Η συνέντευξη θέλει την δική της τέχνη. Δεν αρκεί να βγάλεις το σημειωματάριο με τις έτοιμες ερωτήσεις, να “καρφώσεις” τον συνεντευξιαζόμενο στα μάτια κι ύστερα να τοποθετήσεις προσεχτικά τις λέξεις στη σειρά. Θέλει ταλέντο και αντανακλαστικά, δουλειά και εξοικείωση. Προπαντός όμως, θέλει να αγαπάς τους ανθρώπους. Και ακόμη περισσότερο από αυτούς, τις ιστορίες τους…

Πέντε δημοσιογράφοι με πολλές περγαμηνές, εμπειρία και υπογραμμισμένες διακρίσεις στο βιογραφικό τους, μας μιλούν για τις σπουδαίες προσωπικότητες από τις οποίες πήραν συνέντευξη αλλά και τον λόγο που τους άφησαν ένα μικρό σημάδι στην ψυχή.



Αλεξάνδρα Τσόλκα

Κλείνω περίπου 25 χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά! Έχω πια το αντιερωτικό σύνδρομο του γυναικολόγου μπροστά στο αντικείμενο εργασίας του! Έχω κάνει μέσα μου απομυθοποιήσεις, αποκαθηλώσεις, εκκαθαρίσεις! Έχω γκρεμίσει τα είδωλά μου, σαν τα σφυροδρέπανα που έπεφταν στη δεκαετία του ’90 σε όλα τα πρώην σοβιετικά τοπία! Αδιαφορώ για τους σταρ, τους επιφανείς, τους διάσημους, τους «celebrity». Αγαπώ στιγμές, βλέμματα, κάποια αγγίσματα την ώρα που το μαγνητοφωνάκι έγραφε και γύριζε η κασέτα στην σιωπή.

Θυμάμαι το άρωμα της Ειρήνης Παππά στην πρώτη μου συνέντευξη και πώς έτρεμα όλη, την τελευταία συνέντευξη στη ζωή της Δέσπως Διαμαντίδου και την υπόσχεσή μου να της πάω το περιοδικό που δεν πρόλαβα να τηρήσω, τον επικό Τίτο Βανδή να μου στύβει χυμό πορτοκάλι -για τις βιταμίνες!- και να μου λέει ιστορίες για τον Χίτσκοκ και τον Γούντι Άλεν, την αμηχανία και την εμμονή μου μπροστά στον μεγάλο Λάμα της Μογγολίας που χαμογελούσε με τα μάτια και πως γέλαγε δυνατά η Σπεράντζα Βρανά!

Θυμάμαι την Ελισάβετ Βακαλίδου με το υπέροχο ντύσιμο και τις όλο νύχτα συγκλονιστικές ιστορίες της, την Τζένη Χειλουδάκη σε μια λιμουζίνα να αστράφτει από ομορφιά και το χρυσό της τουαλέτας της, την Χάρις Αλεξίου στο σπίτι της στη Γλυφάδα, να βάζει έναν πίνακα μπροστά στο σβηστό τζάκι γιατί της θύμιζε «στόμα ανοιχτό», τον Γιάννη Πάριο να μην του αρέσει η σοκολάτα, την Μαλβίνα που σ’ όλα της τα σπίτια κάναμε συνεντεύξεις ξαπλωτές στο κρεβάτι της, ανάμεσα σε κούκλες – νύφες, τον Διονύση Σαββόπουλο, μεγάλο παραμυθά, να με κάνει να ρωτάω συνέχεια «Και μετά; Και μετά;»… Και μετά; Αυτοί και άλλοι πολλοί ζήσανε καλύτερα όσο μπορούσαν και εμείς ζήσαμε σκέτο… 

 

Νανά Παλαιτσάκη

Είναι πάρα πολύ δύσκολο να επιλέξω κάποιες «μαγικές συναντήσεις» με πρόσωπα που η συνάντησή μου, μαζί τους, με άλλαξε, με εξέλιξε και μ’ έκανε να πιστέψω πως η μεγάλη περιουσία που απέκτησα από την δουλειά μου, ήταν οι διασταυρώσεις μου με ιδιαίτερες προσωπικότητες…

