Και φέτος Μυτιλήνη πήγαμε. Είναι το ετήσιο προσκύνημα, όπως λέει εκείνη που κοιμάται πλάι μου. Και δίκιο έχει, αλλά δεν θα το αναπτύξω εδώ το σκεπτικό της. Εδώ θα αναπτύξω το πως σώθηκε η Μυτιλήνη από τους Τούρκους τους τουρίστες. Έστω το πως ανάσανε, μιας και σε αυτή τη ζωή κανένας δεν σώζεται άνευ παρεμβάσεως θεϊκών δυνάμεων. Μια ανάσα γύρω στα 25 μύρια ευρώ, μπορεί και 30, μπορεί και κάτι παραπάνω. Πάνω κάτω τα διπλά (μπορεί και τα τριπλά, συγχωρείστε με αν κάνω λάθος) από τις κτηνοτροφικές επιδοτήσεις που έχασε φέτος το νησί. Οξυγόνο με δυο λόγια και κάτι παραπάνω από παρηγοριά.
Τα έβλεπα τα Τουρκάκια στην Ερεσό. Μια παρέα από κορίτσια κι αγόρια σαν τα κρύα τα νερά, απόλυτα ταιριαστή με το περιβάλλον αφού η Μυτιλήνη δεν φημίζεται για την υψηλή θερμοκρασία των υδάτων τους. Κάνανε πλάκα, κάνανε χαβαλέ, γελάγανε, τραγουδάγανε, στο θρυλικό μπαρ Parasol που δεσπόζει της μεγάλης παραλίας. Κόσμια, πάντως, κοσμιότατα, χωρίς γουρουνιές ή καγκουριές. Και δώσε ποτά, δώσε κοκτέιλ, δώσε σφηνάκια, να ρέει το οινόπνευμα ως άλλο νέκταρ του Παραδείσου.
Το ίδιο βράδυ στη Γέρα, στην ταβέρνα του φίλου μου του Κώστα, μια παρέα από δύο ζευγάρια είχε στολίσει το τραπέζι της με έξη καραφάκια τοπικό ούζο. Λάμπανε τα πρόσωπά τους, το απολάμβαναν, είχαν χαλαρώσει και χαμογελούσαν ευτυχισμένοι και ευτυχισμένες. Όταν ήρθε ο λογαριασμός, μόνο που δεν βγάλανε σημαίες να πανηγυρίσουνε. «Τους φάνηκαν τζάμπα τα ούζα», μου είπε ο Κώστας, που το είχε ξαναδεί το φαινόμενο ένα σωρό φορές στο φετινό καλοκαίρι. Τον κοίταξα κι άρχισα να πονηρεύομαι.
Κι όπως πονηρεύτηκα, πήρα τηλέφωνο τον φίλο μου το Στρατή. Τον τοπικό άρχοντα του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ, που κατέχει προς τα που πετάει και ο τελευταίος γλάρος, το τελευταίο χελιδόνι. «Πολλούς Τούρκους βλέπω», του επεσήμανα. «Πολλούς και φορτωμένους και αλκοολούχους. Έχει βουλιάξει το νησί. Τί συμβαίνει;». Η απάντησή του; Εν ολίγους τουλάχιστον τετραπλασιάστηκαν φέτος οι τουρίστες από Τουρκία στη Μυτιλήνη. Πρώτον διότι λύθηκαν όλα τα προβλήματα τα διαδικαστικά με τις βίζες και τα διαβατήρια και δεύτερον διότι βρέθηκαν με λεφτά οι γείτονες λόγω εκρηκτικής οικονομικής ανάπτυξης.
