Η ΛΕΣΧΗ ΤΗΣ ΚΟΜΨΗΣ ΑΛΗΤΕΙΑΣ / ΤΗΕ RIOT CLUB

Bαθμολογία: 6 / 10

Βρετανικά πλούσια κωλόπαιδα με στιλ και χρήμα (πάνω από όλα) μέλη μιας φοιτητικής αδερφότητας που όλα επιτρέπονται, το τραβάνε πολύ παρά πάνω από όσο θα έπρεπε. Η ιστορία είναι ντεμί αληθινή (τέτοιες λέσχες υπάρχουν παντού στο εξωτερικό αλλά εν προκειμένω το θεατρικό στο οποίο βασίζεται η ταινία αναφέρεται στο «The Bullingdon Club» της Οξφόρδης. Υπάρχει ζουμί στην υπόθεση που σου διατηρεί το ενδιαφέρον όμως το πρόβλημα στην σκηνοθετική προσέγγιση της Λόνε Σέρφινγκ είναι εμφανες. Στην αδυναμία της να ισορροπήσει ανάμεσα στην εικονογραφική και ηθική (ανήθικη) υπερβολή που από τη φύση του έχει το θέμα της, τη κινηματογραφική μετατροπή της θεατρικής του καταβολής και την πολιτική θέση και στάση χωρίς το δεκανίκι του διδακτισμού.

ΑΠΛΗΣΤΟΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ / GOOD PEOPLE

Βαθμολογία: 5 / 10

Aπό πότε έγινε τόσο δύσκολο να φτιάξεις ένα «γεροδεμένο» θρίλερ με μια απλή ιδέα και ένα ζευγάρι αστεράτων πρωταγωνιστών όπως είναι εδώ ο Τζέιμς Φράνκο και η Κέιτ Χάντσον; Μάλλον από πάντα ήταν δύσκολο γι αυτό και πάντα γυρνάμε για προσκύνημα σε κλασικές αξίες όπως πχ Χίτσκοκ. Ένα ζευγάρι με χοντρά οικονομικά προβλήματα. Ο γείτονάς τους που πεθαίνει. 220.000 λίρες που το ζευγάρι ανακαλύπτει κρυμμένες στο σπίτι του νεκρού και αποφασίζει να τις οικειοποιηθεί. Για να γίνουν στόχοι ενός «κακού» που διεκδικεί αυτά τα λεφτά. Ένα στόρι στο Λονδίνο που αν σκεφτείς ότι το σκηνοθετεί ο Χένρικ Ρούμπεν Γκενζ του δανέζικου “The Killing” και το κινηματογραφεί ο φωτογράφος του, θα έπρεπε να σε καθηλώνει. Ατμόσφαιρα υπάρχει και με το καντάρι, αλλά τι να την κάνεις, όταν από το ίδιο το περιεχόμενο της ταινίας, δεν εκτοξεύεται πάνω σου ένα κοντάρι, να στυλωθείς, να τρομάξεις και να μπεις στο παιχνίδι;

ΣΤΑ ΚΑΛΑ ΚΑΘΟΥΜΕΝΑ

Δεν ξέρω δεν απαντώ, δεν το είδα. Και μάλλον δεν χρειαζόταν γιατί ενώ είναι κοινά γνωστό ότι ο κος Νίκος Ζαπατίνας είναι από τους πιο ευγενείς ανθρώπους του σκηνοθετικού ελληνικού θιάσου, ταυτόχρονα είναι και ένας από τους πιο… ας το πούμε εντελώς εκτός των δικών μου ορίων αποδοχής και αντοχής όσον αφορά την κινηματογραφική κωμωδία. Ειδικά αυτήν που προσπαθεί με το ζόρι να θυμηθεί το «παλιό καλό ελληνικό σινεμά» αλλά τελικά το μόνο που θυμάται είναι οι  βιντεοταινίες. Το τηλεοπτικής λογικής cast (χωρίς να μειώνω το ταλέντο των ηθοποιών που συμμετέχουν, απλώς εστιάζω στη λογική του πράγματος) είναι ενδεικτικό των προθέσεων της παραγωγής: Ζέτα Μακρυπούλια, Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, Τζόυς Ευείδη, Γιάννης Ζουγανέλης, Ελισσάβετ Κωνσταντινίδου και άλλοι. Σαν να πηγαίνεις σινεμά και σε δύο ώρες να έχεις κάνει ζάπινγκ σε όλα τα κανάλια και προγράμματα.

ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΣΠΙΤΙ / ΤΗΕ ΗΟUSE OF MAGIC

Βαθμολογία: 5 / 10

Καλών προθέσεων και προσεγμένης αισθητικής παλιομοδίτικο animation που αποδεικνύει όμως ότι στην τέχνη και την ψυχαγωγία οι καλές προθέσεις δεν αρκούν. Ειδικά όταν είσαι Ευρωπαίος (Βέλγος) και νοιώθεις μια ψιλοκόμπλα απέναντι σε αυτό οπότε πας να το μπασταρδέψεις και με μια πρέζα αμερικανιάς. Σαν να βάζεις κανέλα σε γουβαρλάκια. Ένας παρατημένος από τα αφεντικά του γατούλης, θα περάσει τρόμους και περιστατικά στους δρόμους μέχρις ότου βρει καταφύγιο σε ένα στοιχειωμένο σπίτι. Ιδιοκτήτης του είναι ο καλόκαρδος γερομάγος Λορέντζο που ζει εκεί με μια παρέα από ομιλούντα ζωάκια και άλλα περίεργα όντα. Με τη διαφορά ότι ο Λορέντζο έχει έναν μπίχλα ανηψιό που θα κάνει ότι μπορεί για να περάσει η ιδιοκτησία του σπιτιού στα χέρι του. Αν έχεις παιδάκι σου λέω πήγαινε το, θα το λατρέψει (και θα αγαπήσει και τους γατούσηδες). Από την άλλη όμως, παρά την τεχνική αρτιότητα του πράγματος, δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που δεν μπορείς να δεις σε ένα άλλο παιδικό. Και καλό πράγμα η καλή καρδιά, αλλά το σινεμά δεν είναι συνέδριο καρδιολόγων.

ΧΕΛΩΝΟΝΙΝΤΖΑΚΙΑ / TEENAGE MUTANT NINJA TURTLES

Bαθμολογία: 7 / 10

Ω ναι, είναι κακόγουστο. Πάντα ήταν δηλαδή σαν ιδέα και μόνο από τη εποχή που από κόμικ λανσαρίστηκε σαν καρτούν (στη δεκαετία του 80 νομίζω) μέχρις όταν έγινε σειρά ταινιών και καινούργιο ψηφιακό καρτούν που το παίζει το Nickelodeon. Μεταλλαγμένες χελώνες νίντζα με ονόματα δημιουργών της Αναγέννησης (Μικελάντζελο, Λεονάρντο κλπ) που πολεμάνε το κακό και λατρεύουν την πίτσα; Ούτε εγώ με δύο λίτρα τσίπουρα δεν θα μπορούσα να το σκεφτώ. Άκου όμως τώρα την πλάκα. Υπάρχει ένα περίεργο σύνορο ανάμεσα στην κακογουστιά και τη σουρεαλιστική εξτραβαγκάντζα, ειδικά στα παιδικά μάτια. Ναι, σίγουρα δεν είναι η πιο σινεφίλ ή έστω κομψή κινηματογραφική επιλογή να πας τα παιδιά σου σινεμά. Αλλά αν τα πας, δεν πρόκειται να πάθουν ιλαρά και θα γουστάρουν τρελά. Μοναδικό πρόβλημα ότι μπορεί να σου αναπτύξουν πρόωρα σεξουαλικά ενδιαφέροντα, λόγω των βυζιών της Μέγκαν Φοξ. Γνήσια απολαυστική 3D ανεγκέφαλη και ακριβή στην παραγωγή της διασκέδαση, με εμφανή τη σφραγίδα στην παραγωγή του Μάικλ Μπέι. Που είναι το κακό δεν κατάλαβα; Αν δεν γουστάρεις περίμενε το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ / ΤΗΕ JUDGE

Βαθμολογία: 4 / 10

Όλοι αγαπάμε τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ. Είναι τρομερά cool τυπάς, λέει υπέροχες ατάκες, ξανάστησε την καριέρα του από το μηδέν μετά την  αποτοξίνωση και ενσάρκωσε το πρότυπο του σοφιστικέ σούπερ ήρωα μέσα από τον «Ιron Man» και τον «Σέρλοκ Χολμς». To πρόβλημα (δικό του, όχι δικό μας), ότι παρά τα τεράστια σουξέ του τα τελευταία χρόνια δεν έχει παίξει σε μια σοβαρή ταινία. Βρήκε φως και μπήκε λοιπόν αλλά μετά έπεσε το ρεύμα. Δύο ώρες και 20 λεπτά δρόμος για μια ταινία που νομίζει ότι μάγκικα μπορεί να παίξει με διάφορα είδη (από το δικαστικό θρίλερ στο οικογενειακό δράμα ως την κομεντί) και απλά τα παίζει η ίδια. Με μια ταινία που νομίζει ότι μπορεί να τα πει όλα και μοιάζει με δελτίο ειδήσεων στη νοηματική. Ο κακός χαμός σε μορφή μαλλιοτραβηγμένης σαπουνόπερας που όταν τη στήνανε είχανε πιει μπάφους και ήταν σίγουροι ότι θα πάνε για βραβεία. Επιτυχημένος δικηγόρος αποκομμένος από την οικογένεια του, επιστρέφει στο πατρικό του εφ’ όσον ο πατέρας του, δικαστής της πόλης κατηγορείται για φόνο και πρέπει να τον υπερασπιστεί. Κάπου ανάμεσα στη λύση του μυστηρίου, τις δικαστικές συνεδρίες, το ναρκισσισμό του Ντάουνι, την πάντα ευπρόσδεκτη παρουσία του Ρόμπερτ Νιτιβάλ, τις διαλυμένες οικογενειακές σχέσεις και δεν ξέρω εγώ τι άλλο, σε πήρε ο ύπνος κι έγειρες στου καραβιού την πλώρη, χωρίς καν να ξέρεις που πάει το καράβι.