Διαβάζεις, διαβάζω, διαβάζουμε….Και μέσα στο χάος της πληροφόρησης, αναζητάς κάτι που θα σε αγγίξει, κάτι που θα ταυτιστείς μαζί του. Αναρωτιέσαι αν εσύ και οι φίλοι σου μπορούν να μπουν στην γενικότητα του «είστε μια γενιά που καταστρέψατε την Ελλάδα» ή του «η γενιά σας τα άρπαξε από όπου μπορούσε να τα αρπάξει». Και εκεί, σου βγαίνει η απάντηση, κι ας μην είναι αυτή που θέλουν να ακούσουν οι υπόλοιποι γύρω σου: Οχι, δεν τα αρπάξαμε όλοι!…
Γιατί ξέρεις ανθρώπους, κοντινούς σου, πού μπορεί να τους σύνθλιψε η ζωή, αλλά διάλεξαν από πολύ νωρίς με ποιούς θα πάνε και ποιούς θα αφήσουν. Τούς ξέρεις, μιλάς μαζί τους, και αναρωτιέσαι γιατί κανείς δεν τους δίνει τον λόγο. Αν ψάξεις την αιτία, ο λόγος είναι απλός. Δεν έχουν βήμα. Γιατί στην εποχή του life style, αν δεν είσαι το ίδιο, απλά δεν υπάρχεις. Και όποιος πιστεύει ότι το life style τελείωσε μαζί με τον Κωστόπουλο, «δεν ξέρει που πατάει και πού πηγαίνει».
Όπως στην δεκαετία του ΄60 ο μέσος Έλληνας μπολιάστηκε με τις μουσικές του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη και τον λόγο των μεγάλων ποιητών που μελοποίησαν, έτσι στις δεκαετίες του ΄80 και του ΄90, ο μέσος Έλληνας ταυτίστηκε με την Μύκονο και το σκυλάδικο. Και παράλληλα, με το δικαίωμα να αφήνει το εύκολο και το ευτελές να αποτελούν το βασικό γνώρισμα της ζωής του. Ακόμα και σήμερα, πού έχοντας την εμπειρία των τελευταίων χρόνων, όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχουν συμπατριώτες μας που πεινάνε, πού τους πετούν έξω από το σπίτι πού μένουν, στην «επίσημη» τηλεόραση, τον λόγο έχουν οι ξανθιές παρουσιάστριες. Και όταν το θεατρικό βραβείο «Κάρολος Κούν», πηγαίνει στον Σάκη Ρουβά, πολλοί από εμάς το θεωρούν φυσικό. Η μόνη υπόθεση εργασίας που μπορείς να κάνεις, είναι ότι όλοι αυτοί αγνοούν ποιος ήταν ο Κάρολος Κούν. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Είναι σα να λέμε ότι ένα μελλοντικό βραβείο «Θόδωρος Αγγελόπουλος», το παίρνει ο Μάρκος Σεφερλής για την σκηνοθεσία μιας παράστασης στο «Δελφινάριο». Τόσο απλό!
Εν πάσει περιπτώσει, μέσα σε αυτή την εποχή, ξεκίνησε να γράφεται “Ο άνθρωπος που έμενε στο Φάρο”. Η υπόθεση του, πολύ απλή. Ένας άνθρωπος σαν κι εμάς, γέννημα θρέμμα της δυτικής κοινωνίας και των σχολείων της, πολεμικός φωτογράφος στο επάγγελμα, έχοντας αηδιάσει από την χρυσόσκονη, πού έχουν ζήσει οι παλιοί του φίλοι, αποφασίζει να ζήσει σε μια νησίδα ελευθερίας, όπως την αντιλαμβάνεται ο ίδιος. Αγοράζει έναν εγκαταλειμμένο και μισογκρεμισμένο Φάρο κάπου στην Νότια Κρήτη και αποφασίζει να εγκατασταθεί εκεί. Τον επισκευάζει, έτσι ώστε να γίνει κατοικήσιμος, με τα χέρια του. Προσπαθώντας να προστατέψει τον εαυτό του, δεν αφήνει να τον πλησιάσει τίποτα από αυτά που έρχονται «απ΄ έξω». Το γεγονός ότι μια ανθρώπινη μονάδα δεν μπορεί να σταματήσει την ζωή, θέλει να το αγνοεί. Πληγωμένος είναι κι αυτός, όπως όλοι μας. Τουλάχιστον, προσπαθεί να μη λέει ψέματα στον εαυτό του. Και εκεί έρχεται η ζωή, η πραγματική ζωή, και του γκρεμίζει όλα τα «φράγματα», που έχει χτίσει. Του δείχνει ό,τι αυτό που κάνει κουμάντο, τελικά, είναι το συναίσθημα και όχι η τετράγωνη λογική, που του έμαθαν στο Πανεπιστήμιο.
