Όλα ξεκίνησαν από μια χοντρή κρίση πανικού, χρόνια πριν. Και για να μην παρεξηγηθώ ως ανεύθυνος, δεν λέω σε καμία περίπτωση σε ανθρώπους που χρήζουν φαρμακευτική αγωγή, να την αποφύγουν. Το αντίθετο. Εγκέφαλος είναι αυτός, νευρώνες, σεροτονίνες, αν λασκάρει λίγο ένας κρίκος χρειάζεται εντελώς όμως τη φαρμακευτική βοήθειά του. Είναι σαν να μου λες ότι πεθαίνεις από πονοκέφαλο αλλά αρνείσαι να πάρεις ασπιρίνη. Αυτό είναι μια ηλίθια ακρότητα. Όπως και το κλασικό, «εγώ δεν παίρνω χημικό αγχολυτικό, προτιμώ τη φύση». Εννοεί το χασίσι. Μωρή ηλίθια, η φύση από μόνη της είναι χημεία. Τετραϋδροκανναβινόλη έχει ο μπάφος και όσο φυσική και αν είναι μια χαρά χημικά λειτουργεί στον εγκέφαλό σου. Και ανεξέλεγκτα ενίοτε.
Αυτά για εισαγωγή γιατί δεν είναι εκεί το θέμα μου. Είναι η δικτατορία της ευτυχίας. Έπαθα λοιπόν κάποτε μια χοντρή κρίση πανικού. Είμαι και λίγο περίεργος τύπος να μετά τεράστιες χρονικές περίοδοι χωρίς να τολμώ να ξεμυτίσω από το σπίτι με xanax στην τσέπη κι αντικαταθλιπτικό το πρωί μαζί με τον καφέ. Με βοήθησαν; Σίγουρα. Με γάμησαν; Επίσης. Στο συναίσθημα. Η ισοπέδωση του μετροπόντικα, από κάτω και υπόγεια. Αγκαλιά, χαρά, γαμήσι, θλίψη, γλέντι, όλα ένα. Νοικοκυρεμένα. Πάνω κάτω αυτή είναι η επιθυμία της σύγχρονης ψυχιατρικής που είναι πιο πολιτισμένη από την παλιά της εκδοχή. Η παλιά της ήταν να χρησιμοποιείται ως μέσο καταστολής και ελέγχου της μάζας.
Διαφωνούσες με το καθεστώς; Ήσουν αδερφή; Έλεγες στους γονείς σου ότι δεν θες να παντρευτείς τον μαλάκα που σου προξενεύουν; Στο αφεντικό σου «άει γαμήσου»; Παρ’ τον μέσα στο γκούλαγκ. Εφτά χάπες κι ένα ηλεκτροσόκ για να στανιάρεις. Στην ουσία τα πράγματα δεν άλλαξαν πολύ, απλά έγινα πιο σαλονάτα κι εμπορικά με τις φαρμακευτικές να τάζουν ταξίδια στις ψυχοπουτάνες (τους τρελογιατρούς εννοώ) προκειμένου να σε μπουκώσουν με χάπα να γλιτώσουν και το χρόνο να ασχοληθούν μαζί σου.
Οκ πιάνει. Έχεις μια χαλαρότητα, ένα χαμόγελο σαν του Τζόκερ ακόμα κι αν δίπλα σου πεθαίνει κάποιος, μια ηρεμία ακόμα κι όταν σου πούνε ότι σου γαμιέται η μάνα. Δεν έχεις διαταραχές ύπνου ούτε περίεργες επιθυμίες και σκέψεις. Κοιμάσαι νωρίς, ξυπνάς νωρίς, είσαι υπάκουος στη δουλειά σου και στον άντρα σου και στη μαμά σου και φροντίζεις να πληρώνεις έγκαιρα την εφορία σου γιατί πλέον είσαι κανονικός, ένας αξιοσέβαστος πολίτης. Πάνω κάτω το όλο θέμα είναι πως ο μόνος τρόπος για να γίνεις αξιοσέβαστος πολίτη, δηλαδή να σε γαμάνε και να λες κι ευχαριστώ (δε μιλάω για μένα που μου αρέσει, μιλάω γι αυτούς που δεν είναι του αθλήματος) είναι να υποτάξεις τις ακρότητες (;) σου μέσα από τη χάπα.
