Για τους περισσότερους από τις γενιές που ενηλικιώθηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο Νίκος Παπάζογλου υπήρξε ο μύθος της διπλανής πόρτας. Μύθος μεν, δικός μας άνθρωπος δε. Πώς γίνεται να συναντιούνται και τα δύο στον ίδιο άνθρωπο; Το μόνο που ξέρω είναι ότι στην περίπτωσή του ήταν απολύτως δυνατόν.

Τον πρωτακούσαμε στην «Εκδίκηση της Γυφτιάς». Έναν δίσκο που ανέτρεψε τα καθιερωμένα στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Ο Νίκος Ξυδάκης και ο Μανώλης Ρασούλης έγραψαν μια σειρά από λαϊκά τραγούδια που έμελλε να ζωντανέψουν πάλι ξεχασμένους λαϊκούς δρόμους και ήχο που είχε ξεχαστεί στα περιθώρια της δεκαετίας του ΄60. Δυο χρόνια μετά, ακολούθησαν τα «Δήθεν» και εκεί πια παγιώθηκε αυτός ο νεολαϊκός ήχος, μια «ειρηνική επανάσταση» του λαϊκού τραγουδιού.

Με αυτούς τους δύο δίσκους έγινε απόλυτα σαφές, ότι, ναι, μπορεί να υπάρξει καινούργιο λαϊκό τραγούδι, πέρα από αυτό που γράφτηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄60. Υποθέτω ότι οι πιο πολλοί από όσους είναι σήμερα άνω των 40, έχουν αγοράσει αυτούς τους δύο δίσκους αρκετές φορές. Πρώτα σε βινύλιο και μετά σε cd.Την εποχή του βινυλίου ήταν το μόνιμο δώρο στις φοιτητοπαρέες μας. Κεντρική φιγούρα και στην «Εκδίκηση της Γυφτιάς» και στα «Δήθεν» υπήρξε βέβαια ο Νίκος Παπάζογλου.

Πολλά χρόνια μετά, στα τέλη της δεκαετίας του ΄90, ρώτησα μια μέρα τον Νίκο Ξυδάκη γιατί, ουσιαστικά, δεν ξανάπαιξε ζωντανά σχεδόν ποτέ, αυτά τα τραγούδια. Περίμενα να πάρω μια απάντηση του στυλ «Μα από τότε έχω αλλάξει ύφος, δεν γράφω πια έτσι», κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Πολύ φυσικά και πολύ ειλικρινά ο Νίκος Ξυδάκης μου απάντησε ότι αυτά τα συγκεκριμένα τραγούδια τα έχει «πάρει πάνω» του ο Νίκος Παπάζογλου. «Ο Νίκος τα έπαιξε στον κόσμο, ο Νίκος τα υποστήριξε, είναι σαν να είναι του Νίκου»,μου απάντησε.

Και πραγματικά, κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα. Τον Νίκο τον γνώρισα στην ΛΥΡΑ στις αρχές της δεκαετίας του ΄90. Ήταν ήδη ο καθιερωμένος Νίκος Παπάζογλου που γέμιζε κάθε Σεπτέμβρη τον Λυκαβηττό και δεν εμφανιζόταν χειμώνα στην Αθήνα παρά μόνο σπάνια. Αντίθετα, κάθε καλοκαίρι γυρνούσε όλη την Ελλάδα στήνοντας συναυλίες ακόμα και στο πιο μικρό νησί της άγονης γραμμής.

Συναυλίες που διοργάνωνε ο ίδιος και κουβαλώντας τις πιο πολλές φορές τα μηχανήματα του ήχου, από το λιμάνι μέχρι τον χώρο της συναυλίας, στις πλάτες, ο ίδιος και οι συνεργάτες του. Δεν ξέρω άλλους καλλιτέχνες που έκαναν κάτι τέτοιο. Εν πάση περιπτώσει, στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 που τον γνώρισα, ήταν ήδη ο καθιερωμένος Νίκος Παπάζογλου. Πριν τον γνωρίσω δια ζώσης, είχα εισπράξει τον σεβασμό και την αγάπη που του είχαν όλοι στην εταιρεία.

