Ποιος είδε τον Γιώργο Παπαδάκη και δεν τον φοβήθηκε, λέμε! Καλός, καλός, άνετος και ήρεμος αλλά ακόμη και άγιος να ήτανε θα την έχανε την υπομονή του κάποια στιγμή και ειδικά με τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της ΝΔ, Άδωνι Γεωργιάδη, τον οποίο και χαμηλών τόνων δεν τον λες.

Κατά τη διάρκεια της πρωινής εκπομπής του, ο Γιώργος Παπαδάκης είπε στον κύριο Γεωργιάδη ότι χαρακτήρισε τους ΑΝΕΛ ως ένα κόμμα «γελοίο»! Τότε ο Άδωνις Γεωργιάδης απάντησε: «Θα μου απαγορέψετε να έχω πολιτική άποψη; Τι είστε Στάλιν;». Εκεί απάντησε έξαλλος, ο Γιώργος Παπαδάκης: «Σε εμένα δεν θα μιλάς έτσι! Πάρ’το πίσω. Ζήτησέ μου συγνώμη. Απαιτώ να πάρεις πίσω τον χαρακτηρισμό. Πήγαινε στο καλό… Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Είσαι γελοίος. Εάν εγώ είμαι Στάλιν, εσύ είσαι γελοίος!». Έκανε εκεί μια γυριστή ο Άδωνις Γεωργιάδης λέγοντας πως δεν τον χαρακτήρισε Στάλιν αλλά ότι το έθεσε με ερωτηματικό! Και ο Παπαδάκης του απάντησε: «Τότε με ερώτηση και εγώ. Κύριε γελοίος είστε και με αποκαλείτε Στάλιν;».

Οι τόνοι, τελικά, κάπως έπεσαν, για να πει αργότερα ο Γιώργος Παπαδάκης στον Αδωνι Γεωργιάδη, πως και αν ακόμη ψήφιζε Νέα Δημοκρατία σίγουρα δεν θα ψήφιζε τον Άδωνι, ο οποίος όπως έγινε στην υπόθεση με την φορολόγηση του πετρελαίου στην οποία ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ήταν κατά, κατά τον δημοσιογράφο είναι πρόβλημα για την Νέα Δημοκρατία…
 

 

Με αφορμή το ότι ο Γιώργος Παπαδάκης έδειξε ευθιξία αλλά και επειδή δεν έχει πια τίποτα να αποδείξει για την αξία του και δεν μασάει τα λόγια, επιχειρούμε μια σύντομη αναδρομή στη ζωή του και σε εκείνα τα γεγονότα, που τον χαρακτήρισαν, όπως είχαν δημοσιευτεί στο 2ο τεύχος του NEWPOSTER:

«Σαν ρεπόρτερ τα πλάνα του ήταν πάντα γυρισμένα απ’ την πλευρά των διαδηλωτών στις συγκρούσεις. Ήταν ανάμεσα στους φοιτητές, τους εργάτες, τους οικοδόμους, τους εργαζόμενους. Όχι, απ’ το πλάι και τα πεζοδρόμια. Όχι προστατευμένος δημοσιογράφος πίσω από τις ορδές των ΜΑΤ που να έχουν οι λήψεις του στην άκρη τους τις λάμψεις της ασπίδας ή του γκλοπ που φευγαλέα υψώνεται για να βρει κρανία στο κατέβασμά του. Στο πλατό του μετά, στην καλημέρα που συνηθίσαμε να μας λέει, μες στα σπίτι μας, φωνάζει, επιμένει, εμμένει κάποτε, για το δίκιο και πάλι του φοιτητή, του άνεργου, του εργάτη, του συνταξιούχου. Κρίνεται, επικρίνεται, κατακρίνεται κυρίως από συναδέλφους  του.Αλλά το κοινό κάθε πρωί θα ανοίξει την τηλεόρασή του, μην απιστώντας του ούτε για μια μέρα και θα ακούσει τον «δικό του» να λέει «καλημέρα σας, κυρίες και κύριοι». Καλημέρα, Γιώργο Παπαδάκη!

