Ο Τζ. Έντγκαρ Χούβερ, ο διαβόητος διευθυντής του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών των ΗΠΑ, γνωστός για τον μανιώδη αντικομουνισμό, τον πουριτανισμό και τη κρυψίνοιά του, δεν ήθελε άσχετους να ανακατεύονται στα πόδια του και δη στα πλοκάμια του αδιαφανούς οργανισμού που είχε στήσει και εξουσίαζε –κατόπιν εορτής, μετά τον θάνατό του το 1972, οι λόγοι της μυστικοπάθειάς του έγιναν ευρέως γνωστοί αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
Έτσι, όταν το 1964 πληροφορήθηκε ότι ο πολύτιμος οργανισμός του θα φιγουράριζε στην ταινία «Goldfinger» («Χρυσοδάχτυλος») με ήρωα τον πράκτορα 007, ο Χούβερ καθόλου δεν χάρηκε. Σε αντίθεση με τους σύγχρονους γκουρού των δημοσίων σχέσεων, που διακηρύσσουν ότι η προβολή με κάθε μέσο είναι αυτοσκοπός, ο ισχυρός ανήρ του FBI ήθελε, αν αυτό ήταν δυνατόν, ακόμα και το όνομα του Γραφείου να προφέρεται κατόπιν γραπτής άδειας. Η ιδέα λοιπόν ότι ένας έστω και φανταστικός πράκτορας θα βρίσκονταν στο επίκεντρο της προσοχής όλων, γεννώντας αναπόφευκτα σκέψεις και απορίες, τον αρρώσταινε.
Ο Χούβερ δεν είχε συνηθίσει να παρακούν τις εντολές του –η εξουσία του ήταν απόλυτη και ακόμα και οι εκλεγμένοι πρόεδροι των ΗΠΑ έτρεμαν την οργή του, αφού ήξεραν ότι η ικανότητα του να κατασκευάζει ειδήσεις και να πετάει λάσπη ήταν ανεπανάληπτη. Όταν λοιπόν ανακάλυψε ότι η κινηματογραφική εταιρεία που είχε πάρει τα δικαιώματα του βιβλίου, η United Artists, δεν σκόπευε να υπαναχωρήσει στις πιέσεις του –είχε ήδη καταβάλει το σεβαστό για την εποχή ποσό των 300.000 δολαρίων γι’ αυτό μόνο και είχε προϋπολογίσει άλλα τρία εκατομμύρια για την παραγωγή-, ο άρχων του σκότους εξαπέλυσε τους πράκτορές του να μάθουν τα πάντα για τους συντελεστές της ταινίας.
Οι πράκτορες ξεκίνησαν από τα εύκολα. Τον βίο και την πολιτεία του Ίαν Φλέμιγκ, του φλεγματικού Εγγλέζου συγγραφέα και δημιουργού του Τζέιμς Μποντ που απεβίωσε τον Αύγουστο του 1964. Η έρευνα αποδείχθηκε άκαρπη. Όπως ανακάλυψαν τα λαγωνικά του Χούβερ, ο συγγραφέας είχε γίνει επανειλημμένα αντικείμενο έρευνας χωρίς αποτέλεσμα και, εκτός αυτού, ο Τζον Κένεντι είχε δημοσίως εκφράσει την αγάπη του προς τα βιβλία του συγγραφέα.
Συνέχισαν με τον Χάρι Σάλτζμαν, τον Καναδό κινηματογραφικό παραγωγό που έκανε την τύχη του όταν σκόνταψε πάνω στα βιβλία του Φλέμινγκ. Τα αποτελέσματα υπήρξαν ανεμικά. Τίποτα μεμπτό δεν βρέθηκε στο παρελθόν του κινηματογραφικού παράγοντα, που να καθιστά εφικτή την απαγόρευση της ταινίας.
Οι έρευνες ολοκληρώθηκαν με την ενδελεχή μελέτη του παρελθόντος του σεναριογράφου Ρίτσαρντ Μέιλμπαουμ. Όμως, ούτε αυτή απέδωσε τα αναμενόμενα.
Ο Χούβερ ενορχήστρωσε την επιχείρηση εναντίον των συντελεστών του «Χρυσοδάχτυλου» επειδή, κατά δήλωσή του, τα έργα του Φλέμινγκ ήταν γεμάτα σεξ και περίεργες καταστάσεις. Το γεγονός δεν είναι περίεργο, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι υπήρξε σθεναρός υπερασπιστής του δόγματος της τάξης και της αρετής και ότι επί των ημερών του χιλιάδες άνθρωποι διασύρθηκαν για πράξεις ή παραλήψεις τους εντός των τειχών του σπιτιού τους. Ωστόσο απορία προκαλεί ο ερασιτεχνικός τρόπος με τον οποίο διεξήχθη η έρευνα, όπως φανερώνουν τα ντοκουμέντα που ήρθαν πρόσφατα στη δημοσιότητα. Τα ονόματα των ενεχομένων είναι συχνά λάθος, οι έρευνες επιφανειακές, τα συμπεράσματα παιδαριώδη. Ακόμα και ο Φέλιξ Λέιτερ, ο πράκτορας της CIA στην ταινία αναφέρεται ως πράκτορας του FBI.
Το μοναδικό συμπέρασμα από όλη αυτή την ανακατωσούρα που ήρθε στο φως είναι ότι, παρά τις εξουσίες του, το FBI ήταν ένας γραφειοκρατικός οργανισμός, ελάχιστα αποτελεσματικός, στον οποίο υπηρετούσαν υπάλληλοι χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τη δουλειά τους. Ίσως λοιπόν ο Χούβερ να είχε δίκιο που προσπάθησε να φρενάρει την πορεία του 007, του ακαταπόνητου και λαμπερού πράκτορα με τα αστέρευτα αποθέματα τόλμης και ευφυΐας. Ίσως ο στόχος του να ήταν να προστατέψει το αγαπημένο του FBI από συγκρίσεις που θα έβλαπταν τη εικόνα του.