Πρώτη κυκλοφορία που δούλεψα μαζί του, ήταν ο δίσκος «Όταν κινδυνεύεις, παίξε την πουρούδα». Θα θυμάμαι πάντα την κυρία Καίτη Μαραβέλια, χήρα του Κυριάκου Μαραβέλια και ιδιοκτήτη της ΛΥΡΑ, να μου λέει μια Παρασκευή απόγευμα που ήρθαν τα δείγματα του δίσκου από το εργοστάσιο: «Θα σε παρακαλέσω να καθίσεις λίγο παραπάνω μαζί μου, να ‘φακελώσουμε’ τους δίσκους του Νίκου και να τους μοιράσουμε το απόγευμα στους σταθμούς». Στην παρατήρησή μου ότι μπορούσαμε να τους στείλουμε και την Δευτέρα, γιατί και απόγευμα Παρασκευής να τους έπαιρναν οι courier, Δευτέρα θα τους παρέδιδαν, μου απάντησε «όχι, θα τους μοιράσουμε σήμερα το απόγευμα, με το δικό μου αυτοκίνητο, ώστε να προλάβουν κάποιοι να τους ακούσουν μέσα στο Σαββατοκύριακο». Και επειδή είδε το δικό μου έκπληκτο ύφος, γιατί κάτι τέτοιο δεν είχε ξανασυμβεί ,ούτε ξανασυνέβη, συμπλήρωσε λέγοντας; «Ο Νίκος είναι δικό μας παιδί».

Τα γράφω αυτά για να δείξω την σχέση που είχε με την ΛΥΡΑ και που ήταν αμοιβαία. Τόσα χρόνια μετά, ξαναδιαβάζω το μικρό σημείωμα που είχε γράψει στον συγκεκριμένο δίσκο και μοιάζει προφητικό.

 «Η ταμπελίτσα που γράφει ‘όταν κινδυνεύεις παίξε την πουρούδα’, ήταν γραμμένη σαν οδηγία στην σκοπιά του φυλακίου του Αγίου Κασσιανού της Λευκωσίας, ένα πολύ ευαίσθητο σημείο της ‘Πράσινης Γραμμής’ με πολλά επεισόδια μέχρι την στιγμή που ανέλαβε ο Ο.Η.Ε. την επιτήρηση της περιοχής. Άδειασαν τότε τα φυλάκια εκατέρωθεν, μπορέσαμε και τρυπώσαμε μαζί με τον φίλο μου Σύμη και την είδα καρφωμένη σε ένα από τα δοκάρια της οροφής του χαρακώματος. Πουρούδα είναι το ‘κλάξο’ του ποδηλάτου στο Κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα και βέβαια δίπλα στην ταμπελίτσα κρέμονταν από ένα καρφί η πουρούδα.

Είναι πολύ εντυπωσιακό το ότι ενώ υπάρχει τόση τεχνολογία στα χέρια μας, όταν πρόκειται για τόσο ζωτικής σημασίας ζήτημα, δεν εμπιστευόμαστε κανένα διάμεσο, όπως ασύρματους, ηλεκτρισμό, συναγερμούς κ.λ.π. και συνδέεται το χέρι κατ΄ ευθείαν με την ηχητική πηγή για να καλέσει σε εγρήγορση. Κάπως έτσι έχουν παραχθεί και οι ήχοι της συλλογής αυτής και η ίδια τάση να ακουμπήσει κανείς σε όσο το δυνατόν βασικότερα και στερεότερα πράγματα, διέπει τις συνθέσεις πού περιέχει.

Προς παν ευήκοον ους….

Θεσσαλονίκη, Άνοιξις 1995, Νίκος Παπάζογλου».

