Τέσσερα χρόνια πήρε στον Μένη Κουμανταρέα να ολοκληρώσει το τελευταίο μυθιστόρημά του. Άρχισε να το γράφει, κατά δήλωσή του, στις 21 Σεπτεμβρίου του 2010 όταν έφυγε από τη ζωή η σύζυγος του πεζογράφου, Λιλή, χτυπημένα από τον καρκίνο, και το τελείωσε λίγο πριν από την δημοσίευσή του τον Οκτώβριο του 2014. Και φυσικά, είναι αφιερωμένο σε εκείνη. Στο φως της ζωής του –στο βιβλίο, μετά τον θάνατό της, οι λάμπες καίγονται στο διαμέρισμά τους η μία μετά την άλλη- στην σανίδα σωτηρίας του, στην εξομολογήτρια και προστάτιδά του.

Ο «Θησαυρός του χρόνου» δεν είναι μια απλή αυτοβιογραφία. Στις σελίδες του σφιχταγκαλιάζονται πραγματικά γεγονότα και φανταστικά πρόσωπα σε ένα σύμπλεγμα όπου η εξομολόγηση δεν ξεχωρίζει από την παραίσθηση. Κι αν η αφήγηση δεν προσφέρεται για ηδονοβλεπτικές απολαύσεις –ούτε για εύκολες απαντήσεις την επαύριο του θανάτου του συγγραφέα- είναι εντούτοις ενδεικτική μια στάσης ζωής και μια φιλοσοφίας που σημάδεψε τους ανθρώπους της γενιάς του.

Απόψε αφήνω πάλι τη Λιλή μόνη, αφού πρώτα βεβαιωθώ ότι κοιμάται, κι αρχίζω τα σουλάτσα. Παλιά στέκια, δρόμοι λησμονημένοι, με ονόματα λησμονημένα, ευεργετών, ηρώων, φιλελλήνων, γνωστών που σήμερα είναι άγνωστοι, δρόμοι που οδηγούν σε ερειπωμένα σπίτια, χαμοκέλες, μπαρ που μοιάζουν με φαρμακεία που διανυκτερεύουν, διαμερίσματα-κλουβιά που βλέπουν σε φωταγωγούς.

Φωταγωγός είναι σήμερα πια η πόλη. Κι ας απέκτησε λουσάτα μαγαζιά και εμπορικά κέντρα, διαφημίσεις που αναβοσβήνουν, καταστήματα υγιεινής διατροφής, κέντρα που ξενυχτούν, εμένα μου φαίνεται πιο σκοτεινή κι ασφυκτική παρά ποτέ. Δεν ξέρω αν όσοι βαδίζουν πλάι μου είναι άνθρωποι ή ίσκιοι, δικοί μας ή ξένοι. Κανονικοί ή χαπακωμένοι. Οι μαύροι μοιάζουν με μπάλωμα στο δέρμα της νύχτας, κι ακούω τις χρωματιστές πουτάνες να ξεσκίζονται σε γέλια και λαρυγγισμούς. Πέρα, στο βάθος, κάτω από σήραγγες, γέφυρες κι ανισόπεδες διαβάσεις, ακούω τα’ αυτοκίνητα με λάστιχα ξεφούσκωτα, λαχανιασμένα. Η σειρήνα κάποιου ασθενοφόρου ρίχνει ένα φως εναλλασσόμενο σαν διαφήμιση που περιοδεύει. Δεν ξέρω αν μέσα εκεί βρίσκεται κάποιος μεθυσμένος, τρυπημένος ή αυτοκτόνος που ψυχορραγεί με μάσκα οξυγόνου και μπηγμένο στις φλέβες του έναν ορό. Οι σειρήνες των περιπολικών οργώνουν την άσφαλτο και οι κλούβες αράζουν σε νευραλγικά σημεία, φυλακές σε τουρνέ, που μαζεύουν κομπάρσους στο έγκλημα.

Τι θα ‘λεγε η Λιλή αν ήξερε που γυρίζω!

Μια ταμπέλα ξεθωριασμένη από τα καυσαέρια, να χορεύει με τους αέρηδες και μουντζουρωμένη από τα παιδιά των γκράφιτι, δηλώνει την είσοδο του ξενοδοχείου, απ’ αυτά που καταχρηστικά ονομάζουν «δι’ οικογενείας». Προσπαθώ να διαβάσω τα ξεβαμμένα γράμματα, σαν αρχαία ταφική επιγραφή: Ξενοδοχείο «Η Ωραία Θεσσαλία». Με την είσοδό μου χτυπάει ένα καμπανάκι, μαζί κι ένα άλλο, που αυτό ηχεί κάπου βαθιά μες στο μυαλό μου. Στο γκισέ ένας γέρος, φωτισμένος με μια λυχνία νυκτός, ακουμπά με όλο το βάρος των αγκώνων του πάνω στο βιβλίο εισερχομένων πελατών. Το κεφάλι του γέρνει επικίνδυνα προς τα μπρος σε άσκηση υπνοβασίας. Από στιγμή σε στιγμή, νομίζω, θα κοπεί πέφτοντας πάνω στο ανοιχτό βιβλίο, σαν άλλη κεφαλή του Βαπτιστή.

