, παίρνει το επίσημο βάπτισμα του πυρός, με συντονιστή τον δημοσιογράφο Γεώργιο Κάρτερ. Από τότε, αλλάζει πολλά «φορέματα», κάνει lifting, ανάλογα με τα γούστα των -κατά καιρούς- «ερωμένων» ή κυβερνώντων, έως ότου στα 47 της, μεγαλοκοπέλα ούσα, τη στείλουν στο «ράφι»…
Μέχρι τότε, ως καλή «κυρία» ήταν πάντα εκεί, απέναντι από τον καναπέ, έτοιμη πότε να ψυχαγωγήσει, πότε να ενημερώσει, πότε να εκπολιτίσει… Σε λύπες, σε χαρές, εθνικές και ιδιωτικές, μόνιμα απέναντι από τον καναπέ.
Από το 1991, οι επιλογές γίνονται περισσότερες, στο παιχνίδι μπαίνουν νέοι παίκτες. Η 25χρονη τηλεόραση μοιάζει να ζει μια «χρυσή δεκαετία» και να κερδίζει την προσοχή όλων. Τα ιδιωτικά κανάλια αναδεικνύονται σε βαριά βιομηχανία παραγωγής τηλεανθρώπων, τηλεστάρ, εφήμερα αναγνωρίσιμων ανθρώπων…
Άξιοι και ταλέντα περιπλέκονται με ψώνια, ιδιοφυείς με wannabe. Καθρέφτης της κοινωνίας και αυτή. Η αθωότητά της με τον καιρό ξεφτίζει. Ο ανταγωνισμός, βλέπεις! Το ρίσκο περιορίζεται, τα φρέσκα μυαλά δεν είναι γοητευτικά και το ποντάρισμα πάει στην επανάληψη.
Ποια εκπομπή λείπει από τη σημερινή τηλεόραση;
Το ρωτήσαμε σε ανθρώπους που έχουν «τσακίσει» πληκτρολόγια γράφοντας για αυτήν. Όπως η Αλεξάνδρα Τσόλκα. Που την ξέρει από μέσα κι από έξω. Από την καλή και από την ανάποδη. Απαντάει χωρίς να έχουμε ολοκληρώσει την ερώτηση, με μια αναπνοή:
«Το “Μαλβίνα Hostess”. Μου λείπει αυτό το χιούμορ σαν χιονοστιβάδα της Μαλβίνας, η γλώσσα που τσάκιζε κόκκαλα, η ατρόμητη κριτική της, το βγάλσιμο της γλώσσας το κοροϊδευτικό που έκανε σε κάθε μορφή εξουσίας – από τη βασίλισσα της Αγγλίας, τον πρωθυπουργό της χώρας μέχρι τη Μαρία Σινιόρη που έλεγε τον καιρό. Μου λείπει η πίστη της για τους δικούς της αγίους κόντρα σε κάθε ρεύμα και μόδα. Μου λείπει που έκανε το δικό της εικονοστάσι, με αμαρτωλούς, κολασμένα πρόσωπα του περιθωρίου και μπορούσε να συνομιλεί επί ίσοις όροις με την γυαλιστερή, ινδαλματική Αλίκη Βουγιουκλάκη. Μου λείπει το πνεύμα της, η καλλιέργειά της, η γενναιότητά της, η ίδια. Και νομίζω ότι το κενό της είναι χαώδες και δυσαναπλήρωτο».
Ναι, πόσες Μαλβίνες μπορεί να παράξει μια χωρά; Και μάλιστα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα; Το θέμα δεν είναι, βέβαια, μια νέα «Μαλβίνα», αλλά μια νέα προσωπικότητα ελκυστική όπως εκείνη.
Την ίδια ερώτηση κλήθηκε να απαντήσει και ο Νίκος Νικητέας. «Κάθε Σάββατο καθόμουν για να παρακολουθήσω το “Κομφούζιο”, μαζί με την παρέα μου. Το λατρεύαμε, ήταν ανατρεπτικό όσο τίποτε άλλο. Εκπομπή νεανική ουσιαστικά και όχι μόνο επειδή την παρουσίαζαν νέοι άνθρωποι, τότε. Ο Αντώνης Κανάκης, ο πρόωρα χαμένος Αντώνης Παραράς, ο Σωτήρης Καλυβάτσης, ο Σωτήρης Βακάρος».
«Άκουγες πράγματα που μπορεί να τα έχουμε συζητήσει πριν από λίγο στην παρέα ή πράγματα που δεν γνωρίζαμε και αμέσως γινόταν το επόμενο θέμα συζήτησης. Αυτό το απρόσμενο δεν το έχει στο βαθμό που το διέθετε, η τωρινή παρέα του “Ράδιο Αρβύλα”. Μου λείπει και πιστεύω πως θα έκανε και σήμερα μεγάλη επιτυχία».
Από τη φωνή του Διακογιάννη, του Μαυρομάτη και του Συρίγου σε εκείνες τις μεταδόσεις που μας σηκώνουν την τρίχα, αναζητώντας στο διαδίκτυο, μέχρι την ανεπιτήδευτη τρέλα του Βλάσση Μπονάτσου, η σημερινή τηλεόραση μοιάζει πιο συγχυσμένη και αμήχανη από ποτέ.
