Κάποτε, στην ευτυχισμένη εποχή της Ζακύνθου, όταν η αριστοκρατία έδινε τις περίφημες εκείνες βεγγέρες της, στο σπίτι ενός Ζακυνθινού άρχοντα –που κανείς δεν αναφέρει το όνομά του- σύχναζαν δύο περίφημοι τύποι: ένας φαρμακοποιός και ένας ανώτερος υπάλληλος Τραπέζης, που διαρκώς βρίσκονταν στα… μαχαίρια, εξαιτίας τα τράπουλας.

Έτσι, ο Ζακυνθινός άρχοντας τούς προσκαλούσε συχνά στις βεγγέρες του, μόνο και μόνο για να διασκεδάσει τόσο αυτός, όσο και η συντροφιά του. Ο τραπεζικός έχανε διαρκώς, ενώ ο φαρμακοποιός κέρδιζε πάντα.

Ένα βράδυ, όμως, άλλαξε η τύχη του πρώτου και ήρθε η σειρά του να ξετινάξει το δεύτερο. Του πήρε, λοιπόν, όλα τα χρήματα που κρατούσε κι έμεινε κι ένα μικρό χρέος.

 

Την επομένη του παιχνιδιού, ο τραπεζικός αισθάνθηκε κάποια κοιλιακή ανωμαλία και ο γιατρός τον συμβούλεψε, να πάρει λίγο καθαρτικό. Πήγε, λοιπόν, στον… άσπονδο φίλο του φαρμακοποιό, να του εκτελέσει τη συνταγή.

Ο υπάλληλος, όμως, μόλις πήρε το ρετσινόλαδο, αντί να τον πληρώσει, του είπε ότι μ’ αυτό «πατσίζανε» εκείνα που του χρωστούσε στα χαρτιά.

-Τι σχέση έχει ο φάντες με το ρετσινόλαδο; Του είπε. Το χαρτί, χαρτί κι η δουλειά, δουλειά, τζογούλα μου!…

* Από το βιβλίο του Τάκη Νατσούλη “Λέξεις και Φράσεις Παροιμιώδεις”, Σμυρνιωτάκης Εκδοτική.