Το είχαμε λίγο πολύ πάντα σαν λαός που δεν φημιζόμαστε για την ευγένεια και την υπομονή μας. Ήρθε και η κρίση στο καπάκι και το μανούριασμα έγινε κανόνας. Σε λεωφορείο δεν τολμάς να μπεις αν δεν έχεις πιει αγχολυτικό. Η κρίση πανικού δεδομένη και μόνο από τα βλέμματα των επιβατών. Ο Φρέντι Κρούγκερ, ο Τζέισον Βόρχες και η Όρκα η δολοφόνος φάλαινα (αν πέσεις σε χοντρή) μέσα τους όπως σε κοιτάζουν.
Ένα λάθος σπρώξιμο να κάνεις σε κάποιον, έναν να πατήσεις όπως είσαι στριμωγμένος σαν σαρδέλα και είναι ο άλλος έτοιμος να αντιδράσει σαν τον επιθεωρητή Κάλαχαν αδειάζοντας το όλο πάνω σου. Πιο μανουριασμένος από όλους, ο ίδιος ο οδηγός. Ή έχουν αλλάξει τον τρόπο που διδάσκουν την οδήγηση ή ο τύπος είναι στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού και τον ξεσπάει στους επιβάτες. Το τι απότομο φρενάρισμα πέφτει, να σου έρχεται στο κούτελο η μασέλα της γιαγιάς από μπροστά, δε λέγεται.
Γενικά στην οδήγηση και στον δρόμο το μανούριασμα είναι κανόνας. Ναι, η μούντζα από αμάξι σε αμάξι ήταν πάντα για τον Έλληνα κάτι σαν εθνικός χαιρετισμός, αλλά πλέον έχει εξελιχθεί σε μανία. Η Κηφισίας στο μποτιλιάρισμα είναι κάτι σαν πάρτι progressive μουσικής από τα κορναρίσματα και installation έργο τέχνης από κεφάλια και κωλοδάχτυλα που προβάλλουν έξω από τα παράθυρα των αυτοκινήτων.
Για τις ουρές σε δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες, εφορίες, μέχρι και σούπερ μάρκετ, δε συζητάω. Ζοχάδα ο υπάλληλος, ενίοτε δικαιολογημένα κμε τα 500 ευρώ που τον πληρώνουν, ζοχάδα κι ο πελάτης, που κι αυτός κατά βάση με 500άρικο πληρώνεται. Κι επειδή δεν πας να πεις στο αφεντικό σου «σάλτα και γαμήσου», που αυτό είναι το ζητούμενο, το λες σε οποιονδήποτε άλλον.
Στην εφορία, εμ πας να τους τα σκάσεις, εμ η υπάλληλος σε αντιμετωπίζει με το τουπέ πωλήτριας σε μπουτίκ του Κολωνακίου από τις καλές εποχές. Λέω από τις καλές εποχές, γιατί τώρα που δεν πατάει μύγα στις ακριβές μπουτίκ -χαλί της Μοιραράκη σου στρώνουν για να πατήσεις αν μπεις μέσα. Στην τράπεζα βλέπεις τον παππούλη με τη μαγκούρα, που δεν νογάει πως λειτουργεί το αυτόματο μηχάνημα και σε καθυστερεί, και υποσυνείδητα θες να του τραβήξεις τη μαγκούρα να σωριαστεί κατάχαμα να κάνεις τη δουλειά σου.
Στα γραφεία με του συναδέλφους να δεις πλάκα. Υπήρχε μια μαγική εποχή που η φράση «έλα να κάνουμε τσιγάρο» ανάμεσα σε δύο συνάδελφους σηματοδοτούσε ένα ευχάριστο δεκάλεπτο διάλλειμα από την εργασιακή ρουτίνα. Τώρα είναι πιθανό το τσιγάρο να καταλήξει σε φαρ ουέστ επειδή χρησιμοποίησες τον υπολογιστή του άλλου χωρίς την άδεια του ή τον άφησες στο ταμείο για να πας για κατούρημα.
Όπου στο ταμείο, ειδικά των σούπερ μάρκετ, καλόν είναι να πλησιάζεις πλέον με κράνος. Γιατί, αν κρίνω από τη χαρωπή διάθεση με την οποία η ταμίας περνάει τα προϊόντα από το σκάνερ και τα πετάει -με τη χάρη της Βερούλη όταν πετούσε τη σφαίρα στους αγώνες-, τότε είναι σίγουρο πως η κρυφή σκέψη της και ο στόχος της είναι το δόξα πατρί σου. Όπως και της κομμώτριας να σου κάνει ντεκαπάζ που σε μία μέρα θα σου πέσουν όλες οι τρίχες.
Μανούριασμα παντού. Με όλους και με όλα. Από το πρωινό ξύπνημα, στην κρεββατομουρμούρα. Από το οικιακό περιβάλλον, στον εργασιακό χώρο, ακόμα και στις διακοπές. Με χειρότερο όλων, εννοείται, τα μπαρ -βοηθάει και η τρίτη βότκα. Κοιτάζεις κάποιον τυχαία και το τι «κοιτάς ρε» είναι σαν οιινόπνευμα που απλώς περιμένει το σπίρτο για να γίνει το μαγαζάκι καλοκαιρινό.
Από τον έξω καρδιά Έλληνα του Ζορμπά, στο μιζεριασμένο γκόλουμ που ψάχνει ευκαιρία για θυμό και μικρότητα. Πολύ απλά, επειδή δεν είναι ευτυχισμένος με τη ζωή του Και όχι, δεν φταίει για όλα η κρίση. Χωρίς να υποτιμώ τη συμβολή της. Είναι το ότι σχεδόν καλείς δεν είναι καλά με τον εαυτό του. Ευτυχισμένος, γεμάτος. Επειδή δεν έχει ταυτότητα. Επειδή ζει σε μια χώρα χωρίς ταυτότητα. Που αντί να την αναζητά εκεί που πρέπει, ψάχνει να τη βρει στη μανούρα. Μαθημένοι να κολλάμε στο πρόβλημα αντί να ψάχνουμε τη λύση, χρόνια τώρα.