Ναι, δεν ζούμε πλέον στην εποχή των καταραμένων ποιητών με το αμπσέντι. Αλλά σε ποια εποχή ζούμε; Ναι, δεν θέλω να είμαι δυστυχισμένος, μου αρέσει η χαρά. Θέλω όμως να μελαγχολώ όταν το νοιώθω ανάγκη. Να τριγυρνώ στο δρόμο μαύρα μεσάνυχτα με μια μπύρα παρατηρώντας τους ανθρώπους. Να ξυπνάω σε κρεβάτια αγνώστων που το προηγούμενο βράδυ ήμουν σίγουρος ότι θα τους ερωτευτώ για πάντα και να νοιώθω άδειος το πρωί, για να πάρω το σήμα να βρω τον τρόπο να είμαι γεμάτος. Να με πάρει από κάτω που μαλακίστηκα για άλλη μια φορά. Να πάρω τηλέφωνο τον κολλητό μου κλαίγοντας. Να με βγάλει βόλτα σε ένα πάρκο που πιτσιρίκια θα κάνουν σκέιτ, ένα σκυλί θα γαβγίζει και φύλλα από τα δέντρα θα πέφτουν κολλώντας στα υγρά μάγουλά μου.
Θέλω να κλαίω σε ταινίες, να τσακώνομαι με αυτούς που αγαπάω για να έχω την ευκαιρία να τους ζητήσω μετά συγγνώμη, να κάνω λάθη από πάθη, να ξαγρυπνήσω, να γίνω ανεύθυνος όταν η πίεση μου έχει φτάσει στα 100. Να πάρω αεροπλάνο με λεφτά που τα έχω προγραμματίσει για τράπεζες και να βρεθώ στο Λονδίνο. Να κοιμηθώ γυμνός, κλαίγοντας, δίπλα σε ένα ποτάμι και να αισθάνομαι τη ροή του νερού στα πόδια μου.
Να γράφω, όπως ζω, όπως αισθάνομαι. Να είναι οι λέξεις μου ψίθυροι που έγιναν σουξέ σε σκυλάδικο, κάβλες που απέκτησαν συντακτικό. Να σκέφτομαι, να απορώ, να αναιρώ, να αφήνομαι στην παρόρμηση, να μην απαντώ όταν βαριέμαι να απαντώ, να μην είμαι πολιτικά ορθός και να μπορώ να σε πω ηλίθιο και εγκεφαλικά παραπληγικό όπως κι εσύ εμένα. Να νοιώσω ξανά τις ρώγες του στήθους μου σαν ανεμοδείκτες ραντάρ, να με οδηγούν στην επόμενη αγκαλιά. Τα χείλη μου ανεξέλεγκτα, για φιλί και για λόγια. Τα αυτιά μου σαν ακουστικά καρδιολόγου σε έναν κόσμο που οι κλινικές είναι βαμμένες πουά. Τα μάτια μου σαν πρισματικούς συλλέκτες φωτός και σκότους, με ικανότητα να δακρύζουν. Τη φωνή μου, αλαζονική και σεβαστική, ερωτική και επαναστατική. Τα δάχτυλα μου στο πληκρολόγιο να νοιώθουν σαν να πατάνε γυαλιά σπασμένα ματώνοντας και να νοιώθουν χαρά γι αυτό.