Η συνάντησή μου με την Μελίνα Μερκούρη: Οκτώβριος του 1990. Έφτασα στο σπίτι της, στην οδό Αθηναίων Εφήβων, κρατώντας χρυσάνθεμα και με σφίξεις που είχαν χτυπήσει τρακοσάρι. Μου άνοιξε η Μανουέλα… Την φωνή της άκουσα πρώτα «Τζούλη ήρθε η Νανά, έλα»… Ήταν η Μερκούρη, καθισμένη στον καναπέ ξυπόλυτη: «Γύρνα να δω πως είναι τα μαλλιά σου κουρεμένα, είναι υπέροχα! Έρχεται και ο Τζούλη να σου φτιάξει καφέ»… Καθίσαμε μαζί μιλώντας 4,5 ώρες! Η Μελίνα μιλούσε και ταυτόχρονα έκοβε τα τσιγάρα της μ’ ένα ψαλίδι στη μέση… Της είπα «Μα οι γιατροί δεν σας το έχουν απαγορεύσει;» -«Ξέρω ότι θα πεθάνω, αλλά δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση να βλέπω τον ουρανό και τη θάλασσα από το σπίτι μου στην Ολυμπία, να πίνω καφέ και να καπνίζω ένα τσιγάρο». Ο  Ντασέν μου έφερε καφέ. Το χαρμάνι του κρατάει 25 χρόνια και θα συνεχίσει ακόμη…

Η δεύτερη προσωπικότητα για την οποία θέλω να μιλήσω ήταν η Δέσπω Διαμαντίδου. Με τον σκηνοθέτη Βασίλη Θωμόπουλο, ανεβήκαμε στο διαμέρισμά της στο Κολωνάκι για να ξεκινήσουμε την τηλεοπτική live κουβέντα μας. Η Δέσπω ήταν εντελώς τυφλή τότε. Μόλις άκουσε την αντίστροφη μέτρηση, 3, 2, 1 «είμαστε αέρα καλή εκπομπή» την είδα να ορθώνει το κορμί της και να «αισθάνεται» τη θέση της δικής της κάμερας. Κανένας τηλεθεατής δεν κατάλαβε ότι η Δέσπω είχε χάσει ολοκληρωτικά το φως της…


 

Ντέπυ Γκολεμά

Γνώρισα και μαγεύτηκα από τον John Rachel. Τον μεγάλο Άγλλο ειρηνιστή-ποιητή, σύζυγο της εστεμμένης «Μις Ευρώπη» το 1930, Αλίκης Διπλαράκου. Πήγα στο σπίτι τους στο Λονδίνο να τους παραδώσω μια κασέτα από μία εκπομπή του Φρέντυ που είχαν γυρίσει στις Σπέτσες. Μου έκαναν την τιμή να μου πάρουν το δείπνο. Σημειωτέον, το σπίτι τους θύμιζε περισσότερο παλάτι.Γνώρισα λοιπόν, αυτήν την τρομερή φυσιογνωμία και έμεινα άναυδη από τον τρόπο που μιλούσε και χειριζόταν τον λόγο. Εξαιρετικά απλός και καταδεκτικός. Περιποιητικός και ευγενής. Ένιωθα τυχερή. Δεν σου συμβαίνει συχνά να τρως μαζί με έναν Λόρδο. Θυμάμαι, στο δείπνο είχα μπροστά μου πόσα μαχαιροπήρουνα. Φοβόμουν μην κάνω γκάφα και δεν σηκώσω τα σωστά. Η συνάντησή μας έγινε ένα βράδυ στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Μόλις έφτασα στο αεροδρόμιο μια Rolls Royce με περίμενε να με οδηγήσει στο σπίτι τους…

