Μόλις τη Δευτέρα κυκλοφόρησε ένα πολυσυζητημένο για την ελληνική μουσική άλμπου. Το «Πειράζοντας τη Μελίνα», στο οποίο συγκροτήματα της ηλεκτρονικής μουσικής διασκευάζουν τραγούδια της Μελίνας Μερκούρη. Πριν ακόμα ακούσουμε το αποτέλεσμα, «άνοιξε» και πάλι η συζήτηση για τις διασκευές.

Είναι εκείνοι που θεωρούν ασέβεια να «πειράζεις» ό,τι θεωρείται κλασσικό. Είναι κι οι άλλοι που δεν αντέχουν την ακαμψία των πρώτων.
Κι είναι και ένα ψύχραιμο κομμάτι ακροατών, που παρατηρεί τη διαμάχη χωρίς να επεμβαίνει, προτιμώντας να μην κρίνει την τακτική στο σύνολό της αλλά το αποτέλεσμα της κάθε προσπάθειας.
 


Το άλμπουμ αυτό, μόνο από αυτήν τη σκοπιά μπορεί κάποιος να το κρίνει. Το γεγονός ότι είναι μια συνολική προσπάθεια πολλών καλλιτεχνών, είναι ένας ακόμη λόγος να κριθεί κομμάτι – κομμάτι. Γιατί, όντως, έχουν αντιμετωπίσει με σεβασμό τα τραγούδια που «πείραξαν». Μόνο ένα ή δύο δεν κατάφεραν να συντονιστούν και να αποδώσουν την προσδοκώμενη αίσθηση, αλλά επειδή πρόκειται για αυστηρά προσωπική άποψη δεν θα τα αναφέρουμε.

Δύο συμπεράσματα μπορούν, πάντως, να εξαχθούν, όχι για τη συγκεκριμένη προσπάθεια αλλά ως απάντηση στη διαμάχη για τα «πειραγμένα»: Πρώτον, ότι και στην τέχνη, η γενίκευση είναι φασισμός. Δεύτερον, ότι για να αναμετρηθείς με το κλασικό πρέπει να είσαι πολύ σίγουρος για τον εαυτό σου και πολύ «δουλευταράς» στην τέχνη σου.

Καλώς ή κακώς, η τέχνη απευθύνεται στο κοινό, το οποίο συχνά γίνεται θύμα της ίδιας του της συνήθειας. Καλώς ή κακώς, το ωραίο, το αδιάφορο και το πολύ κακό δεν κρίνονται με μια εμπεριστατωμένη μελέτη της αρμονίας και του ρυθμού αλλά με μια αντανακλαστική κίνηση του δεξιού χεριού όταν οδηγείς: αν θα επιλέξεις το volume +  ή το search FM.

Καλώς ή κακώς, το γούστο είναι προσωπική υπόθεση…