Το να καταμετρήσεις τις κορυφαίες ή τις ατυχείς στιγμές του, το να αναλύσεις ως φαινόμενο τη διάρκειά του και τη βεβαιότητα του κοινού, την ασφάλεια που του προσφέρει η πρωινή παρουσία του -θεσμός πια σ’ ένα τοπίο υπό κατάρρευση- είναι αδύνατον. Ο Γιώργος Παπαδάκης έχει χιλιάδες επί χιλιάδων ώρες στον αέρα, τίμιος στο να μην κρύβει τις πολιτικές του θέσεις, συνεπής στο να μη μεταλλάσσεται ιδεολογικά, αμετακίνητος σε θέματα αρχής γι’ αυτόν όπως το ασφαλιστικό, τα εργασιακά δικαιώματα, τα κεκτημένα των εργαζομένων στη δημόσια υγεία. Αυθόρμητος, ακόμη και τόσο ειλικρινής, ώστε να μην παίξει ρόλο σοβαροφανούς αλλά να ‘ναι ανθρωπινά, λαϊκά, ουσιαστικά σοβαρός.

Γεννήθηκε στο Χαλάνδρι το 1951, σε μια οικογένεια που πάντα αγωνιζόταν για το βιοπορισμό της. Χρειάστηκε να βγει στην εργασία νωρίς, κάνοντας ό,τι δουλειά μπορούσε, ώστε να βοηθήσει και να συντηρηθεί. Μια δεκαετία πριν, που η Ελλάδα ζούσε το παραμύθι του ιλουστρασιόν και της εικόνας εις βάρος κάθε ουσίας και που οι άνθρωποι μετριόντουσαν με υλικά πράγματα σε ντουβάρια μεζονέτων και λαμαρίνες πολυτελών αυτοκίνητων, σαν κατηγορία εκσφενδόνιζαν πάνω στον Παπαδάκη τη δουλειά που αγριεύτηκε να κάνει κάποτε, βάρδιες, δηλαδή, σ’ ένα περίπτερο.

Ο «περιπτεράς», κρυφογέλασαν ανόητα εκείνοι που ‘χαν τη δουλειά για ντροπή. Ο «περιπτεράς», όμως, μιλώντας μόνος του γι’ αυτό φέρνει ως παράσημο κάθε δουλειά που έχει κάνει πριν γίνει ο «Παπαδάκης» του κοινού. Έχει δουλέψει ακόμη οικοδομή, αλλά και σε γραφείο τελετών. «Ήμασταν μαζί με κάποιον ο οποίος είναι σήμερα καθηγητής πανεπιστημίου. Πηγαίναμε τα στεφάνια. Ήμουν μικρός, δεν μπορούσαμε να σηκώσουμε το φέρετρο! Μετά πηγαίναμε τα λουλούδια που περίσσευαν στις μανάδες μας». Κάποτε άλλοτε μιλά για την πείνα. «Τι να φας σ’ ένα σπίτι που δεν υπήρχε τίποτα; Τις μπετούγιες;». Παιδί στο σπίτι της γιαγιάς του, στον Κολωνό, έβγαζε το σοφά απ’ τον τοίχο και τον έτρωγε. Το λέει δημόσια. Κοιτάζει πίσω και θυμάται. Γιατί όποιος ξεχνά είναι ύποπτος, και ψεύδος ξεδιάντροπο η εφεύρεση του εαυτού του.

Πίσω σ’ εκείνα τα χρόνια, ο Γιώργος χάνει έναν αδελφό. Κλείνεται στον εαυτό του. Αφοσιώνεται στα ανίψια του. Χρόνια αργότερα, αυτός που δεν μιλά για τα προσωπικά του, που δεν κάνει κοσμικές εμφανίσεις, που δεν κάνει αναγκαστικές συναναστροφές για δημόσιες σχέσεις, παραμένει διάφανος μπροστά στο κοινό του. Μιλάει για την αδελφή του που είχε σύνδρομο down και που με τις ώρες ο έφηβος Γιώργος καθόταν δίπλα της και της έπαιζε κιθάρα.

