Η Ελλάδα των 1.240.000 ανέργων, η χώρα που ο μη ενεργός πληθυσμός φτάνει τα 3.293.575 άτομα και οι εργαζόμενοι είναι 3.589.280 (επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ), είναι μια χώρα που οι άνθρωποί της ζούνε αγκαλιά με την απόγνωση και οι νέοι άνθρωποι μοιάζουν πιο απελπισμένοι από ποτέ. Έβλεπα τις ουρές στις τράπεζες που συνταξιούχοι περίμεναν να εισπράξουν τα 300 – 500 ευρώ που τους αναλογούν για να πληρώσουν ανάγκες, νοίκια, ν’ αγοράσουν φαγητό και να τσοντάρουν στ’ άνεργα παιδιά τους αλλά και να ψάξουν να βρούνε το μικρό, φτηνό δωράκι για το εγγόνι. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο, εκτός από την αρρώστια, για τον παππού και την γιαγιά από το να μην μπορούν ν’ αγοράσουν για τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους το “κατιτίς” του Άι Βασίλη.

“Ψαρεύοντας” στο διαδίκτυο βρήκα το κείμενο που θα διαβάσετε. Ο Κώστας Βάρναλης γράφει για τα χριστούγεννα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Τότε εκείνος, αρθρογράφος στην Ακρόπολη, περίμενε να πάρει την “αντιμισθία” του να πληρώσει το νοίκι του, να στείλει στις αδελφές του, να ξοφλήσει μέρος από τα χρέη του… και να γιορτάσει τα “Αλεξανδρινά” του Χριστούγεννα.

 

Το κείμενο που ακολουθεί είναι από το βιβλίο “Πεζός λόγος” του Κώστα Βάρναλη από τις εκδόσεις Κέδρος:
 

Ο  ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος αδιάκοπος εφύσα και ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους…

Ο κυρ Αλέξανδρος είχε νηστεύσει ανελλιπώς ολόκληρον το Σαρανταήμερον και είχεν εξομολογηθεί τα κρίματά του (Παπά-Δημήτρη το χέρι σου φιλώ!). Και αφού εγκαίρως παρέδωσε το χριστουγεννιάτικον διήγημά του εις την “Ακρόπολιν” και διέθεσεν ολόκληρον την γλίσχρον αντιμισθίαν του προς πληρωμήν του ενοικίου και των ολίγων χρεών του, γέρων ήδη κεκμηκώς υπό των ετών και της νηστείας, αποφεύγων πάντοτε την πολυάσχολον τύρβην, αλλά φιλακόλουθος πιστός, έψαλεν, ως συνήθως, με την βραχνήν και σπασμένην φωνήν του, πλήρη όμως ενθέου πάθους, ως αριστερός ψάλτης, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Ελισσαίου τας Μεγάλας Ώρας, σχεδόν από στήθους, και ότε επανήλθεν εις το πτωχικόν του δωμάτιον, δεν είχεν ακόμη φέξει!

Ήναψε το κηρίον του και τη βοηθεία του κηρίου (και του Κυρίου!) έβγαλε το υπόδημά του το αριστερόν, διότι τον ηνώχλει ο κάλος, και ημίκλιντος επί της πενιχράς στρωμνής του, πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος, ήκουε τας ορυγάς του κραταιού ανέμου και τους κρότους της βροχής και έβλεπε νοερώς τον πορφυρούν πόντον να ρήγνυται εις τους σκληρούς αιχμηρούς βράχους του νεφελοσκεπούς και χιονοστεφάνου Άθω.

Εκρύωνεν. Αλλά το καφενείον του κυρ Γιάννη του Αγκιστριώτη ήτο κλειστόν. Αλλά και οβολόν δεν είχε να παραγγείλει:

– Πάτερ Αβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ένα ποτηράκι ρακή ή ρώμι).

Εκείνην την χρονιάν τα Χριστούγεννα έπεσαν Παρασκευήν. Τόσον το καλύτερον. Θα νηστεύσει και πάλιν, ως το είχε τάμα να νηστεύει δια βίου κάθε Παρασκευήν δια να εξαγνισθεί ο αμαρτωλός δούλος του Θεού από το μέγα κρίμα της νεότητός του, που είδε τυχαίως από την κλειδαρότρυπαν την νεαράν του εξαδέλφην να γδύνεται.

Έκαμε τον σταυρόν του κι εσκεπάσθη με την διάτρητον βατανίαν του, όπως ήτο ντυμένος και με τα υποδήματα – πλην του αριστερού.

Και τότε ευρέθη εις την προσφιλήν του νήσον των παιδικών του χρόνων με τα ρόδιν’ ακρογιάλια, τας αλκυονίδας ημέρας, τας χλοϊζούσας πλαγιάς, με τα κρίταμα, την κάππαριν και τας αρμυρήθρας των παραθαλασσίων βράχων και με τους απλούς παλαιούς ανθρώπους, θαλασσοδαρμένους ή ναυαγούς, ζωντανούς και κεκοιμημένους.

Και ήλθεν ο Χριστός με το τεθλιμμένον πρόσωπον, η Παναγία η Γλυκοφιλούσα με το λευκόν και ένθεον Βρέφος της, ο Άγιος Στυλιανός, ο φίλος και φρουρός των νηπίων, η Αγία Βαρβάρα και η Αγία Κυριακή με τους σταυρούς και τους κλάδους των φοινίκων εις τας χείρας, ο όσιος Αντώνιος και Ευθύμιος και Σάββας με τας γενειάδας και τα κομβοσχοίνιά των· και ήλθε και ο όσιος Μωϋσής ο Αιθίοψ, “άνθρωπος την όψιν και θεός την καρδίαν”, η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια κρατούσα εις τας χείρας το μικρόν της ληκύθιον, το περιέχον τα λυτήρια όλων των μαγγανειών και επωδών, ο Άγιος Ελευθέριος, η Αγία Μαρίνα και είτα ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος με τα χαντζάρια των, με τας ασπίδας και τους θώρακάς των – ολόκληρον το Τέμπλον του παρεκκλησίου της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης εκεί επάνω εις τον βράχον τον μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας και λικνιζόμενον από το πολυτάραχον και πολύρροιβδον κύμα….

Φέγγος εαρινόν και θαλπωρή διεχύθησαν εντός του υγρού δωματίου και ο κυρ Αλέξανδρος λησμονήσας τον κάλον του ανεσηκώθη να φορέσει και το αριστερόν του υπόδημα δια ν’ ασπασθεί ευλαβώς τους πόδας του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων.

Αλλ’ η οπτασία εξηφανίσθη και ιδού ευρέθη εις τον Άι Γιάννην τον Κρυφόν, που εγιάτρευε τους κρυφούς πόνους κι εδέχετο την εξαγόρευσιν.

 

Δείτε το βίντεο όπου ο Νώντας Παπαγεωργίου (Εκδόσεις Μεταίχμιο) διαβάζει στην εκδήλωση “Τα Χριστούγεννα του Φτωχούλη“, στο βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Έκφραση της Λιβαδειάς τον Δεκέμβριο του 2011 το διήγημα του Κώστα Βάρναλη “ Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη“.