Η δεύτερη μεγάλη προσωπικότητα ήταν η Μαρία Ρεζάν. Την άκουγα στο ραδιόφωνο και την θαύμαζα πολύ. Ήταν το είδωλό μου. 1980 λοιπόν, και πάω να εργαστώ στο «Βήμα». Με βάζουν να καθίσω σε ένα άδειο γραφείο. Δίπλα μου καθόταν μια κυρία με πολύ απλή εμφάνιση. Κάποια στιγμή χτυπά το τηλέφωνο και την ακούω να λέει «Μαρία Ρεζάν εδώ». Μόλις εκείνη την ώρα κατάλαβα πια γυναίκα καθόταν δίπλα μου. Κόντεψα πραγματικά να λιποθυμήσω. Ήταν μία εξαιρετική προσωπικότητα, αργότερα έγινα φίλη της. Θα πρέπει να σας πω ότι η Μαρία Ρεζάν κρατούσε τις σημειώσεις της στο χαρτί και έλεγε: «να πάω στη λαϊκή», «να πάρω από τον μπακάλη τρία κουτιά μακαρόνια», «να τηλεφωνήσω στον Καραμανλή». Όλες οι υποχρεώσεις -σημαντικές και όχι- στην ίδια λίστα. Τη θυμάμαι να μου λέει «όσο πιο πολύ δουλεύεις, τόσο πιο πολύ θα προχωρήσεις». Μου έδωσε επίσης, την πολύ μεγάλη χαρά να με πάρει μαζί της στη συνέντευξη που είχε με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ήταν πριν τις εκλογές του ’81. Εγώ κρατούσα το καλώδιο της ΕΡΤ για να δικαιολογήσω το πως μπήκα στο Καστρί (γέλια).


 

 

Άρης Δαβαράκης

Θυμάμαι μια συνέντευξη με τη Μελίνα Μερκούρη για το περιοδικό “Ένα”. Ήταν η μόνη που της είχα πάρει αλλά ήταν πάρα πολύ σημαντική, γιατί εκείνη την εποχή είχε ασθενήσει από καρκίνο και είχε αρχίσει ήδη τις θεραπείες. Ήταν αρκετά καταβεβλημένη. Μαζί με τη συνέντευξη κάναμε και μια ασπρόμαυρη φωτογράφιση, προχωρημένη για την εποχή της. Ήταν ανάμεσα στο 1988 – 1990. Αποφασίσαμε να μιλήσει για τον καρκίνο ανοιχτά, προκειμένου να βοηθηθούν και άλλοι άνθρωποι. Τον τίτλο της συνέντευξης τον διάλεξε εκείνη. «Κοιτάξτε τον καρκίνο στα μάτια». Ήθελε να πει τον καρκίνο με το όνομά του. Να πάψει αυτό το ταμπού και οι χαρακτηρισμοί «η κακιά αρρώστια». Ήθελε να πείσει τον κόσμο ότι αυτή η ασθένεια μπορεί να γιατρευτεί. Μου μετέδωσε εκείνη την ημέρα όλη τη δύναμη ψυχής που είχε. Μου έκανε ένα μεγάλο δώρο…


Η δεύτερη προσωπικότητα ήταν ο Δημήτρης Χορν. Πήγα να του πάρω συνέντευξη ένα βράδυ μετά το τέλος μιας παράστασης που ανέβαζε στο θέατρο Μουσούρη. Φτάσαμε μαζί στο σπίτι του στην οδό Βασιλέως Γεωργίου. Δειπνήσαμε σε ένα από τα δύο σαλόνια του σπιτιού και αρχίσαμε την κουβέντα. Κατά τις 4 το ξημέρωμα μου είπε: «Δεν κάναμε τη συνέντευξη σήμερα αλλά κάναμε μία πολύ ωραία κουβέντα. Πέρνα αύριο να την κάνουμε». Αυτό γινόταν επί 15 συνολικά ημέρες. Κάθε βράδυ εγώ πήγαινα σπίτι του και η κουβέντα μας κρατούσε μέχρι τα ξημερώματα. Η χαρά μου ήταν μεγάλη. Προσπαθούσα αυτή η συνέντευξη να μην τελειώσει. Κάποια στιγμή λοιπόν, μετά από τόσες συνεχόμενες επισκέψεις στο σπίτι του και ατελείωτες κουβέντες για ζητήματα προσωπικά του που δεν γίνεται να γραφτούν, μου είπε: «Τώρα πια νομίζω ότι έχεις έτοιμο όλο το υλικό της συνέντευξης». Ήταν ένας πάρα πολύ γοητευτικός άνθρωπος. Ευγενής, τζέντλεμαν με πολύ καλή αίσθηση του χιούμορ. Μαγευόσουν από τον Δημήτρη Χορν.


