Γεννήθηκε ένα παγωμένο βράδυ του Νοέμβρη του ’51 σε ένα διαμέρισμα του πιο φτωχού τομέα της Βουδαπέστης. Η μοίρα της ήταν γραμμένη στ’ αστέρια, λέει η ίδια, όμως το πιο πιθανό είναι να ήταν γραμμένη στα γονίδια. Γονίδια που ακόμα και με τα μέτρα της Ουγγαρίας –η οποία αναγνωρισμένα παράγει εντυπωσιακές γυναίκες- ήταν εξαιρετικά. Πριν προλάβει να τελειώσει το σχολείο, η νεαρή Ιλόνα Στάλερ –αυτό είναι το πραγματικό όνομά της- ήταν το καμάρι των γονιών της, των γειτόνων αλλά και των μυστικών υπηρεσιών της χώρας της.

Το αν τα εξαιρετικά γονίδια της απέβησαν σε καλό για τη νεαρή Ιλόνα, θα το κρίνετε μόνοι σας. Η ίδια η παθούσα περιγράφει την περιπέτειά της ως εξής: «Δούλευα σε ένα ξενοδοχείο στη Βουδαπέστη όταν με πλησίασαν από τις μυστικές υπηρεσίες για να αποπλανώ τους ξένους επισκέπτες. Ήθελαν να τους επισκέπτομαι στα δωμάτιά τους, να τους κάνω να μιλάνε και να φωτογραφίζω τα έγγραφα που είχαν μαζί τους. Στα δεκαοχτώ μου ήμουν πράκτορας, κατάσκοπος και συνοδός Αράβων επιχειρηματιών και Αμερικανών πολιτικών».

Όμως, όπως όλα τα σενάρια έτσι και αυτό πήρε κάποια στιγμή τέλος. Η νεαρή με τα ξανθά ίσια μαλλιά, τα γαλάζια, σαν αλπικές λίμνες, μάτια και τα αδρά χαρακτηριστικά γνώρισε έναν Ιταλό ταξιδιωτικό πράκτορα, τον παντρεύτηκε και έκλεισε πίσω της την πόρτα του ανατολικού μπλοκ. Όταν το αεροπλάνο με το ευτυχές ζεύγος έφτασε στη Ρώμη, ήταν αρχές της δεκαετίας του ’70.

Ο γάμος δεν μακροημέρευσε –κανείς άλλωστε δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν επρόκειτο για κανονικό γάμο ή για «μούφα» με στόχο η νεαρή καλλονή να πάρει στα χέρια της το πολυπόθητο διαβατήριο. Η Ιλόνα βρήκε σύντομα δουλειά ως μοντέλο για ιταλικές φίρμες ρούχων και αμέσως μετά βρήκε και άντρα.

 

Ο Ρικάρντο Σίκι, σύντροφος της Στάλερ από το 1973 και για αρκετά χρόνια μετά, ήταν ο «εφευρέτης» της Τσιτσιολίνα. «Ήταν ένα απένταρο αγόρι με ένα σαραβαλιασμένο Πεζό που συχνά έπρεπε να το σπρώχνω για να πάρει μπρος» είπε τρεις δεκαετίες αργότερα γι’ αυτόν η ώριμη πλέον πορνοστάρ. Ήταν επίσης φωτογράφος σε αναζήτηση μιας ευκαιρίας για να «φτιάξει» την καριέρα του. Μαζί αποφάσισαν να κάνουν την συντηρητική και θεοσεβούμενη ιταλική κοινωνία άνω – κάτω.

Το σχέδιο τους ήταν απλό και εγγυημένης επιτυχίας. Αρκούσαν λίγοι πόντοι γυμνής γυναικείας σάρκας και μερικοί εύστοχοι υπαινιγμοί για να τσιμπήσουν οι πεινασμένοι Ιταλοί. Η αρχή έγινε με μια μεταμεσονύχτια ραδιοφωνική εκπομπή με τίτλο «Voulez-vous coucher avec moi?». Σε εκείνο το στούντιο γεννήθηκε και το όνομα Τσιτσιολίνα, δηλαδή «αφράτη», που μπορεί κανείς να την αγκαλιάσει και να την τσιμπήσει.

Η συνέχεια ήταν εντυπωσιακή. Μαζί το ζεύγος αποφάσισε να δυναμιτίσει όλα τα όσια και ιερά των γειτόνων. Μπροστά έβγαινε φυσικά η Τσιτσιολίνα και πίσω από τις κάμερες ήταν ο Σίκι. Μέσα σε μια πενταετία στα σεξουαλικά –και μιντιακά- ήθη της Ιταλίας είχαν έρθει τα πάνω κάτω.

