Θα μπορούσε να είναι ένα σύνθημα για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού προβλήματος σε ένα τοίχο αλλά είναι μια επιγραφή νέον που πιθανότατα έχετε ήδη συναντήσει στην Αθήνα, την ίδια στιγμή που κάποιος τη διαβάζει στο Παρίσι. Οι καλλιτέχνες Claire Fontaine, Latifa Echakhch και Andrian Paci συναρπάζουν και συναρπάζονται από το μυστήριο του ξένου, του μετανάστη, του εξωτικού νομά, του ανεπιθύμητου.

Έχω δεχτεί πολλές φορές την ερώτηση αν έχω νιώσει ξένη, και κατά συνέπεια ανεπιθύμητη, τα τελευταία 2 και κάτι χρόνια της διαμονής μου στο εξωτερικό. Ανάμεσα στις απαντήσεις που επαναλαμβάνω είναι πρώτον ότι στο χώρο που κινούμαι, το χώρο της σύγχρονης τέχνης, η ιδιότητα του ξένου είναι φυσιολογική καθώς όλοι συνεργαζόμαστε με καλλιτέχνες, γκαλερί και μουσεία του εξωτερικού. Η δεύτερη είναι ελαφρώς κλεμμένη ή καλύτερα δανεισμένη από την επαγγελματία του αθλήματος, την καλλιτέχνη Ευαγγελία Κρανιώτη: Μου αρέσει να είμαι ξένη. Το απολαμβάνω. Μεταξύ μας, αυτό το ελαφρύ ελληνικό accent είναι το καλύτερο αφροδισιακό για τον ανδρικό πληθυσμό θα πρόσθετα συνωμοτικά. Αλλά, όπως και να έχει, υπάρχουν και αυτοί που δεν το απολαμβάνουν, υπάρχουν και αυτοί που έχουν να πουν συγκλονιστικές ιστορίες, υπάρχουν και αυτοί που ενδιαφέρονται ή ιντριγκάρονται από το(ν) ξένο. Την τρίτη απάντηση θα σας τη δώσω μέσα από καλλιτέχνες που την άρθρωσαν καλύτερα από εμένα, τους δικούς μου ξένους.

Στην πραγματικότητα, η ιδέα για αυτό το κείμενο ήρθε όταν ένας emergent γάλλος καλλιτέχνης που ξεκίνησε πριν από λίγα χρόνια από τη σχολή μου, στο τμήμα των πλαστικών τεχνών της Σορβόννης, ο Romain Bernini, ένας λάτρης του εξωτικού στοιχείου, μίλησε για μια ιστοσελίδα όπου μπορείς να ειδοποιήσεις τις αμερικάνικες αρχές όταν ένας λαθρομετανάστης περνάει τα σύνορα. Παρόλο που σέβομαι τους νόμους και κατανοώ το αναγκαίο κακό των συνόρων, σέβομαι πολύ περισσότερο την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και κατονομάζω το video game «καρφώστε τον μετανάστη».

Η καλλιτεχνική επικαιρότητα μου έδωσε την αφορμή να μιλήσω για αυτό το θέμα εκτενέστερα. Η φετινή νικήτρια του βραβείου Marchel Duchamp, για τους δημιουργούς που προσφέρουν στη γαλλική σκηνή, το οποίο δίνεται στα πλαίσια της φουάρ σύγχρονης τέχνης Fiac, ήταν η γαλλίδα καλλιτέχνης Latifa Echakhch. Η Echakhch γεννήθηκε, όμως, στο Μαροκο το 1974 και ήρθε στη Γαλλία τρία χρόνια αργότερα. Τα τελευταία χρόνια μοιράζει τη ζωή της ανάμεσα στη Γαλλία και την Ελβετία. Το αγαπημένο μου έργο είναι η εγκατάσταση in situ “Erratum” που αποτελείται από σπασμένα γυάλινα μαροκινά ποτήρια τσαγιού. Μια σειρά από πολύχρωμα μικροσκοπικά γυαλιά απλωμένα στο έδαφος, μια χειρονομία απλή και καθημερινή, ένα γεγονός σχεδόν τυχαίο καταφέρνει να μιλήσει για ένα σημαντικό βίωμα, αυτό της μετανάστευσης. Στο έργο της συναντάμε συχνά αντικείμενα απλωμένα στο πάτωμα, όπως μικρές υδρογείους φτιαγμένες από χαρτί, τσαλακωμένες και ελαφρώς κακοποιημένες. Τα έργα της είναι ένα μείγμα στοιχείων της ανατολής και της δύσης, όπως και αυτή.

