Κυκλοφόρησε το τεύχος Νοεμβρίου του NEWPOSTER
Κατεβάστε ΕΔΩ δωρεάν το NEWPOSTER
Τεράστιες είναι οι αλλαγές που έχουν κάνει οι Έλληνες καταναλωτές στα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Ύστερα από πέντε χρόνια ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, με δραστικές περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, οι Έλληνες έχουν γίνει πιο προσεκτικοί στον τρόπο με τον οποίο ξοδεύουν τα χρήματά τους, με νέες καταναλωτικές συνήθειες να αναδύονται και να παίρνουν μόνιμα χαρακτηριστικά.
Αυτό που αποτυπώνεται ξεκάθαρα από τα στοιχεία είναι ότι οι εποχές της αλόγιστης σπατάλης ανήκουν στο παρελθόν και οι καταναλωτές αρκούνται στα απαραίτητα. Ωστόσο, δεν ξεχνούν αγαπημένες συνήθειες όπως το τσιγάρο, τον καφέ και το ποτό.
Κάπνισμα: Στριφτό, χύμα καπνός και λαθρεμπόριο
Ισχυρό πλήγμα έχει δεχτεί η αγορά των τσιγάρων στη χώρα. Σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας Fast Market Research, μεταξύ του 1990 και του 2000 η αγορά τσιγάρων στην Ελλάδα παρουσίασε μεγάλη ανάπτυξη. Ωστόσο, από το 2004 και μετά υπέστη βαρύ πλήγμα, κυρίως λόγω των αυξήσεων των φόρων, άρα και της τιμής των πακέτων.
Στη συνέχεια, όπως αποτυπώνεται στην έρευνα, υπήρξε μια τάση του καταναλωτικού κοινού προς τον καπνό, εις βάρος των τσιγάρων. Αλλά κι αυτή δεν ήταν αρκετή, μιας και φέτος, για όγδοη συνεχόμενη χρονιά, η κατανάλωση τσιγάρων σημείωσε πτώση που ανήλθε στα 20 δισ. τσιγάρα.
Πάντως, σύμφωνα με την έρευνα, η κατά κεφαλήν κατανάλωση εξακολουθεί να είναι υψηλή στην Ελλάδα σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η μείωση της κατανάλωσης στους άνδρες και αντιθέτως η αύξηση στις γυναίκες κατά 30%.
Έτσι, οι φανατικοί καπνιστές, αρνούμενοι να κόψουν την αγαπημένη και κακιά συνήθεια του καπνίσματος, το έριξαν στο στριφτό και το χύμα καπνό, μιας και οι τιμές των πακέτων για πολλούς είναι απαγορευτικές.
Όσον αφορά στο φαινόμενο του χύμα καπνού, αυτό έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, τόσο στην Αθήνα όσο και σε άλλες επαρχιακές πόλεις, καθώς όλο και περισσότεροι φαίνεται να τον προτιμούν. Ως αποτέλεσμα, όμως, το παράνομο εμπόριο καπνικών προϊόντων οργιάζει και τα δημόσια έσοδα του κράτους μειώνονται.
Τα στοιχεία της πρόσφατης μελέτης του ΙΟΒΕ, με θέμα τη φορολογία των καπνικών προϊόντων στην Ελλάδα, είναι αποκαλυπτικά. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης δείχνουν ότι η περαιτέρω αύξηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα καπνικά προϊόντα φαίνεται να οδηγεί σε μείωση των φορολογικών εσόδων και σε άνοδο της παράνομης αγοράς, ενώ η ελάφρυνση του φόρου αναμένεται να αυξήσει τα έσοδα του κράτους, περιορίζοντας ταυτόχρονα την παράνομη αγορά καπνικών προϊόντων.
Αξίζει να σημειωθεί πως η φορολογία των καπνικών προϊόντων εξακολουθεί να αποτελεί μία από τις σημαντικότερες πηγές εσόδων για το κράτος. Το 2013 περίπου 3,2 δισ. ευρώ ή το 7,8% των συνολικών φορολογικών εσόδων εισέρευσαν στα κρατικά ταμεία από τον ΕΦΚ και το ΦΠΑ καπνικών προϊόντων.
Καφές: Espresso και ελληνικός στην κορυφή
Μία ακόμη αγαπημένη καθημερινή συνήθεια των Ελλήνων είναι και ο καφές, με την εγχώρια κατανάλωση να εμφανίζει σταθεροποιητικές τάσεις τα τελευταία χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, οι προτιμήσεις των καταναλωτών έχουν μεταβληθεί.
