Παιδιά στα ’70. Τα σπίτια είχαν μωσαϊκά και οι κουζίνες φορμάικα. Γύψινα κρέμονταν από τα ταβάνια σα στολίσματα και το νάιλον θεωρούνταν πολύ μοντέρνο! Η Αθήνα είχε γειτονιές και παίζαμε σε διπλανά οικόπεδα και χωματόδρομους. Κάποτε, κακοί ιδιοκτήτες τα μπάζωναν να φύγουμε και μετά τα χτίσαν όλα. Οι δρόμοι γίνανε όλοι άσφαλτοι, ταχείας κυκλοφορίας! Στα σχολεία, μικρά παιδάκια, μας βγάζανε οι δάσκαλοι λόγους για την «σωτήρια 21η Απριλίου». Φοράγαμε ποδιές και λευκούς γιακάδες και τα κορίτσια υποχρεωτικά λευκή κορδέλα και πίσω τα μαλλιά, ενώ τα αγόρια, με κοντά παντελονάκια, είχανε όλα μεγάλα μεγέθη τα σακάκια από τις μαμάδες τους, να φτουρίσουν και του χρόνου και τα σκέπαζαν μέχρι το γόνατο και μοιάζανε ξεβράκωτα.

Το ξύλο επιτρεπόταν, γιατί «έβγαινε από τον Παράδεισο» και μας βάραγαν στις παλάμες μας –τόσα δα χεράκια, μωρέ!- με χάρακες ξύλινους και πλαστικούς. Στις τάξεις, είχε αφίσες με τις εποχές και τους μήνες και τον Χρόνο στο κέντρο ενός κύκλου, γέρο άντρα με λευκά γένια. Και την Άνοιξη, την πιο ωραία με λουλούδια στα μαλλιά και αέρινο φουστάνι. Δίπλα, μια άλλη αφίσα μεγάλη, στολίδι φοβικό, με ένα πουλί μαύρο να βγαίνει από μια φωτιά, ενώ είχε καταπιεί μάλλον έναν φαντάρο, που ζούσε καμαρωτός, μέσα του!

Οι μαμάδες είχανε φουσκωτά κοντά μαλλιά ή καρέ-«μπομπέ» και φορούσαν μίνι πολύχρωμα και παπούτσια από φελό. Οι μπαμπάδες ήταν πάντα με κοστούμια και γραβάτες, δούλευαν 6 μέρες την εβδομάδα και κρατούσαν χαρτοφύλακες γιατί έπαιρναν δουλειά στο σπίτι για την Κυριακή. Τα αγόρια έπαιζαν με ποδοσφαιράκια πλαστικά και κάνανε ποδήλατα στην γειτονιά. Τα κορίτσια είχανε κούκλες παχουλές με μακριά μαλλιά και κάποιες άμα τις γυρνούσανε ανάποδα λέγανε «μαα-μά» αλλόκοτα.

Η τηλεόραση έπαιζε απόγευμα μέχρι τα μεσάνυχτα, όπου έκλεινε και έδειχνε πάλι το πουλί εκείνο στις φλόγες με τον χωνεμένο στρατιώτη. Πρώτη Δημοτικού, στο τέλος της χρονιάς μάθαιναν τα παιδιά τις δασυνόμενες λέξεις: «Ένα, έξι, επτά, εκατό και ερπετά, Ερμής, Έλλη, η Ελένη, η Ελλάδα η ξακουσμένη»… παπαγαλία. Φωνούλες ακούγονταν στα άδεια προαύλια…

