Η αρχή σου δίνει πάντα μια απόλυτη ελευθερία. Μια ελευθερία να αφηγηθείς από το τέλος, απ’ τη μέση, από μια εικόνα, η μια σκέψη, απ’ το αποτέλεσμα ή ένα δευτερεύουσας σημασίας ήρωα. Ο Χανς Κριστιαν Άντερσεν άρχιζε πάντα από το «Μια φορά και ένα καιρό». Μια φορά και έναν καιρό και ακολουθούσε μια ιστορία λίγο θλιμμένη, πολύ ποιητική, με το καλό πάντα να κερδίζει ακόμα κι όταν δεν φαίνεται η νίκη, τους έρωτες να υποχωρούν, αλλά την αγάπη να αποθεώνει. Θλιμμένα παραμύθια, όλο συμβολισμούς, μυήσεις και αποχρώσεις συναισθημάτων. Σε τόπους φαντασίας, αποκλεισμένους για όλους όσοι μεγαλώσαμε και για όσους είναι μέσα χωρίς επιστροφή!
Θλιμμένη και η ζωή του. Γεννήθηκε στις 2 Απριλίου -παγκόσμια μέρα του παιδικού βιβλίου πλέον- του 1805. Ήταν γιος ενός φτωχού τσαγκάρη και μίας πλύστρας. Περιπλανώμενα παιδικά χρόνια, με φτώχεια, πείνα και καθόλου περισσεύματα δυνάμεων για χάδια και φιλιά. Κάποτε ριζώνουν στην πόλη Odense, δυτικά της Κοπεγχάγης. Όταν ο μικρός Χανς Κρίστιαν είναι μόλις 7 χρονών ο πατέρας του τον πηγαίνει στο θέατρο. Το αγόρι μαγεύεται! Για πάντα! Στα 11 του ο πατέρας του πεθαίνει. Η μητέρα του ξαναπαντρεύεται! Η αίσθηση του παρείσακτου γίνεται πια, παγιωμένο περιθώριο. Στα 14 του χρόνια, κάνει το πρώτο του μεγάλο ταξίδι–φυγής στην Κοπεγχάγη και προσπαθεί να μπει στο Βασιλικό Θέατρο. Είναι άσχημος, λιπόσαρκος και δεν γίνεται δεκτός. Ζει πολύ φτωχικά, αλλά συνεχίζει να προσπαθεί. Προσπαθεί να γίνει τραγουδιστής, ηθοποιός, χορευτής. Αποτυγχάνει σε όλα. Βυθίζεται σε μεγάλες σιωπές και μελαγχολία. Κάποτε, από σπουδαίο ευγενή της εποχής, που νιώθει λύπη έρχεται βοήθεια για να μορφωθεί.
Είναι ο καλός του άγγελος, ο διευθυντής και οικονομικός διαχειριστής του Βασιλικού Θεάτρου, Jonas Collin. Βλέπει τον Άντερσεν να αγωνίζεται, να προσπαθεί και να εισπράττει μόνο ήττα. Κανονίζει να πάει σε ένα σχολείο στο Slagelse. Όταν το 1826, ο διευθυντής του σχολείου, Simon Meisling, μετατίθεται στο Elsinore Grammar School, ο Χανς Κρίστιαν είναι ανεπιθύμητος. Γράφει το πρώτο του ποίημα, «Το παιδί που πεθαίνει», με αφορμή τα όσα δεινά παίρνει απ’ τον Meisling. Θα μεταφραστεί και στα γερμανικά και σιγά, οδυνηρά, όλο πληγές και εμπόδια, θα αρχίσει η καταξίωση, η αναγνώριση και κάπου στο μέλλον η ίδια η αθανασία.
Σπουδάζει φιλολογία αλλα δεν ολοκληρώνει τις σπουδές του! Παρουσιάζει τα πρώτα του θεατρικά έργα. Εκδίδει την ποιητικές συλλογή του, λιμπρέτα για όπερες, νουβέλες και φυσικά παραμύθια. 168 παραμύθια! «Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι», «Η βασίλισσα του χιονιού», «Το ασχημόπαπο», «Το μολυβένιο στρατιωτάκι», «Η μικρή γοργόνα», «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα», «Η Τοσοδούλα». 168 κλειδιά για αισθήματα. 168 κόσμοι παιδικοί, μυητικοί, παγωμένοι ή θερμοί, εκφυλιστικοί, φοβικοί ή ζαχαρένιοι, με μια θλίψη φωλιασμένη πίσω απ τις λέξεις, απώλειες, σκοτάδια και αστερία να λάμπουν προκαλώντας ευχές και ελπίδες!