Αυτό επί της ουσίας υπήρξε ο Νίκος Παπάζογλου. Διαβάζοντας αυτό το σημείωμα σήμερα, καταλαβαίνει κανείς το πνεύμα που διέτρεξε την ζωή του και τους δίσκους του. Στα χρόνια που ακολούθησαν, μιλήσαμε πολλές φορές σε προσωπικό επίπεδο, είτε στα γραφεία της εταιρείας, είτε στο καμαρίνι κάποιας συναυλίας του. Θυμάμαι πάντα να μου λέει για τον πόλεμο που του έκαναν οι τότε Δημοτικές αρχές της Θεσσαλονίκης και τα πρόστιμα που είχε φάει για τις αφίσες που έβαζε στην πόλη για να διαφημίσει τις πρώτες του συναυλίες. «Μέχρι να πεθάνω, θα πληρώνω τα πρόστιμα», έλεγε. Για το τηλέφωνο που του έκανε ο Αλέκος Πατσιφάς δύο ώρες πριν πεθάνει. Ήταν νωρίς το πρωί και ο Νίκος κοιμόταν. Παραξενεύτηκε. Τον ρώτησε λοιπόν: «΄Εγινε κάτι κύριε Πατσιφά;». «Όχι παιδί μου, πήρα να δω τι κάνεις». Δυο ώρες μετά πέθανε από καρδιακό επεισόδιο. Για τους λόγους που τον έκαναν να νοιώθει την ΛΥΡΑ σαν το σπίτι του. Για την περίοδο, μετά τον θάνατο του Πατσιφά και τις προτάσεις που του έκαναν όλες οι υπάρχουσες εταιρείες δίσκων και τις «λευκές» επιταγές που του έδιναν. Για τους λόγους που αρνήθηκε όλες αυτές τις προτάσεις.

Λίγα χρόνια πριν «φύγει», του έκανε πρόταση ο Διονύσης Σαββόπουλος να τραγουδήσουν οι δύο τους στον «Κεραμεικό». Τον Σαββόπουλο τον εκτιμούσε πάντα και από όσα ξέρω δεν αρνήθηκε ποτέ τις προτάσεις για συνεργασία που του έκανε. Εκαναν, λοιπόν, ένα καταπληκτικό πρόγραμμα, με 30 παραστάσεις. Έσκισαν. Κι ενώ όλοι περιμέναμε ότι θα έπαιρναν παράταση, δεν έγινε τίποτα και οι παραστάσεις τελείωσαν μετά από έναν μήνα. Ενα πρωί, ήρθε από το γραφείο για καφέ. Τον ρώτησα, λοιπόν, γιατί δεν συνέχισαν αυτή την καταπληκτική παράσταση. «Γιατί ο σκουπιδοτενεκές του μαγαζιού ήταν η σκηνή», μου είπε απλά. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι εννοούσε και μου εξήγησε ότι όλοι οι εξαερισμοί του μαγαζιού περνούσαν πάνω από την σκηνή, με αποτέλεσμα να πάθει πνευμονία. Αψογος επαγγελματίας, πήρε φάρμακα, τραγούδησε με πυρετό και δεν ακύρωσε ούτε μια βραδιά. Αλλά μόλις τέλειωσαν οι προγραμματισμένες εμφανίσεις τα μάζεψε και έφυγε. Ηταν ήδη μέσα Μαρτίου. «Άσε, που τέτοια εποχή, πρέπει να είμαι στο κτήμα στην Θεσσαλονίκη. Τα δέντρα θέλουν κλάδεμα και η άνοιξη που σκάει μύτη είναι εκεί για να την αναπνέεις και όχι για να είσαι κλεισμένος σε ένα μαγαζί με εξαερισμό», κατέληξε.

Κάπως έτσι αντιλαμβανόταν τα πράγματα ο Νίκος. Κάποια άλλη στιγμή που μιλούσαμε για το ελληνικό τραγούδι και τους ανθρώπους που το αποτελούν, μιλώντας για αυτό που έκανε ο ίδιος, είπε κάτι πολύ απλό: «Εγώ δεν είμαι συνθέτης. Δεν διεκδικώ τέτοιες δάφνες. Εγώ είμαι επιβιωτής. Αυτό που κάνω, το κάνω γιατί μου αρέσει πολύ και επειδή δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο». Στην παρουσίαση δε του τελευταίου του δίσκου που έγινε σε ένα παραδοσιακό καφενείο στην Πλάκα, τον ρώτησε κάποιος δημοσιογράφος γιατί δεν «πειράζει»  λίγο τον ήχο του, να γίνει λίγο πιο σημερινός. Και ο Παπάζογλου απάντησε με το καταπληκτικό: «Θα είναι σαν να τσιμπάω την μάνα μου, για να ακούσω τι ήχο θα βγάλει επειδή, ακριβώς, την τσιμπάω.» Κάπως έτσι το ένιωθε.