Κάποτε στα σπίτια με τις φορμάικες, τα πολύ καινούργια και πολύ τετράγωνα, οι γονείς μιλούσαν ψιθυριστά και μόλις μπαίναμε στο δωμάτιο, εκείνοι συνωμοτικά, σταματούσαν τις κουβέντες. Παπαδόπουλος, Μαρκεζίνης, Ιωαννίδης, Ρουφογάλλης («σσσς… σιγότερα και μη βρίζεις και ακούσουν τα παιδιά») και ο Καραμανλής, ο Ανδρέας, ο Μίκης Θεοδωράκης («σιγότερα λέμε, χριστιανέ μου»). Κάποιες μαμάδες είχαν κόκκινα μάτια από τα κλάματα και κάποια μεγάλα αδέλφια δεν γυρνούσαν το βράδυ. Οι θείοι οι φοιτητές εξαφανίζονταν και οι μπαμπάδες ανήσυχοι περπάταγαν πάνω κάτω στους διάδρομους και κάπνιζαν τσιγάρα –ελληνικά, του Παπαστράτου ή Καρέλια- απανωτά!

-«Μπαμπά; Γιατί λένε ψωμί και παιδεία και ελευθερία;»
– «Σσσσ, μη φωνάζεις»…
-«Μπαμπά, δεν έχουμε ελευθερία; Ελευθερία ή θάνατος, δε λέγαμε στους Τούρκους; Τώρα έχουμε Τούρκους;»
– «Δεν έχουμε»…
-«Τότε, μπαμπά;…»


Στις αίθουσες τις σχολικές, σε ξύλινα θρανία ενωμένα με τα καρεκλάκια, δυο-δυο, καθισμένα, με κοντοκουρεμένα κεφάλια ή σφιχτές κοτσίδες, συνεχίζαμε όλα μαζί τις δασυνόμενες λέξεις: «Αδης, άγιος, αγνός, αίμα»… Αίμα έλεγαν και στην Αθήνα, στο Πολυτεχνείο. «Θα πέσει η Χούντα. Και δε θα αφήσουν απ’ έξω να σκοτώσουνε παιδιά. Μα είναι δυνατόν οι Ευρωπαίοι να αφήσουνε να γίνουν τέτοια πράγματα;»… «Μη φωνάζεις»… «Κλείσε το παράθυρο»… «Απέναντι, στο πεύκο από κάτω, είναι πάλι αυτός και κοιτάζει την πόρτα μας»… «Τι ζητά;»… «Μη πας γραφείο αύριο, φοβάμαι»… «Σσσσ… τα παιδιά»… «Σσσς… θα μας ακούσει, αυτός… απέναντι»…

Τα ραδιόφωνα παίζανε «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα» και «Ο Γιώργος είναι πονηρός» και «Τον Σταμούλη τον λοχία, είδα στην Αμφιλοχία» και «Δεν ήταν νησί, ήταν η γοργόνα, η αδελφή του Μέγα Αλεξάνδρου» και «Πρέπει να σπάσουμε τις αλυσίδες». Δυνατά. Οι μπαμπάδες ακούγανε στο υπόγειο από τρατζιστοράκι «Εδώ Πολυτεχνείο». Σιγά. Κόκκινα μάτια… Πάει… Τα παιδιά… «Βγήκανε με τανκς και ρίξανε τη πόρτα»…


 

 

Στο σχολείο, όταν ξαναπήγαμε, συνεχίζουμε τις παπαγαλίες. Να μάθουμε αν «η παραλήγουσα δεν περισπάται όταν η λήγουσα είναι μακρά», πότε βάζουμε βαρεία και πάντα τις δασυνόμενες λέξεις… Όλα μαζί τα παιδάκια: «Αίμα»… «αίμα»… «αίμα»… Δασεία έπαιρνε κάποτε…  Στην τηλεόραση, ασπρόμαυροι άνθρωποι μιλάγανε για τους «αλήτες» που τάραζαν τους φιλήσυχους πολίτες.