Όχι μαντάμ, δε θέλω την πλαστική σου ευτυχία. Θέλω την ευτυχία αν μπορείς να μου την προσφέρεις σαν γιατρός πέρα από τις χάπες. Να με κάνεις να αγαπήσω πάλι της αντανάκλαση του πρωινού ήλιου σε ένα τσαλακωμένο ασημόχαρτο από ένα πλακέ παλιακό κουτάκι τσιγάρων, ενός αγαπημένου που του τελείωσαν τα τσιγάρα του. Και τον πρωινό εκκλησιασμό του να πάω στο περίπτερο να του αγοράσω νέο πακέτο ακόμα κι αν παίξαμε μπουνιές το προηγούμενο βράδυ. Μέχρι να έρθει το επόμενο βράδυ, κι η αγάπη να εφευρεθεί ξανά. Μέσα από πόνο, γέλιο, βία, χαρά. Αντανακλάσεις των εφιαλτών μας μεταμορφωμένες σε όνειρα και προσμονές.
Η Μαλβίνα, κάθε φορά που πήγαινα σπίτι της, επειδή ήξερε τι μόλα είμαι, ήθελε να με ευχαριστήσει, ανησυχούσε ταυτόχρονα αλλά ποτέ δεν χειραγωγούσε και μου έλεγε με έναν υπόκωφα ειρωινικό τόνο, «η βότκα σου είναι στο ψυγείο». Αφού την τσάκιζα τη βότκα και μιλάγαμε από γκομενικά μέχρι πολιτική και ζώδια, με κοίταζε στα μάτια με το δικό της μοναδικό τρόπο και με ρωτούσε: «Χτες με πήρες έξαλλος τηλέφωνο 3 το πρωί γιατί αγαπάς τον Χ. Τον αγαπάς όντως;» “Ναι” της απαντούσα. «Και πως το ξέρεις αυτό; Αφού το αλκοόλ σου ισοπεδώνει το συναίσθημα. Ειδικά με τα χάπια που παίρνεις ανσάμπλ» συνέχιζε. «Το ξέρω γιατί νοιώθω την απουσία του στο σώμα μου» έβρισκα δικαιολογία. «Η μόνη απουσία που νοιώθεις από το σώμα σου είναι του δικού σου σώματος γλυκέ μου, του πώς να το κάνεις δικό σου για να μπορείς να το κάνεις και δικό του» έλεγε και μετά βλέπαμε χαζές ταινίες.
Για να μη σε κουράζω φίλε, το σώμα είναι μυαλό και το μυαλό είναι σώμα. Προσωπικά κι ας πληρώσω το κόστος, τα θέλω και τα δύο να νοιώθουν φωτιά. Να νοιώθουν ότι είναι γυμνά σε ένα παράθυρο που μπροστά του φαίνονται θάλασσες, βουνά με υπέροχα μεγάλα δάση και πάθη. Άνεμοι, τρόμοι και χαρές. Θέλω να σκάω στα γέλια και ένα όμορφο δάχτυλο αγαπημένου να μου σκουπίζει τα μάτια μετά από ένα δάκρυ.Στη σύγχρονη κοινωνική καθώς πρέπει συμπεριφορά, η μελαγχολία όχι μόνο είναι απαράδεκτη αλλά είναι σχεδόν ποινικοποιημένη. Μια κοινωνία ψεύτικα χαρούμενων ανθρώπων με χημική βοήθεια (ξαναλέω ανήκω σε αυτούς). Είμαι πανέτοιμος (νομίζω) να το σπάσω αυτό το φράγμα.
Κι ας αποκτήσω παράλογες συμπεριφορές, οι δικές μου θα είναι. Κι ας απολυθώ από τη δουλειά μου. Κι ας χάσω φίλους που δεν θα τους χάσω γιατί ξέρουν πόσα χρόνια βασανίζομαι με αυτή την αντίφαση. Ξέρω ότι δεν πρόκειται να γίνω ξανά παιδί κι ούτε το επιθυμώ ιδιαίτερα. Ξέρω όμως, ή μάλλον έχω ανάγκη, να μπορώ να δακρύσω όταν βλέπω ένα πιτσιρίκι και σκέφτομαι τι καλά ή τι κακά του επιφυλάσσει η ζωή. Αυτό δεν είναι μελαγχολία. Αυτό είναι συναίσθηση ζωής.