Κάποτε θα έρθουν οι εφημερίδες, το ελεύθερο ρεπορτάζ, η τηλεόραση και το 1980 η δημοσιογραφική εκπομπή «Τρεις στον αέρα» με τη Σεμίνα Διγενή, τον Γιάννη Δημαρά και τον Νάσο Αθανασίου και το 1990 λέει στον ΑΝΤ1 το πρώτο «Καλημέρα Ελλάδα». Το μουστάκι δεν κόβεται ποτέ. Κάποτε γίνεται και τρέιλερ, όπου όλοι οι συνεργάτες του και όλοι όσοι βλέπει κάθε μέρα -θυρωροί, δημοσιογράφοι, αρχισυντάκτες, οι κύριες στο μέικ απ- έχουν μουστάκι! Αυτοσαρκάζεται στις εκπομπές του, θυμώνει, απαντά στα μηνύματα, νευριάζει με τα τεχνικά λάθη, μετά γελάει πάλι, πειράζει τους συνεργάτες του.

Μα η τηλεόραση και το να αντέχεις τόσο καιρό σ’ αυτήν θέλει βαλβίδες σαν αυτές από τις χύτρες για απασφάλιση. Μια δική του, κάποτε, βαραίνει. By pass, την Παρασκευή, μετά την εκπομπή. Ξημερώματα Δευτέρας είναι στο πλατό του και συνεχίζει σαν να μην έγινε τίποτα. Κόβει το τσιγάρο, βάζει κιλάκια, πίνει τα τσιπουράκια του τα Σάββατα το μεσημέρι, έχει φίλους ζωής, κάνει μακρινά ταξίδια, να χορτάσει εικόνες η ψυχή του, ενώ εμφατικά τονίζει πως δεν θα ασχολιόταν με την πολιτική «ποτέ, ποτέ, ποτέ»!

Κοσμικότητες δεν έχει! Ούτε δημόσιες σχέσεις. «Δεν συγκαταλέγομαι στους celebrities και, επίσης, σιχαίνομαι το τζαμπατζιλίκι» έχει πει και η φράση ακούγεται σαν προειδοποίηση. «Αν θέλω να δω μια παράσταση, θα πληρώσω για να τιμήσω τον καλλιτέχνη. Αυτό το μπροστά οι επώνυμοι και πίσω η πλέμπα, που έχει πληρώσει κιόλας, το απεχθάνομαι».

Βλέπει τηλεόραση. Υποχρεωτικά παρακολουθεί την ενημέρωση και για την απόλαυσή του «Ράδιο Αρβύλα», Θέμο Αναστασιάδη, Λάκη Λαζόπουλο και όποιο πρόγραμμα έχει υπογραφή ή συμμετοχή Καπουτζίδη. Του αρέσει η ελληνική μουσική, τα μεγάλα καλοκαίρια, να δουλεύει με τους ίδιους συνεργάτες και να ‘χει σχέσεις ζωής μαζί τους. Ίσως γι’ αυτό είναι και ο μοναδικός εργαζόμενος που δεν έκανε μεταγραφή ώστε να αυξήσει τις αποδοχές του στην ιστορία της ιδιωτικής τηλεόρασης. Πρόσφατα παραδέχτηκε πως όποια αύξηση πήρε τη χρωστάει στα άλλα κανάλια γιατί μάθαινε τις προτάσεις που δεχόταν ο ΑΝΤ1. Και; Με τόσο πρωινό ξύπνημα, κάθε μέρα, χρόνια τώρα και ώρες πολλές στον αέρα, έβγαλε χρήματα ο Γιώργος Παπαδάκης; «Όσα χρήματα έβγαλα, τα χρησιμοποίησα για να καλύψω τις βασικές ανάγκες μου. Προέρχομαι από ταπεινή οικογένεια και δεν είχα περιουσία. Πρώτα απ’ όλα, λοιπόν, έκανα ένα σπίτι. Μετά, είχα μεγάλη οικογένεια να φροντίσω. Τρία παιδιά και τώρα ένα εγγόνι».