-«Μπαμπά; Τι είναι «αλήτης;»
-«Αυτοί που μιλάνε, τώρα παιδί μου»…


Κάποτε, μια φορά, τα βιβλία μας ήταν γραμμένα στη καθαρεύουσα. Οι μεγάλοι αδελφοί, οι μικροί θείοι, τα μεγαλύτερα ξαδέλφια πληρώνουν το τίμημα για το «Ψωμί», για την «Παιδεία», για την «Ελευθερία», ζητούμενα αντίθετα στο άλλο επιβεβλημένο με στρατό, «Πατρίς» και «Θρησκεία» και «Οικογένεια». Κάποτε πιάνανε χρωματιστές κλωστές ιδεολογιών και χάνονταν μεταξύ τους και κάποτε ξαναβρίσκονταν. Στο τέλος, ξυριστήκαν, φόρεσαν και αυτοί γραβάτες και ασπρόμαυροι μπήκαν σε εξουσίες και ας ήταν οι τηλεοράσεις, πια, έγχρωμες…

Στη σκιά τους, άχαρη γενιά εμείς, λίγο νερόβραστη και πολύ ήσυχη, χυθήκαμε σε πορείες και διαδηλώσεις στο όνομα όλων των «σσσσ…» των παιδικών μας χρόνων. Στο Πολυτεχνείο κάθε χρόνο, πετροπόλεμος και κλειστές πόρτες με τα ΜΑΤ απ’ έξω. Φώναξε… «ΜΑΤ και ΜΕΑ για μια Ελλάδα νέα». Εξάρχεια και μπλόκα στο τετράγωνο με ασπίδες. Και άλλα ονόματα. Ρώτα γιατί; Κουμής, Κανελλοπούλου, Καλτεζάς. Διαδήλωσε.

Η ΚΝΕ σε «αλυσίδες, σύντροφοι» στις μεγάλες πορείες την 17η Νοέμβρη, κάθε χρόνο. «17 τοις εκατό για την Παιδεία» και «Κάπα Κάπα Ε, το κόμμα σου λαέ». Η σημαία της ΕΦΕΕ. Κάποτε η μάνα του Παναγούλη, σύμβολο για εκείνες που κλάψανε παιδιά εκτελεσμένα στο όνομα των ιδεών. Η νεολαία του ΠΑΣΟΚ, ήδη, μετέωρη μεταξύ σοσιαλισμού και εξουσίας, με το ένα πόδι σε κινήματα και τ’ άλλο σε αγορές μεγάλων τζιπ με φιμέ τζάμια και Μυκόνου. «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Η ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, χωρίς αλυσίδες, ανυπεράσπιστη. «Σήμερα, σήμερα, τώρα, τώρα». Μετά τα ΕΚΚΕ, ΜΛ ΚΚΕ, ύστερα ο «Χώρος» και τέλος μαύρα και κουκούλες. Και πάντα μες στη νύχτα δακρυγόνα και γκλοπ να βαράνε σε ασπίδες και φυγή στα στενά στο Κολωνάκι και στους Αμπελόκηπους. Σήμερα, σήμερα, τώρα… Τώρα;

Οι πορείες, πια, μνήμη, ξεθωριάζουν, σαν θίασοι σε παρέλαση παλιοκαιρισμένη. Και εμείς; Του ’70 –ας μας επιτραπεί η παραφθορά- οι εκδρομείς; Μεσόκοποι, χαμένοι σε πράξεις σε παρατατικούς χρόνους και σε ευχετικούς μέλλοντες. Οι μαμάδες είναι πια γριούλες και οι μπαμπάδες, μια ζωή στην δουλειά, ώσπου έπαψαν να υπάρχουν. Και κάπου, σε μια άλλη πραγματικότητα, μπορεί και διάσταση, απ’ αυτές που λένε οι ψαγμένοι και οι επιστήμονες, η στιγμή διαρκεί στο σύμπαν άχρονα. Με μπλε ποδιά, πάντα, τραβάμε, το χέρι να μη μας χτυπήσει δυνατά ο χάρακας, αλλά ο δάσκαλος προλαβαίνει να μας κρατήσει ακίνητα. Όλα μαζί παιδάκια: «αίμα, άλμα, αμαρτία, Αλικαρνασσός»… Την επομένη χρόνια καταργήθηκαν οι δασείες…