Το κρύο περόνιαζε τον Ρομπέρτο, διαπερνούσε κάθε πόρο του σώματός του, τρύπαγε το κεφάλι του. Ήταν καλά -τρόπος του λέγειν- μετά την πτώση του αεροσκάφους που μετέφερε αυτόν και τους συναθλητές του από την ομάδα ράγκμπι της Old Christian Club.

Στις 14 Οκτωβρίου του 1972 ο Ρομπέρτο Κανέσσα μαζί με άλλους 28 φίλους του, βρισκόταν σε υψόμετρο 4.000 μέτρων πάνω στις Άνδεις, με την θερμοκρασία να είναι μόνιμα στους μείον 30 βαθμούς Κελσίου. Εκείνη την ημέρα, δεν πέρναγε καν από το μυαλό του ότι τους επόμενους δυόμιση μήνες, αυτός και οι φίλοι του, θα έπρατταν το αδιανόητο. Ότι θα γινόντουσαν κανίβαλοι, τρώγοντας τα παγωμένα πτώματα των νεκρών συμπαικτών τους για να επιβιώσουν πάνω σε ένα από τα πιο αφιλόξενα τοπία της γης, σε μια βουνοκορφή των Άνδεων.

Εκεί όπου κατέληξε η πτήση 571 της Uruguayan Air Force που είχε ξεκινήσει από το Μοντεβιδέο με προορισμό το Σαντιάγο για έναν αγώνα ράγκμπι που κατέληξε σε έναν απίστευτο αγώνα επιβίωσης. Από τους αρχικά 28 επιζήσαντες, πολλοί που ήταν τραυματισμένοι, κατάφεραν να επιβιώσουν μόνο για κάποιες ημέρες. Σιγά-σιγά έσβηναν μέσα στο απίστευτο κρύο και το λευκό του χιονιού. Τα συντρίμμια του αεροπλάνου, μέσα στα οποία χώνονταν ο Κανέσσα και οι υπόλοιποι για να μην πεθάνουν από την παγωνιά, ήταν το καταφύγιό τους μέσα στην απεραντοσύνη ενός λευκού τοπίου.

Τα τρόφιμα ήταν ελάχιστα και όση οικονομία κι αν έκαναν, όσο μικρότερες κι αν ήταν οι μπουκιές κάθε μέρα που πέρναγε, κάποια στιγμή τελείωσαν.

Ο Ρομπέρτο ήλπιζε ότι θα τους βρουν. Ως εκ θαύματος από την σφοδρή πρόσκρουση είχε γλιτώσει ένα ραδιόφωνο και σαν από ένα δεύτερο θαύμα, έπιανε συχνότητες σταθμών που μετέδιδαν καθημερινά νέα για τις έρευνες που είχαν ξεκινήσει. Μετά από δέκα ημέρες άκουσαν ότι οι έρευνες είχαν σταματήσει. Η ψυχολογία τους έπεσε κατακόρυφα και στις 29 Οκτωβρίου μια χιονοστιβάδα καταπλάκωσε την τσακισμένη άτρακτο του αεροπλάνου, μέσα στην οποία βρίσκονταν οχτώ άτομα. Σκοτώθηκαν όλοι αφήνοντας 19 επιζήσαντες, που δεν είχαν πια ούτε δείγμα τροφής να βάλουν στο στόμα τους.

Δεν ξέρω αν αληθεύει η ρήση του Σαίξπηρ ότι ο άνθρωπος είναι το πιο άγριο θηρίο, ότι θα κάνει τα πάντα για να επιβιώσει. Ούτε ο Ρομπέρτο Κανέσσα, ο Κάρλος Πάεζ, ο Νάντο Παράδο και οι υπόλοιποι το ήξεραν. Παραδομένοι στην πιο άγρια μοίρα, νεκροί για όλους τους άλλους, εκτός από τους ίδιους.

Το μόνο που ήξεραν ήταν ότι πεινούσαν, πεινούσαν πολύ, τόσο που έκαναν έναν πλήρη κατάλογο με 139 εστιατόρια του Μοντεβιδέο, λες και αυτό θα τους χόρταινε, απαριθμώντας τα αγαπημένα τους πιάτα. Όταν ξεπέρασαν τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, έκαναν το αδιανόητο. Έγιναν κανίβαλοι, τρώγοντας τις σάρκες των νεκρών συντρόφων τους για να ζήσουν. Οι τύψεις και τα δάκρυα που πάγωναν κυριολεκτικά πριν κυλήσουν στο πρόσωπό τους, πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, όπως και ο σταυρός με τα συντρίμμια που είχαν φτιάξει μπας και τους δουν από ψηλά. Το μόνο που τους κρατούσε ζωντανούς ήταν τα σώματα των νεκρών φίλων τους και η σκέψη ότι «Ίσως αύριο μας βρούνε».

Τελικά ο Κανέσσα και ο Παράδο πήραν την μεγάλη απόφαση να αναζητήσουν βοήθεια. Περπάτησαν 70 χιλιόμετρα μέσα σε 10 ημέρες, πριν συναντήσουν έναν αγρότη ο οποίος ενημέρωσε αμέσως τις αρχές.

Οι υπόλοιποι επιζήσαντες άκουσαν τον ήχο ων ελικοπτέρων που πλησίαζαν στις 22 Δεκεμβρίου του 1972.

Είχαν σωθεί έχοντας προβεί σε ανθρωποφαγία, προκειμένου να μείνουν ζωντανοί, κάτι που φυσικά δεν ήταν δυνατό να μείνει κρυφό για πολύ. Όταν αποκαλύφθηκε, ο θόρυβος ήταν τεράστιος αλλά κανείς ουσιαστικά δεν βγήκε να κατηγορήσει τον Ρομπέρτο, τον Κάρλος ή τον Νάντο.

Προφανώς επειδή το ίδιο θα έκαναν και αυτοί στην θέση τους, όσο και αν έλεγαν στις παρέες τους ότι δεν θα γίνονταν κανίβαλοι.

Ο Ρομπέρτο Κανέσσα άλλωστε το έθεσε απλά, χρόνια μετά, όταν μίλησε για το «Θαύμα των Άνδεων», όπως χαρακτηρίστηκε η συγκλονιστική τους περιπέτεια: «Γίναμε κανίβαλοι, γιατί έπρεπε να μείνουμε ζωντανοί…»