Και το «Κοριτσάκι με τα σπίρτα». Και το «Χριστουγεννιάτικο Έλατο». Στο πρώτο δεν υπήρχε θέση στη γιορτή για ένα παιδί, γυμνό σχεδόν στα χιονιά, ούτε παιχνίδια, ούτε φαγητό, ούτε γλυκά, ούτε δώρα. Διωγμένο απ’ το πατερά του, σαν τα παιδιά των φαναριών, στην μητροπόλεις του κόσμου σήμερα. Ζεσταίνεται και ονειρεύεται στις σύντομη λάμψη της φλόγας των σπίρτων που πουλούσε για να πάει λεφτά στον πατέρα της. Όνειρα γιορτής, ζεστασιάς, όμορφων πραγμάτων, χορτάτου στομαχιού και αγάπης. Πεθαίνει απ το κρύο άλλα στην αγκαλιά του μόνο ανθρώπου που την είχε αγαπήσει, της γιαγιάς της. Στο άλλο θλιμμένο παραμύθι των Χριστουγέννων των αδιεξόδων ένα έλατο ονειρεύεται να είναι κάτι άλλο απ’ τη φύση του. Ονειρεύεται ταξίδια στην αρχή, στολίδια μετά, θαυμασμό και δόξα. Όταν όλα θα γίνουν θα καταλάβει πως θυσιάστηκε για το εφήμερο…
Ο Άντερσεν σκορπίζει μελαγχολία και αλήθεια πάνω στην χρυσόσκονη της ευτυχίας των Χριστουγέννων, αιώνια θλιμμένος, τόσο ώστε να επηρεάσει την παιδικότητα της ανθρωπότητας για πάντα… Στο τότε, όμως, εκείνος είχε επιτυχία και… Ταξίδια, βραβεία, λεφτά, γνωριμία με τον αγαπημένο του και αναγραφόμενο ως αντίπαλο δέος του, τον Τσαρλς Ντίκενς, τόποι μαγικοί, αρχαίοι όπως ο δικός μας και φωτεινοί ή πιο μοντέρνοι, τιμές και τίτλοι ευγένειας, δουλειά με τα παιδιά των εργατών εις μνήμη των θλιβερών δικών του, γκρι, παιδικών χρόνων.
Δεν κάνει οικογένεια. Γράφει για παιδιά, μιλεί με παιδιά, ανιχνεύει και αναμοχλεύει τους φανταστικούς κόσμους των παιδιών, αλλά δεν θα κάνει ποτέ δικά του! Έρωτες απελπισμένοι. Με αέρινες γυναίκες. Φτιαγμένες από σύννεφα, να του γλιστρούν απ’ τα χέρια. Τραγουδίστριες, χορεύτριες, ηθοποιοί. Καμία δικιά του, καταδικιά του. Σπασμένα κομμάτια ευτυχίας σε θρυμματισμένες υποσχέσεις!
Στις 4 Αυγούστου του 1875, ο μεγαλύτερος παραμυθάς όλων των εποχών, θα πεθάνει ύστερα από σύντομη ασθένεια. Ο εθνικός ύμνος της Δανίας είναι δικοί του στίχοι, το άγαλμα του είναι αξιοθέατο, τα έργα του βρίσκονται στις βιβλιοθήκες και κυρίως στις ψυχές όλων μας, είναι ένας ήρωας της χώρας του. Βρήκε καταξίωση, αναγνώριση, δόξα, αλλά ποτέ την ευτυχία. Καταδικασμένος σαν τους ήρωες των παραμυθιών στην απελπισμένη αναζήτηση της αγάπης που δεν του χαρίστηκε ποτέ, ακόμη και το «καλές γιορτές σε όλους» το είπε με παγωμένα δάκρυα θλίψης και με τη βεβαιότητα εκείνης της φρασούλας του, πως «το να ζεις μόνο δεν είναι αρκετό, είπε η πεταλούδα. Πρέπει να έχεις λιακάδα, ελευθερία και ένα μικρό λουλούδι»…