Την ίδια μέρα της παρουσίασης, κέρδισε το βραβείο μουσικής στα Κρατικά Κινηματογραφικά Βραβεία Ποιότητας για την μουσική που έγραψε για την ταινία «Η Νοσταλγός».

Εμφανίστηκε αρκετές φορές στην τηλεόραση, σε επιλεγμένες εκπομπές, την ίδια στιγμή που πολλοί συνάδελφοί του την σνόμπαραν. Αρνιόταν, βέβαια, πάντα, να τον μακιγιάρουν. Τα σιχαινόταν αυτά και έβγαινε όπως ήταν.

Φυσική προέκταση του, το μαντήλι του. Πολύ γρήγορα καταλάβαινε κανείς ότι το τζίν παντελόνι, το τζίν πουκάμισο και το μαντήλι, δεν ήταν παρά η «στολή εργασίας» που είχε καθιερώσει. Ενας άνθρωπος καθαρός, όσο λίγοι. Που, αν ήθελε, θα μπορούσε να έχει βγάλει πάρα πολλά χρήματα από τα τραγούδια, όπως οι πιο πολλοί από τους ομότεχνούς του. Δεν το έκανε, προτιμούσε να είναι καθαρός με την Τέχνη του και τους ανθρώπους πού γνώριζε.

Κάποια στιγμή, σε μια συναυλία του ,στο διάλειμμα, τον πλησίασε μια θαυμάστριά του και του έβαλε στο χέρι κάποιους στίχους που έγραψε. Ήταν καλοί, ο Νίκος τους έκανε τραγούδι, μόνο που δεν ήξερε το όνομά της για να το γράψει στον δίσκο. Έγραψε, λοιπόν: «Τούς στίχους αυτούς μου τους έδωσε μια ωραία Χιώτισσα στο διάλειμμα της συναυλίας στην Χίο το ΄93, αλλά χωρίς όνομα. Μέχρι να το μάθω, γράφω το δικό μου». Στο τραγούδι έβαλε τίτλο «Της Χιώτισσας». Αυτά γράφτηκαν στην πρώτη κοπή του δίσκου. Στην επόμενη, αφού προφανώς η κοπέλα είχε επικοινωνήσει μαζί του, έγραψε το όνομά της.

Λίγοι, ίσως, θυμούνται, ότι ο Νίκος χρηματοδοτούσε παραγωγές, σε καλλιτέχνες που πίστευε ότι άξιζαν. Ο Σωκράτης Μάλαμας, οι «Μικρές Περιπλανήσεις» και αρκετοί άλλοι ξεκίνησαν δίπλα του. «Οι Στρόγγυλοι Δίσκοι», ήταν το lebel που τους κυκλοφορούσε.

Θα μπορούσε να μιλάει κανείς πολλές ώρες για τον Νίκο Παπάζογλου, το επαγγελματικό του ήθος και την καθαρότητα που αντιμετώπιζε τα πράγματα. Ολόκληρη η λεγόμενη «σχολή της Θεσσαλονίκης» στηρίχτηκε πάνω του. Δεν σκέφτηκε ποτέ να φύγει από την πόλη του. Κλείνοντας, θα σημειώσω κάτι προσωπικό. Την εποχή που γεννήθηκε ο γιος μου, αντί για άλλη ευχή μου είπε: «Να ζήσεις το παιδί σου Άγγελε. Τα χρόνια περνάνε και δεν το καταλαβαίνουμε .Εγώ, δουλεύοντας, δεν έζησα τα δικά μου. Και τώρα πια μεγάλωσαν… Είναι αργά για να το μετανιώσω…»