Σε αντίθεση με άλλους καλλιτέχνες, η Latifa μιλάει περισσότερο για αυτό που ονομάζω δυο και διχοτομία, τη διπλή ή κατακερματισμένη ταυτότητα. Αυτό το σύμπτωμα εκφράζει μια ολόκληρη γενιά γάλλων αραβικής καταγωγής που έχουν ζήσει ελάχιστα ή καθόλου στον τόπο καταγωγής των γονιών τους, έχουν μεγαλώσει και εκπαιδευτεί σε ένα καθαρά γαλλικό περιβάλλον με ό,τι αυτό συνεπάγεται αλλά νιώθουν ότι θέλουν να επιστρέψουν εκεί που δεν έχουν πάει ποτέ ή που έχουν ξεχάσει ότι έχουν πάει. Το παιχνίδι της μνήμης και της λήθης είναι πιο ενεργό στη δική τους περίπτωση καθώς τα κενά τα γεμίζουν με τη φαντασία τους.

Το θέμα της μετανάστευσης είναι πλέον πιο πολύπλοκο καθώς ναι μεν έχει αυξηθεί εξαιτίας της οικονομικής κρίσης αλλά ήταν ήδη σε άνοδο πριν από αυτή λόγω της παγκοσμιοποίησης. Αυτή την άποψη συμμερίζεται και το γαλλικό δίδυμο Claire Fontaine, το οποίο δανείζεται το όνομα του από την ομώνυμη εταιρία χαρτικών, δημιουργώντας μια εγκατάσταση νέον με την επιγραφή «Ξένοι Παντού» σε 20 διαφορετικές γλώσσες. Μια από αυτές, πιθανότητα έχετε συναντήσει στο δρόμο σας. Η απόφαση τους είναι μια δήλωση και ταυτόχρονα μια μικρή γλωσσική επανάσταση που δεν πρέπει να αγνοούμαι. Άλλωστε, αυτό το δίδυμο έχει μια τρομοκρατική πολιτική ως προς την τέχνη. Αρέσκεται στο να μας βομβαρδίζει με ανοίκειες εικόνες προσαρμοσμένες στην εποχή μας

Ο Andrian Paci μπορεί να δεχτεί δικαιωματικά το τίτλο του πραγματικού μετανάστη καθώς γεννήθηκε στην Αλβανία το 1969 και διέφυγε το 1997 στην Ιταλία εξαιτίας των αναταραχών από την οικονομική και πολιτική κρίση. Αρχικά, τα έργα του είχαν προσωπική διάσταση προσπαθώντας να μεταφέρει το δικό του βίωμα αλλά στη συνέχεια το έργο του ωρίμασε και έδωσε μια πιο ευρεία διάσταση της κατάστασης Ένα έργο-έκκληση στο συναίσθημα είναι το βίντεο Contes Albanais, όπου ένα τετράχρονο παιδί ξεκινάει να μας λέει ένα παραμύθι που στην πραγματικότητα είναι η ιστορία της μετανάστευσης του.

Το αγαπημένο μου έργο με καθαρά αισθητικά κριτήρια είναι το Centre de rétention provisoire, μια φωτογραφία που αποτυπώνει μια σκάλα επιβίβασης στην οποία έχουν ανέβει ήδη οι επιβάτες στο μέσο ενός αεροδρομίου. Στο βάθος της φωτογραφίας βλέπουμε ένα αεροπλάνο το οποίο συμβολίζει τη νέα πατρίδα. Αν και αυτή βρίσκεται στο οπτικό τους πεδίο δε μπορούν να την προσεγγίσουν. Είναι αναγκασμένοι από μια αόρατη δύναμη να στοιβάζονται πάνω στην σκάλα και να βρίσκονται σε μια διαρκή ενδιάμεση κατάσταση, σε ένα προσωρινό κέντρο κράτησης μεταναστών.

Στον κινηματογραφικό χώρο τώρα, παρακολουθήσαμε φέτος στις Κάννες την ταινία «The Immigrant» του σκηνοθέτη James Gray με πρωταγωνίστρια την Marion Cotillard που προσπαθεί να μεταναστεύσει στην Αμερική, τη γη της επαγγελίας για όποιον έψαχνε μια ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή και μια θέση στο Αμερικάνικο όνειρο. Η ελπίδα είναι ο κινητήριος μοχλός που στηρίζει το μετανάστη να υπομένει όλα τα δεινά, τον αποχωρισμό από την οικογένεια του, το άγνωστο και τους άγνωστους και ως εκ τούτου την ανασφάλεια, τη φυσική εξάντληση και την εκμετάλλευση. Εκτός από την ελπίδα, θα έλεγα ότι υπάρχει μια πλευρά σχεδόν εφηβική, αιώνια νέα παρά τις ρυτίδες και την σκλήρυνση των χαρακτηριστικών εξ αιτίας των κακουχιών, της κακής διατροφής και της ανύπαρκτης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Αυτή η πλευρά κάνει τους ανθρώπους να κρατούν αυτό το σχεδόν ρομαντικό ιδεώδες, του «όλα θα φτιάξουν».