Είναι τουλάχιστον συγκλονιστική η μάχη για τη ζωή αυτού του ανθρώπου που αγαπήθηκε από χιλιάδες. Που λατρεύτηκε σαν θεός και απογείωσε την ελληνική σόου μπιζ. Ένα λαμπερό αστέρι, με αστείρευτο κέφι, αυθόρμητη λάμψη και μοναδικό ταλέντο. Ένας άνθρωπος που ακόμα και σήμερα, παρά τα τεράστια προβλήματα της υγείας του, συνεχίζει να δουλεύει ακούραστα, δίνοντας χαρά στον κόσμο, χωρίς να έχει αποκαλύψει τα προβλήματά της υγείας του.
Γιατί πολύ απλά δεν ήθελε να το εκμεταλλευτεί. Να τον λυπηθούν, να χάσει την αξιοπρέπειά του. Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισε να αποκαλύψει επώνυμα το πρόβλημά του, σε μια αποκλειστική συνέντευξη που έδωσε στο provocateur. To κίνητρό του απλό. Οι γιατροί του απαγόρεψαν λόγω προχωρημένης κατάστασης του προβλήματος της υγείας του να εργάζεται πλέον. Κι αυτός αποφάσισε να περάσει ένα μήνυμα κουράγιου, ένα μάθημα ζωής σε όλους τους οπαδούς του.
«Μου φτιάχνει η δούλα μου παστίτσιο που ξέρει πως το λατρεύω, κι εγώ κάνω ότι το τρώω και μετά πάω κρυφά στον καμπινέ και το ξερνάω» μου εξομολογήθηκε στην προσωπική μας συνέντευξη. Ναι, αυτός είναι ο Φίλης Ξεφτίλης. Που διατηρεί την αξιοπρέπειά του ακόμα και σε αυτές τις τελευταίες του στιγμές. Τον συνάντησα στη μεζονέτα του στην Εκάλη. Καθόταν σε καροτσάκι δίπλα στην πισίνα και καταπράϋνε τα πληγωμένα από την ακινησία πόδια του στην πισίνα.
Σοκαρίστηκα μόλις είδα τα ποδόνυχά του να ακουμπάνε σαν μικρά νούφαρα την επιφάνεια του νερού της πισίνας. Βασικά δεν ήταν μικρά, σαν του ινδού φακίρη στριφογυριστά ήταν γιατί λόγω αρθρίτιδας δεν μπορεί να σκύψει να τα κόψει. Και θεωρεί απαξιωτικό να βάλει τη δούλα να του τα κόψει. Μόνο όταν έρχεται ο κηπουρός με τη μηχανή που κόβει το γκαζόν κάτι γίνεται (γιατί είναι και τεκνό ο κηπουρός).
Η τραγική ιστορία του Φίλη Ξεφτίλη, είναι ενδεικτική. Και για τα media και για όλους μας. Κάθε μέρα που περνάω από το περίπτερο, βλέπω ντάνες εξώφυλλα περιοδικών του 1 ευρώ που στο εξώφυλλο τους έχουν τουλάχιστον πέντε τίτλους του τύπου: «Ούρλιαζε από πόνο η Τατιάνα», «Μαύρη στο ξύλο η Μενεγάκη», «Φρικτούς πόνους από μύκητες στα πόδια η Σταματίνα», «Ένα βήμα πριν το θάνατο η Λαμπίρη, πάτησε μπανανόφλουδα κι έπεσε κατάχαμα».
Μην το δει αυτό ο αγωγιάτης, δημοσιογράφος αναπαραγωγέας ειδήσεων ή o απλός καταναλωτής, καρφώνεται το βλέμμα του λες βλέπει τον κώλο της Μπιγιονσέ. Από το «δώσε κώλο πάρε κώλο, γνώρισες τον κόσμο όλο» πήγαμε στο «δώσε πόνο, πάρε πόνο, κι από ηδονή θα λιώνω». Η ανωμαλία διπλή. Από τη μία πλευρά των ίδιων των επωνύμων που όταν βλέπουν ότι δεν παίζουν στην επικαιρότητα, είναι ικανοί να σου εξομολογηθούν ακόμα και το πόσο οδυνηρή εμπειρία ήταν όταν καυτηρίασαν το κονδύλωμά τους.
Από την άλλη του κόσμου. Τέτοιους οπαδούς να έχεις και τι τον χρειάζεσαι τον παπά και τα τέσσερα κοράκια να σε κουβαλάνε. Το πρωί «θεά» σε ανεβοκατεβάζουν. Το βράδυ στον καμπινέ αφού έχουν πάρει το χάπι της δυσκοιλιότητας «ε μα τα ‘θελε κι ο κώλος της της πουτάνας. Ζει ακόμα ή ψόφησε;» Αν ζεις ακόμα που συνήθως έτσι γίνεται γιατί δεν πεθαίνεις αν πάτησες σκατά σκύλου, απογοήτευση ο οπαδός. Αν πέθανες, μαύρο κλάμα την άλλη μέρα στο facebook και «καλό ταξίδι στη γειτονιά των αγγέλων».
Που μια ίντσα μυαλό να είχαν αυτοί οι έρμοι οι άγγελοι, θα είχαν εκδώσει το δικό τους κίτρινο έντυπο με νέα των επωνύμων από τον άλλο κόσμο. Εκεί να δεις σουξέ. Η Λουπέσκου πρώτη σε θεαματικότητα να επικοινωνεί με τους πεθαμένους να αναλύει το τι δεν πήγε καλά στη ζωή τους και πως το κάρμα τους ήταν να πεθάνουν για να ξαναγεννηθούν με στητό βυζί, και κοιλιακούς σιδερώστρα.
Η τραγική ιστορία του Φίλη Ξεφτίλη είναι ενδεκτική όχι για τους δημοσιογράφους που την ψάχνουν σαν τρελοί για να τη δημοσιεύσουν. Δουλειά κάνουν. Σε μπίζνα είναι και ψάχνουν να βρουν αυτό που πουλάει. Είναι ενδεικτική για το δικό σου ξεφτίλικι γιατί εσύ ορίζεις το παιχνίδι. Και μόλις είδες τον τίτλο του άρθρου, μπήκες τρέχοντας να διαβάσεις τα θανατικά κουσκούσια, αλλά στη μέση που κατάλαβες ότι πρόκειται για φάρσα στα μούτρα σου μπας και τα δεις στον καθρέφτη, προτίμησες να ανοίξεις την τηλεόραση μπας και κάποιος όντως πέθανε, να περάσει και η ώρα σου όσο κάνεις σεσουάρ.