Η «σταρ», μιλώντας χρόνια αργότερα για τα όσα συνέβαιναν εκείνα τα χρόνια, ισχυρίζεται πως ο χαρακτήρας της Τσιτσιολίνα, αυτός ο συνδυασμός αφέλειας και επιτήδευσης, δεν ήταν μέρος κάποιας σκηνοθεσίας. «Ήμουν ένα αυθόρμητο κορίτσι που του άρεσε να κάνει σεξ, να επιδεικνύει τον ερωτισμό της και να σοκάρει τους ‘ευσεβείς’», είπε. Και τα κατάφερε πολύ καλά.

 

Όμως ως εκεί. Γιατί κατόπιν η ζωή της, βοηθούσης της δημοσιότητας, πήρε ανεξέλεγκτη φόρα. Το 1987 το Partito Radicale (Ριζοσπαστικό Κόμμα) της προσέφερε μια θέση στο ψηφοδέλτιό του. Όπως αποκαλύπτει μια προσεκτική ματιά στο βιογραφικό της πορνοστάρ, δεν ήταν η πρώτη φορά που η Τσιτσιολίνα αποφάσισε να πέσει στα βαθιά της πολιτικής –είχε προηγηθεί η στράτευσή της στο κόμμα των Πράσινων. Όμως το ’87 θριάμβευσε. Η παρακμή του ιταλικού πολιτικού συστήματος έστειλε χιλιάδες ψηφοφόρους στην θερμή αγκαλιά της και η ίδια εξελέγη βουλευτής με δόξα και τιμή. Και σαν να μην έφτανε το πρώτο «κακό», ο Τζεφ Κουνς, αναδυόμενος εικαστικός καλλιτέχνης εξ’ Αμερικής ανακάλυψε στις πλούσιες καμπύλες της τον τρόπο να γίνει πλούσιος και διάσημος.

Αν υπάρχει μία παγίδα στην οποία πέφτουν κατά κανόνα όλοι οι διάττοντες αστέρες του demi-monde, του κοινωνικού νεφελώματος που χωρίζει τον καλό κόσμο από τον υπόκοσμο, είναι η σοβαροφάνεια. Δεν έχει σημασία αν αυτή περιβάλλεται από τον μανδύα της σεξουαλικής επανάστασης ή της καλλιτεχνίζουσας μπαναλιτέ, το φάρμακο είναι σε κάθε περίπτωση θανατηφόρο.

Η Ιλόνα Στάλερ-Τσιτσιολίνα έπεσε με τα μούτρα στην παγίδα που της έστησαν. Απήλαυσε τον ρωμαϊκό θρίαμβό της ως εκεί που έπαιρνε και το 1991, στο απόγειο της δόξας της κι ενώ μετατρεπόταν κάθε μέρα και περισσότερο σε καρικατούρα του εαυτού της, παντρεύτηκε τον Κουνς.

 

Μαζί απέκτησαν ένα γιο. Ξεχωριστά, εκείνη έγινε το αφελές θύμα ενός διψασμένου για αναγνώριση καλλιτέχνη και εκείνος έγινε αυτός που είναι σήμερα: ο άνθρωπος στον οποίον αφιερώνουν αναδρομικές εκθέσεις μερικά από τα πιο επισκέψιμα μουσεία στον κόσμο. Στο τέλος το μόνο που έμεινε είναι μια σειρά από κιτς εικόνες και αγάλματα, μια σειρά από δικαστικές διενέξεις και πολλοί απλήρωτοι λογαριασμοί για τη διατροφή του παιδιού.

Έμεινε και η Ιλόνα Στάλερ, λίγο παραζαλισμένη από τα γεγονότα, να αναρωτιέται γιατί οι άντρες δεν κατάλαβαν ποτέ τον ρομαντισμό που έκρυβε μέσα της. «Θα ήθελα να είμαι μια γυναίκα παντρεμένη με τον ίδιο άνδρα για τριάντα χρόνια με παιδιά κι εγγόνια. Αντ’ αυτού είμαι μια γυναίκα μόνη… .Έκανα ό,τι έκανα κι είμαι ευχαριστημένη γι’ αυτό. Όμως οι άνδρες γύρω μου εκμεταλλεύτηκαν την αισθησιακή φύση μου για να με ρίξουν στο κρεβάτι ή για να βγάλουν χρήματα. Λες και η σεξουαλική ελευθερία σημαίνει την έλλειψη της αγάπης και της ευαισθησίας».

Tο λες κι αναισθησία.

 

https://www.youtube.com/watch?v=AvY5EDiDgpA