Πολύ λογικό, διότι σε μια χώρα 70 εκατομμυρίων, αποκλείεται να μην υπάρχει μια μεσαία τάξη τουλάχιστον 5 εκατομμυρίων. Κι αυτή η μεσαία τάξη, όλο και κάποια φράγκα θα έχει μαζέψει τόσα χρόνια που δουλεύουν στο φουλ οι μηχανές της Τουρκίας. Αυτά τα φράγκα λοιπόν που μάζεψε, δεν πρέπει κιόλας να τα φάει; Θα τα φάει, λέω εγώ! Θα τα φάει εντός, θα τα φάει κι εκτός. Κι επειδή μιλάμε για «κάποια» φράγκα και όχι για ποταμούς χρημάτων θα ρίξει και μια ματιά, προς τα που την συμφέρει να βολτάρει.
Γιατί όχι στη Μυτιλήνη; Δίπλα είναι, τα μεταφορικά είναι φτηνά, η διαμονή φτήνυνε, το φαΐ δεν είναι πλέον πολύ ακριβότερο από την Τουρκία. Χώρια ο παράγων αλκοόλ, που αποδεικνύεται όχι και τόσο ασήμαντος. Στην Τουρκία, βλέπετε, έχουν πρόβλημα με το οινόπνευμα. Τους έδωσε λεφτά ο Ερντογάν, αλλά τους φόρτωσε κιόλας στο σβέρκο τις θρησκόληπτες και τους θρησκόληπτους. Τα στίφη των πιστών, που απαιτούν πιστή εφαρμογή των νόμων.
Έχεις, ας πούμε, για παράδειγμα, ένα καφέ μπαρ σε απόσταση 50 μέτρων από σχολείο; Μέχρι προχθές δεν σε ενοχλούσε κανένας και η αστυνομία έκανε τα στραβά μάτια. Τώρα όμως έρχονται οι θεούσες και σε τρελαίνουν στην καταγγελία. Αναγκάζεται η αστυνομία να σου την πέσει, βαριέσαι εσύ το κυνηγητό, το βγάζεις το αλκοόλ απ’ το μενού, εκνευρίζεται η πελατεία, πάει αλλού. Κι αλλού όμως που έχει άδεια και κάθεται ο άλλος να πιεί το ποτάκι του, περνάει η τσεμπεροφόρος τον κοιτάει στραβά – για να μην σου πω τον αρχίζει στο κήρυγμα. Νέα απογοήτευση, νέος εκνευρισμός, νέα τρίψιμο μούρης.
Πες όμως ότι βρίσκεις κάπου να πας, όπου είσαι ήσυχος και δεν σε πρήζουν. Έτσι και ανοίξεις τον κατάλογο να δεις τις τιμές, σου πέφτει το μαλλί τρίχα-τρίχα. Γνωστός μου που πέρασε από Δυτικού τύπου λουξ ξενοδοχείο στη Σμύρνη, πλήρωσε την αγγλική μεζούρα στο νορμάλ ουίσκι 16 ευρώπουλα. Και η αγγλική μεζούρα, ως γνωστόν, είναι κάτι λιγότερο απ’ τη μισή τη δικιά μας. Βάλε και να πληρώνεις 30 ευρώ ένα μπουκάλι κρασί που το βρίσκεις στην κάβα ένα ταληράκι, βάλε το γενί ρακί (παραγωγή Τουρκίας) να κοστίζει στην κάβα της γείτονος 16 ευρώ και στο δικό μας το ντιούτι φρι 12 ευρώ και ορίστε πως αποκτάς τουριστικό ρεύμα από τους πιστούς του (οίνο)πνεύματος.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά ανάσανε η Μυτιλήνη. Διότι πλέον οι Τούρκοι δεν έρχονταν το πρωί για να φύγουν το βράδυ. Έρχονταν για ολόκληρα τριήμερα και έτρωγαν και έπιναν και νοίκιαζαν αυτοκίνητα και ψώνιζαν σουβενίρ και τοπικά προϊόντα. Ναι, ναι, σχεδόν όπως οι Έλληνες όταν πήγαιναν Τουρκία πριν από μία και δύο και τρεις δεκαετίες. Γύρισε το φύλλο, που θα έλεγαν και οι παλαιοί μου συμπαίκτες στην πόκα. Γύρισε, αλλά τουλάχιστον κάτι ψειρίζουμε κι εμείς ως γκανιότα!