Να ξεκαθαρίσουμε ένα-δύο πράγματα. Καταρχήν τι σημαίνει sex crime, δηλαδή σεξουαλικό έγκλημα. Λοιπόν, σεξουαλικό έγκλημα σημαίνει να βγαίνεις από το γραφείο σου βραδιάτικα, να μην υπάρχει ψυχή γύρω και κάποιος, στου οποίου τα παπούτσια ούτε δύναμαι ούτε επιθυμώ να μπω, να σε γραπώνει από πίσω και να μη σου βγαίνει φωνή από τον τρόμο. Όποιος έχει δοκιμάσει το σχετικό συναίσθημα, ακόμα και αν διέφυγε, ξέρει για τι μιλάω. Ο φόβος και μόνο φτάνει.
Προφανώς αυτό τον φόβο δεν τον έχουν γνωρίσει πολλές γυναίκες. Καλώς. Είναι και αυτό ένα δείγμα σχετικής υγείας της κοινωνίας μας. Ειδάλλως δεν εξηγείται το πώς τόσες και τόσες, επώνυμες και ανώνυμες, περιγράφουν τις περιπέτειές τους -τη διάρρηξη του σπιτιού τους, την αρπαγή της τσάντας τους από τη θέση του συνοδηγού, μια φωτογραφία με τον τελευταίο σύντροφό τους και άλλα εξίσου δυσάρεστα- ως βιασμό. Η επίθεση στην περιουσία μας κυρίες μου δεν συνιστά βιασμό. Και ας το αφήσουμε εκεί.
Ό,τι αρχίζει ως επιπολαιότητα, καταλήγει ως φάρσα. Τι εννοώ; Η συμπαθέστατη Τζένιφερ Λόρενς, της οποίας οι γυμνές φωτογραφίες είδαν το φως της δημοσιότητας άθελά της με πρωτοβουλία κάποιου τρωκτικού του διαδικτύου, είπε να ξελαφρώσει τη καρδιά της σε δημοσιογράφο του Vanity Fair. Και τι δεν είπε η κοπέλα; Πως είχε μία σχέση εξ’ αποστάσεως επί χρόνια, πως έστελνε στον καλό της γυμνές φωτογραφίες της για να μην είναι υποχρεωμένος να καταφεύγει στις τσόντες∙ σαχλό αλλά υπεράνω μομφής. Είπε επίσης πως έχασε το φως της όταν συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να τα εξηγήσει όλα αυτά στον μπαμπά της για να μην του έρθει εγκεφαλικό κι ότι πλάνταξε στο κλάμα και δεν ήθελε να βγει από το σπίτι της για μέρες.
Και μετά –ή πριν, σημασία δεν έχει- πέταξε τη φαρμακερή ατάκα: Η υποκλοπή των φωτογραφιών της συνιστά σεξουαλικό έγκλημα -βιασμός και σεξουαλική κακοποίηση είναι αυτά- και όχι απλό σκάνδαλο. Ακόμα και το χάζι με τις φωτογραφίες της συνιστά σεξουαλικό αδίκημα.
Προσέξτε με παρακαλώ. Δεν αμφισβητώ ότι η υποκλοπή των φωτογραφιών συνιστά αδίκημα, τον βαθμό δεν τον ορίζω εγώ. Δεν αμφισβητώ ακόμα–ακόμα ότι το χάζι με τις φωτογραφίες της κάθε απρόθυμης σταρ συνιστά αδίκημα. Έχω όμως σοβαρές ενστάσεις όσον αφορά τη φύση και τη σοβαρότητα του αδικήματος. Άλλο η επίθεση στην ιδιωτικότητα του καθενός και άλλο η επίθεση στον άνθρωπο. Άλλο ο άνθρωπος -ψυχή, μυαλό και σώμα- κι άλλο η φωτογραφία του.
Η Τζένιφερ Λόρενς είναι τυπικό δείγμα ανθρώπου που δεν αντιλαμβάνεται τη διαφορά μεταξύ της ίδιας και της εικόνας της, μεταξύ των τριών διαστάσεων και των δύο. Επίσης, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να ξεχωρίσει ανάμεσα στον πραγματικό πόνο και την αμηχανία –ίσως τα αντανακλαστικά της να είναι ασκημένα για να αναγνωρίζουν τις λεπτές αυτές διαφορές μόνο σε σενάρια.
Λένε ότι η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει -νομίζω ότι όποιος συνέλαβε την ιδέα πρώτος, ήξερε καλά τι έλεγε. Η Λόρενς εξισώνοντας την κακοήθεια με τον βιασμό, κατάφερε να προσβάλλει κάθε άνθρωπο ο οποίος έχει ζήσει στο πετσί του τη σεξουαλική βία. Επίσης, κατάφερε να καταρρίψει όλα τα ψυχολογικά επιχειρήματα υπέρ της ίδιας και των ομοιοπαθών της, διογκώνοντάς τα άτσαλα, σαν μπαλόνια που τα παραφούσκωσαν και έσκασαν.