Σύμφωνα με μελέτη της Infobank Hellastat AE, ο καφές αποδεικνύεται ανθεκτικός στα χρόνια της κρίσης, παρά τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Αν και ο τομέας της μαζικής εστίασης καταγράφει απώλειες, με πολλές καφετέριες να έχουν βάλει λουκέτο, η στροφή στην κατανάλωση καφέ στο σπίτι λειτουργεί ανασχετικά.
Ευνοημένος, όπως αναφέρει η μελέτη, είναι ο καφές μηχανής και κυρίως ο espresso, ο οποίος σταδιακά ενισχύει την παρουσία του στην αγορά. Σημαντικό ρόλο έπαιξε η επιτυχημένη προώθηση των μηχανών παρασκευής καφέ για ιδιωτική χρήση, που λειτουργούν με κάψουλες σε αρκετά προσιτές τιμές.
Η κατηγορία του καφέ για το σπίτι αποτελεί νέα αγορά που μετρά μόλις μια τριετία ζωής, εμφανίζοντας υψηλούς μέχρι στιγμής ρυθμούς ανάπτυξης (πάνω από 50% το έτος). Ενδεικτικά, το 2013 οι πωλήσεις των καψουλών στα σούπερ μάρκετ αυξήθηκαν κατά 40%.
Την ίδια ώρα, εξακολουθεί να ενισχύεται και ο ελληνικός καφές, ο οποίος παραδοσιακά κατέχει το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης, εκμεταλλευόμενος την τάση των καταναλωτών για ελληνικής προέλευσης προϊόντα.
Στον αντίποδα, πτωτικές τάσεις καταγράφει η κατανάλωση στιγμιαίου και καφέ φίλτρου, καθώς όλο και περισσότεροι στρέφονται στον espresso και τον ελληνικό.
Αλκοόλ: Στροφή στα φτηνά ποτά
Στο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον των τελευταίων χρόνων, οι Έλληνες αναγκάστηκαν να μειώσουν και τις εξόδους, αλλά και την κατανάλωση ποτών. Έτσι, έχουν αναγκαστεί να στραφούν σε ποτά με χαμηλότερες τιμές, όπως μπίρα, κρασί, ούζο, τσίπουρο, τα οποία πολλές φορές τα καταναλώνουν στο σπίτι.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ (Νοέμβριος 2013) για την αγορά των αλκοολούχων ποτών, ο όγκος των πωλήσεων το 2012 διαμορφώθηκε στις 49,7 εκατ. φιάλες, μειωμένος κατά περίπου 44% σε σχέση με τις πωλήσεις το 2008. Όμως, η μείωση ανάμεσα στις επιμέρους κατηγορίες των αλκοολούχων δεν ήταν ομοιόμορφη. Την περίοδο 2008-2012, τα αλκοολούχα ποτά και το ούζο εμφάνισαν σημαντική μείωση κατά 46% και 38% αντίστοιχα, ενώ η μπίρα και το κρασί σημείωσαν σαφώς πιο ήπια κάμψη (-5% και -1% αντιστοίχως). Αντίθετα, στην κατηγορία του εμφιαλωμένου τσίπουρου καταγράφηκε αύξηση κατά 17%.
Όπως αναφέρεται στην έρευνα του ΙΟΒΕ, η ραγδαία πτώση των πωλήσεων αλκοολούχων ποτών είχε ευρύτερες αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας. Η μείωση της δαπάνης κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών επηρέασε τόσο τα επιμέρους στοιχεία προστιθέμενης αξίας, εισοδημάτων από εργασία και εταιρικών φόρων όσο και την απασχόληση στο σύνολο της οικονομίας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η μείωση της δαπάνης κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών οδήγησε σε μείωση της προστιθέμενης αξίας στα 1,2 δισ. ευρώ, έναντι 2,1 δισ. ευρώ το 2009, ενώ η απασχόληση έχει συρρικνωθεί στα 27.000 άτομα από 48.000 άτομα το 2009.
Την ίδια ώρα, λόγω της απουσίας ελέγχων και της αύξησης του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης Οινοπνευματωδών Ποτών (ΕΦΚΟΠ), το λαθρεμπόριο ποτών ανθίζει. Το 2012, το λαθρεμπόριο αλκοολούχων εκφρασμένο σε φιάλες εκτιμάται ότι άγγιξε τα 8,2 εκ. φιάλες. Η απώλεια φορολογικών εσόδων από τη μη καταβολή του ΕΦΚΟΠ σε ποτά που διακινηθήκαν παράνομα, προσεγγίζει τα 41,8 εκ. ευρώ (χωρίς τα έσοδα από ΦΠΑ και χωρίς να συμπεριλαμβάνεται το τσίπουρο διημέρων).