Ένας «τουρίστας» της τηλεόρασης (έτσι προσδιορίζει ο ίδιος τη σχέση του με αυτήν), ο Νίκος Μουρατίδης, αναπολεί το «Αλάτι και πιπέρι» του Φρέντυ Γερμανού. «Βασιζόταν τόσο στην προσωπικότητα του παρουσιαστή, όσο και στην προσωπικότητα αυτών που φιλοξενούσε. Και μιλάμε για καλεσμένους μεγέθους Μελίνας Μερκούρη, Ζυλ Ντασέν, όχι Ελένη Φουρέιρα».
Η σκέψη πως μπορεί να μην υπάρχουν ανάλογοι καλεσμένοι στην σημερινή εποχή διαλύεται αμέσως… «Μπορεί να μην είναι του ίδιου μεγέθους, αλλά υπάρχουν καλλιτέχνες όπως η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, ο Παπαϊωάννου… Απλώς υπάρχει ένας ευτελισμός της τηλεόρασης. Σκουπιδαριό. Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, για παράδειγμα, δεν εμφανίζεται στην τηλεόραση και καλά κάνει. Αλλά θέλω να μιλήσω και για δύο άλλες εκπομπές που μου λείπουν. Η μία είναι η “Πρόσκληση στο studio”, που μεταδιδόταν κάθε Κυριακή με καλεσμένους. Και φυσικά, δεν μπορώ να μην αναφέρω το “Ζήτω το ελληνικό τραγούδι”, του Διονύση Σαββόπουλου. Ήταν εξαιρετικές εκπομπές. Είχαν concept, special πράγματα, ηχογραφήσεις μόνο για την εκπομπή. Δεν πήγαιναν απλώς τραγουδιστές να διαφημίσουν τον καινούργιο τους τραγούδι».
Ο Τζώνυ Βαβούρας ήταν ένας από τους «ήρωες», εκείνης της εποχής, κάπου στα μέσα των 80’s. Τους παρακολουθούσαμε παρέα με τον Γιάννη Ζουγανέλη, στα “Κουφώματα” και αρπάξαμε την ευκαιρία να τον ρωτήσουμε…
«Θα ήθελα να δω ξανά τις παλιές μουσικές εκπομπές, κυρίως με ζωντανή μουσική. Αλλά και κωμικές εκπομπές, έξυπνες και γρήγορες, όπως τα “Κουφώματα”, που είχαμε γράψει και γυρίσει με τον Νίκο Ζερβό και τον Γιάννη Ζουγανέλη. Αν έβλεπαν οι ηλίθιοι παραγωγοί την επιτυχία τους στο You Tube, θα τα ξαναγύριζαν επιτόπου. Αλλά τι δουλεύει σε αυτή τη χώρα;».
Ωστόσο από την τηλεόραση του χθες, λείπουν και οι μουσικές εκπομπές. Κάτι που φαίνεται και στην απάντηση του Στέφανου Δάνδολου. «Θα μου άρεσε να δω και πάλι το “Μουσικόραμα”. Αν και θα με τρόμαζε με τη μουσική του σήμερα. Θα μπορούσε άραγε με τη μουσική της δεκαετίας του ’80; Γενικά τηλεόραση ανοίγω για να δω κάποια ταινία ή ματς της ΑΕΚ»
«Water cooler effect». Ο ορισμός που δανείστηκε ο Πέτρος Μπούτος, πρώην πλέον διευθυντής Προγράμματος του MEGA, θέλοντας να περιγράψει το πόσο επηρεάζει ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα την καθημερινότητα, όταν και γίνεται αντικείμενο συζήτησης την επομένη από την ημέρα προβολής του. Και πού φτάσαμε; Να αναπολούμε τις σειρές του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Ναι, γιατί ο δημιουργός, με όσα και αν του καταλογίζανε, έκανε να έχουν άποψη ακόμη και τύποι που δεν έβλεπαν τα σίριαλ του. Είχε κάτι να πει…
Και αν ο Παπακαλιάτης δίχαζε… άνδρες – γυναίκες, υπήρξε ο Γιώργος Καπουτζίδης, η Δήμητρα Παπαδοπούλου, ο Αλέξανδρος Ρήγας, ο Δημήτρης Αποστόλου, σύσσωμοι οι «Απαράδεκτοι» με τις «Τρεις Χάριτες» μαζί, ο Ακάλυπτος, η Βάσια Τριφύλλη με τον «τοίχε τζους»… Ίσως και να μην ήταν τέλεια, ίσως και να τα υπερεκτιμήσαμε, αλλά πλέον παίρνουν κάτι από τη μαγεία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, έτσι κλειστά στο κουτί με τις παιδικές και εφηβικές αναμνήσεις.
Από την άλλη, δεν είναι όλα μαύρα. Σε κάθε εποχή, όλο και κάτι δεν θα άρεσε, όπως το περιέγραψε στο «Midnight in Paris» ο Woody Allen. Ζούμε μια μεταβατική περίοδο και πάντα μπορεί να οδηγηθούμε στο καλύτερο. Αν όχι, υπάρχει και το off.