 

Αντώνης Μποσκοΐτης

Πολλά είναι τα πρόσωπα, με τα οποία έχω συνεντευξιαστεί τα τελευταία 14 χρόνια, από τότε δηλαδή που ξεκίνησα να αρθρογραφώ στα έντυπα -το καθένα, σίγουρα, με τη δική του αξία. Ωστόσο, δύο συνεντεύξεις έχω ξεχωρίσει και από την άποψη του περιεχομένου τους, αλλά και όλων των επιμέρους στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων του χώρου και του χρόνου τους.

Η μία είναι με την Αρλέτα. Πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 2009, στην οικία της στην Κυψέλη, λίγους μήνες μετά την περιπέτεια της υγείας της. Ήμουν ο πρώτος δημοσιογράφος που θα έβλεπε, «κλεισμένη» η συνάντησή μας από τη συνεργάτιδα της, εργαζόμενη στην τότε Lyra και φίλη μου, Σωτηρία Μπαβέλου, για το περιοδικό «Δίφωνο». Ομολογώ πως δεν είχα ιδιαίτερο άγχος, αφού ποτέ δεν βγάζω ερωτήσεις από πριν και πάντα καθοδηγώ τη συνέντευξη εν είδει φιλικής κουβέντας. Η Αρλέτα, όσο σπάνια φλέβα χιούμορ διαθέτει, άλλο τόσο δύσκολος άνθρωπος είναι. Είναι από τους ανθρώπους που πρέπει να βρεις το «κουμπί» τους, μολονότι η ίδια λύνεται και μιλάει -ενδεικτικό της έμφυτης αθωότητάς της. Είπαμε πολλά, σχεδόν καταγράφηκαν και δημοσιεύθηκαν στο σύνολό τους, αν και άκουσα ιστορίες για πρόσωπα και καταστάσεις που δεν γίνονταν να δημοσιοποιηθούν. Στο τέλος, η Αρλέτα έβγαλε μολύβι και μπλοκάκι και με σκιτσάρισε κι εγώ, ως αντίδωρο, τη φωτογράφισα πλάτη με ανοιχτή ομπρέλα μπροστά στο μπαλκόνι της. Έκτοτε, χωρίς να γίνουμε φίλοι, τη συνάντησα ακόμη τρεις-τέσσερις φορές, πάντα στο σπίτι της.

Η άλλη είναι με τον σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο. Το ίδιο ακριβώς διάστημα, μου ανατέθηκε να του πάρω συνέντευξη για το περιοδικό «Culture» του Επενδυτή, με αφορμή την καινούργια τότε ταινία του, τη «Σκόνη του χρόνου». Ήξερα πως η συνέντευξη θα έβγαινε μεγάλη, γι’ αυτό και ζήτησα επιπλέον σελίδες ώστε να μην περικοπεί. Συνάντησα τον Τεό στο γραφείο της οικίας του στο Παλαιό Ψυχικό και παρά το δεδομένο αρχικό δέος μου, γρήγορα βρεθήκαμε να μιλάμε για κοινούς γνωστούς από τον χώρο του ελληνικού κινηματογράφου. Ιστορίες με χιούμορ. Θυμάμαι ότι όλο τελείωνε η συνέντευξη και όλο ξανάνοιγα το κασετοφωνάκι, αφού όποτε έκανα να φύγω, η συζήτηση συνεχιζόταν στο όρθιο, στην πόρτα του. Πράγματι, δημοσιεύθηκε απλωμένο εξασέλιδο στο Culture και αναδημοσιεύθηκε στην ετήσια έκδοση του εντύπου. Κρατάω εκείνο το τηλεφώνημα του συγχωρεμένου, όταν βγήκε η συνέντευξη και την διάβασε. Με ρώτησε αν ήθελα να μπει σε μία γαλλική έκδοση για το έργο του, μεταφρασμένη στα γαλλικά. Τεράστια τιμή και ποτέ δεν έμαθα τι έγινε τελικά…