……………………………………………………………………………….

 

 

«Λοιπόν;» με ρωτάει ο παράδοξος ταξιτζής μου. «Πώς τα περνάτε αυτές τις δύσκολες στιγμές;»

Τον κοιτάω καχύποπτα. Πού ξέρει αν εγώ περνάω δύσκολες στιγμές;

«Καλά, λοιπόν», αποκρίνεται μόνος του. «Το καλύτερο είναι να το διασκεδάσουμε. Το έχετε και το έχω ανάγκη. Παρακαλώ», λέει στον μπάρμαν, «αυτό δε είναι ποτό. Ένα Brancusi για τον κύριο, παρακαλώ».

Ο θεός Κάλι αποσύρει με ένα από τα πολλά του χέρια το Gordon’s Space και μου σερβίρει σ’ ένα κωνικό ψηλό ποτήρι ένα υποκίτρινο υγρό, όπου επιπλέουν κόκκινες φουσκάλες σαν παραγινωμένες φράουλες.

«Πλήρες, παρακαλώ», διατάσσει ο απαίσιος συνοδός μου.

Ο θεός Κάλι, μ’ ένα ταχυδακτυλουργικό παίξιμο στα δάχτυλα, ρίχνει από ένα σκεύος που μοιάζει με αλατιέρα μια περίεργη σκόνη, που αμέσως κάνει το ποτό μου ν’ αφρίσει, κι εμένα να φτερνιστώ.

Την  ίδια στιγμή η μούμια ο σοφέρ με σπρώχνει στο βάθος του μαγαζιού που, αν δεν είναι καθρέφτης, πάντως πολλαπλασιάζει τα είδωλά μας.

Ο κόσμος που αντικρίζω είναι ένα βενετσιάνικο καρναβάλι. Άψογα ενδεδυμένοι με απαστράπτοντα ρούχα εποχής, περιδέραια, βαρύτιμα δαχτυλίδια, λευκές περούκες και μάσκες ιριδίζουσες με γαμψές μύτες. Οι χειρονομίες κομψές, τα νεύματα όλο νόημα, τα χαμόγελα επιπλέουν σαν γόνδολες σε κανάλι.

«Τι είναι εδώ;» ρωτώ.

«Θα το δείτε μόνος σας», μου λέει ο ολέθριος διασκεδαστής.

Στο βάθος του καθρέφτη, σκαραφαλωμένο σε’ ένα ψηλό σκαμπό, κάθεται ένα ολόγυμνο αγόρι.

«Τι λέτε τώρα;» μου λέει ο αυτοσχέδιος νταβατζής. «Σας αρέσει;»

«Καθόλου», λέω πεισματικά.

Έτσι γυμνός μ’ αυτές τις τριχάρες στα πόδια, το ασπριδερό δέρμα, το βουλιαγμένο στήθος και τις ωμοπλάτες σαν κέρατα βοδιού, πώς να μου αρέσει;

«Το πρόσωπο;»

«Δεν πρόσεξα το πρόσωπο. «Ένα κοινό, αξύριστο αγόρι».

«Και όμως», μου λέει, «για τον ίδιο νεαρό ντυμένο, προκειμένου να βγάλει τα ρούχα του, θ’ αδειάζατε το πορτοφόλι σας, κύριε».

Ήταν δυνατόν να το κάνω ποτέ αυτό εγώ; Ή μήπως έχει δίκιο; Άραγε, όλοι αυτοί που έφτιαχναν ένα μπουκέτο ολόγυρά μας, ντυμένοι με δαντέλες, βελούδα, λουστρίνια, μπότες ως το γόνατο, μήπως γυμνοί δεν θα παρουσίαζαν το ίδιο θλιβερό θέαμα, όσο και το καχεκτικό αγόρι πάνω στο σκαμπό;

«Είδατε, κύριε», ακούω το απαίσιο οδηγό να μου λέει. «Τι άλλο είναι η επιθυμία για το ανθρώπινο σώμα παρά μια μορφή ανθρωποφαγίας! Τι μας ξεχωρίζει από τις φυλές των αγρίων στην Αφρική που εξασκούνται σε αυτό το σπορ; Τίποτα, απολύτως τίποτα».

Αποσπάσματα από το 24ο και τελευταίο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα «Ο Θησαυρός του χρόνου» που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο από τις εκδόσεις Πατάκης.