Και πάντα στη ζωή του η Τίνα Παπαδέλη! «Είναι δεκατέσσερα χρόνια μικρότερη από μένα» σε μια απ’ τις σπανιότατες κουβέντες του για την προσωπική του ζωή, «τη γνώρισα και την ερωτεύτηκα, ενώ εργαζόμασταν και οι δύο στον ΑΝΤ1. Μόλις άρχισε να γίνεται γνωστή η σχέση μας, εκείνη αποφάσισε να φύγει για να μην είναι η κυρία του κυρίου. Είναι ό,τι πιο αξιόλογο έχω γνωρίσει στη ζωή μου» και συνεχίζει: «Και αν με ρώταγες “αυτή η σχετική επιτυχία που έχεις, πού μπορεί να οφείλεται” θα σου έλεγα ενενήντα τοις εκατό στο γεγονός ότι έχω έναν τέτοιο άνθρωπο δίπλα μου. Η Τίνα είναι ο άνθρωπος της ζωής μου. Όταν ξαφνικά έχασα τον αδελφό μου σε μικρή ηλικία κι έμεινα μόνος μου, χωρίς να έχω άλλους συγγενείς παρά μόνο τα ανίψια μου, η Τίνα στάθηκε ο άνθρωπος της ζωής μου. Ο άνθρωπος της ζωής μου. Ο άνθρωπός μου»…

Τρία παιδιά, εγγόνι και η δουλειά ποτέ να μη μεταφέρεται στο σπίτι. Ούτε οι κριτικές και οι επικρίσεις. Ο «λαϊκισμός» του για το «φέρτε πίσω τα κλεμμένα» που έγραφε για μήνες στην εκπομπή του το κάτω μέρος της οθόνης, το ότι συνέβηκε στη δική του εκπομπή εκείνη η μαύρη στιγμή της βίας του Κασιδιάρη στις κυρίες Δούρου και Κανέλλη, ακόμη και η ηλικία του, πρόσφατα από τον κ. Μπογδάνο, έγιναν λάβαρα και ρομφαίες επικριτών του που δεν επιχειρηματολογούν επαρκώς, αλλά εμμένουν στο να ενοχλούνται απ’ τον Γιώργο Παπαδάκη. Τι αποδέχεται ο ίδιος;

«Εντάξει, ρε φίλε, είσαι τίμιος και σου παίρνει πολύ λίγο χρόνο για να κοιμηθείς. Αλλά πώς ξυπνάς; Δύσκολα! Γιατί είμαι σίγουρος ότι δεν θα είμαι τόσο ειλικρινής όσο θα ήθελα. Και ναι, μέσα από τη δουλειά μου δεν είμαι τόσο ειλικρινής όσο θα ήθελα. Κρύβω ένα μέρος της αλήθειας. Κι αυτό με πληγώνει. Έχω την εντύπωση πως δεν λέμε όλη την αλήθεια στον κόσμο, επειδή, αν λέγαμε την πλήρη αλήθεια, τότε δεν θα βρίσκαμε τρόπο να φύγουμε και εμείς και κάποιοι άλλοι». Όσο κι αν αδικεί τον εαυτό του με αυτή την ενοχική αυτοκριτική, ξέρουμε όλοι πως δεν θα ‘χε τόσο κοινό, αν δεν ήταν με το μέρος της αλήθειας, κομμάτι του κοινού που τον βλέπει και όχι ανώτερός του ή καλύτερός του που του κάνει τη χάρη, αλλά και ένα δημόσιο πρόσωπο με βαθύτατη ανθρωπιά. Μια ανθρωπιά που τα συστατικά της έχουν μέσα μνήμη, υστέρημα, συνέχεια, σεμνότητα.

Και αν κάποτε ρίξει τους τίτλους της εκπομπής, μαζέψει τα χαρτιά του, βγει απ’ το αφώτιστο πια πλατό και ανοίξει τις πόρτες του στούντιο; Αν πει την τελευταία καλημέρα του στο κοινό, που έχει σχέση όχι οικειότητας, αλλά οικογενειακή μαζί του; Αν περπατήσει μέχρι το παρκινγκ, μπει στο αυτοκίνητό του και είναι αυτή η τελευταία φορά; Τότε θα μιλάμε για το τέλος μιας εποχής με σταθερά τη βεβαιότητα και την ασφάλεια πως ό,τι κι αν γίνει θα το ακούσουμε το πρωί στον Παπαδάκη. Και θα ‘ναι αλήθεια.