Στον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook, η Έλενα Ακρίτα θέλησε να μοιραστεί με τους διαδικτυακούς της φίλους τα όσα συνέβησαν το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου του 1973:
17 Νοέμβρη 1973… Μόλις είχα τελειώσει το σχολείο, εκείνη τη χρονιά. Ήμασταν 3 μέρες κλεισμένοι μέσα στο Πολυτεχνείο. Την τελευταία νύχτα, ο ξάδελφός μου ο Κλέων Γιαβάσογλου έφυγε νωρίς το απόγευμα να πάει στο σπίτι του για λίγο και να επιστρέψει πάλι πίσω. Δεν μπόρεσε να ξαναγυρίσει. Έμεινα μόνη μου.
Δεν ήμουνα ακόμα φοιτήτρια, δεν ήξερα κανέναν… Αλλά εκεί όλοι ήμασταν ένα. Μόνο τη συνάδελφο τη Ρούλα τη Μητροπούλου (μόλις είχα πιάσει δουλειά σαν δημοσιογράφος άμισθη τότε) βρήκα από γνωστούς. Μου χαμογέλασε, αλλά μες τον κόσμο χαθήκαμε…
Όταν μπήκε το τανκ, ήμουνα κολλητά στην πύλη. Θυμάμαι ακριβώς το σημείο σε επίπεδο σπιθαμής. Πίστευα – πιστεύαμε ότι πεθαίνουμε. Εκεί και τότε. Στα 18, στα 20, στα 22 χρόνια… Αρχίσαμε να τρέχουμε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μέσα στο κτίριο, κάτι διάδρομοι, σπρωξίματα, φωνές, τρομαγμένα ποδοβολητά με τις ελβιέλλες τότε. Βγήκαμε στη Στουρνάρη. Τρέξιμο. Πολύ. Τρόμος. Κλούβα.
Οι μπάτσοι με πιάνουν και με χώνουν μέσα. Είμαι στα πρώτα σκαλιά όταν αισθάνομαι – σε κείνο το χαμό – δυο δυνατά μπράτσα να με αρπάζουν και να με κατεβάζουν κάτω. Το ίδιο χέρι του ίδιου ανθρώπου με κρατάει σφιχτά καθώς αρχίζουμε να τρέχουμε – όλοι μας χωρίς προορισμό. Είναι ο Πάνος ο Γιανναρόπουλος, καλή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται τώρα. Ένας νεαρός φοιτητής που μου έκανε ιδιαίτερα στη Φυσική – καθότι σκπράπας. Ο Πάνος έπαιξε τη ζωή του κορώνα γράμματα για να με αρπάξει από τα χέρια των μπάτσων, μέσα από την κλούβα της οδού Στουρνάρη. Με κρατάει σφιχτά. Τρέχουμε. Τρέχουμε. Τρέχουμε.
Είμαι μόλις 18 χρονών, αθλήτρια στα 100 και 200 μέτρα… Κι όμως νιώθω πως θα πεθάνω από το τρέξιμο… Μες το σκοτάδι μια πόρτα ανοίγει… Ισόγειο διαμέρισμα… Μπαίνουμε μέσα… Ένα νεαρό ζευγάρι οι ένοικοι… Στο μικροσκοπικό σαλονάκι, στοιβαγμένα παιδιά, ο ένας πάνω στον άλλον. Η πόρτα κλείνει. Είμαστε για λίγο ασφαλείς.
Με υποδειγματική οργάνωση -πόσο αγγλοσαξωνικά σουρεάλ εκείνη τη νύχτα της κόλασης- μπηκαμε όλοι σε μια σειρά για να κάνουμε ο καθένας από ένα σύντομο τηλέφωνο στα σπίτια μας. Η Σύλβα, η μάνα μου δεν το σήκωσε… Ήταν βλέπεις κι εκείνη στο Πολυτεχνείο… Η μία αγωνιούσε για τη ζωή της άλλης.
Το πρωί φύγαμε. Μας έδωσε η κοπελιά που είχε το σπίτι ένα κραγιόν θυμάμαι… μια χτένα για τα μαλλιά, μας σουλούπωσε γιατί η αστυνομία καιροφυλακτούσε παντού… Γύρισα σπίτι αργά το απόγευμα – που τα πράγματα δεν ήταν τόσο επικίνδυνα. Είχε επιστρέψει και η μάνα μου. Αγκαλιαστήκαμε… Ο τρόμος ήταν πίσω μας…