Και εκεί, ανακαλύπτει από την αρχή, ό,τι η ζωή πάντα συνεχίζεται, και σε αφορά, ακόμα κι αν νομίζεις ότι της έχεις κλείσει την πόρτα. Όλα αυτά, με φόντο την ερημιά της Νότιας Κρήτης αλλά και την Αθήνα της κρίσης. Την Αθήνα που περιέγραψε, κάποτε, ο Τσίρκας σαν «την πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου». Την Αθήνα του 2013 πού μοιάζει κλεισμένη στον εαυτό της, με την εξαθλίωση και τον φόβο να κάνουν κουμάντο στον δρόμο. Κάτω από αυτή την επιφάνεια, όμως, υπάρχει η «άλλη» ζωή. Αυτή που μας κάνει όλους, νικητές και νικημένους, αντιμέτωπους με τον εαυτό μας. Εκεί διαλέγουμε, για άλλη μια φορά, με ποιούς θα πάμε και ποιούς θα αφήσουμε. «Κάντε πάντα το καλό, είναι ο μόνος δρόμος που οδηγεί στην ευτυχία», έλεγε η Έλλη Λαμπέτη στην ιστορική παράσταση της δεσποινίδας Μαργαρίτας πού ανέβηκε σε μια άλλη Αθήνα σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη. Και «ο άνθρωπος που έμενε στο Φάρο», ανακαλύπτει στα πενήντα κάτι του, πώς μόνο έτσι η ζωή προχωράει ουσιαστικά. Και σώζεται…
Σε αυτά τα ζητήματα δεν υπάρχουν συνταγές! Υπάρχει η προσωπική μας ευθύνη, μπροστά στα πράγματα, που πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Όσο καιρό έγραφα το βιβλίο, σκεφτόμουν ότι θα ήθελα να αρέσει σε πέντε ή έξη ανθρώπους. Που μπορεί και να μην γνωρίζω προσωπικά, με αφορά, όμως, η άποψή τους. Γιατί, όπως έγραψε πριν από πολλά χρόνια η Σιμόν Σινιορέ «αυτό που δεν μου ανήκει, δεν είναι οι αναμνήσεις μου, είναι η ζωή μου».
Πιστεύω ότι ο καθένας μας πλάθεται από τους άλλους και, από τη στιγμή που αφηγείται τη δικιά του ιστορία, αφηγείται την ιστορία των άλλων. Ακόμα και οι εκλογές πού μπορούμε να κάνουμε στη ζωή οφείλονται πάντα σε κάποιον άλλον, σε μια συνάντηση ή στο γεγονός ότι θέλουμε να στεκόμαστε ψηλά στην εκτίμηση ορισμένων ανθρώπων. Όχι πολλών, στ΄ αλήθεια. Γνωρίζω πολύ καλά αυτό που ονομάζω «συνείδηση» μου, είναι το βλέμμα πέντε ή έξι ανθρώπων. Όχι απαραίτητα ανθρώπων που βλέπω συχνά. Ανθρώπων που δεν έχουν ιδέα ότι είναι η συνείδησή μου. Εγώ, ξέρω ότι με παρακολουθούν…
Κάπως έτσι γράφτηκε «Ο άνθρωπος που έμενε στο Φάρο». Αφιερωμένος σε αυτούς τους λίγους, ανθρώπους που ξέρω ότι με παρακολουθούν. Ένας από αυτούς, είναι και ο γιος μου, που έχει το ίδιο όνομα με τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου…
*Το βιβλίο του Άγγελου Κουτσούκη «Ο άνθρωπος που έμενε στο Φάρο» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΦΙΛΝΤΙΣΙ.