Η 17χρονη μαθήτρια, ικανή σύμφωνα με το νόμο για σεξουαλική ζωή και ψυχολογικά από την επιστήμη να αυτοπροσδιοριστεί ερωτικά, ανέβασε στο facebook της, τη βία που συνάντησε, ένα βραδάκι, σε έναν δημόσιο χώρο. Κρατιόταν αγκαλιά με την φίλη της. Ένα νεαρό προφανώς ζευγάρι, ερωτευμένο, βουτηγμένο σε μια έκρηξη ορμονών, έντονων, πολύχρωμων συναισθημάτων και στην αφετηρία μιας νιότης που όλα δείχνουν λαμπερά, καινούργιο και ίσως ειδυλλιακά, έπεσαν επάνω στον κακό τον δράκο.
Στην Αθήνα του 2014, που ο φασισμός και ο ρατσισμός έχει διαπεράσει ύπουλα και υποδόρια τα κύτταρα μας, θα συνέβαινε αυτό και είναι τόσο αναμενόμενο που ούτε να ξαφνιαστούμε μπορούμε πια, συνένοχοι όλοι σε μεγάλης ή μικρής μορφής ρατσισμούς. Οι «γριές» μια χαρά γυναίκες που δεν πρέπει να είναι στη τηλεόραση, οι «χοντρές», οι «καραφλοί», οι «Αλβανίδες» του τραγουδιού, οι «αδερφάρες» που τολμoύν να κάνουν παιδιά ή να μη κρύβουν τον εαυτό τους, το «τέρας με τα μούσια» που κέρδισε στην Γιουροβίζιον, οι «τελειωμένοι» που μπορεί να αποτύχανε, άρα δεν έχουν δικαίωμα για οτιδήποτε άλλο, το και καλά αθώο «έλα να κάνουμε πλάκα με τα κιλά, την ηλικία, την δυσμορφία, τον που@τη του γραφείου».
Μολυσμένοι όλοι απ τον ιό, του οποίου φορέας είναι αυτός που δέρνει, που βάζει φωτιά σε σπίτια που μένουν μετανάστες, που μαχαιρώνει στη κάρδια την νιότη, που κτυπάει ηλικιωμένες αρκεί να μην είναι Ελληνίδες, που απειλείται από ένα ζευγάρι γκέι σε ένα παγκάκι στο Παγκράτι και δυο κορίτσια που αγαπιούνται στο Θησείο. Γιατί όποιος σιωπά, συναινεί. Όποιος δε σηκώνει το χέρι να χτυπήσει αλλά δε πιάνει τη γροθιά του αλλουνού στο αέρα δε σημαίνει πως δεν είναι ένοχος.
Και το κορίτσι περιγράφει στο facebook του:
«…Αν έχω την προσοχή σας για λίγα λεπτά θέλω να μοιραστώ ένα χθεσινό γεγονός που δεν το δημοσιεύω μόνο επειδή συνέβη σε μένα αλλά στον οποιονδήποτε κι αν είχε συμβεί θεωρώ ότι θα ήταν καλό να μάθετε ένα τόσο ακραίο γεγονός.
Καθόμουν στον ηλεκτρικό σταθμό του Θησείου αγκαλιά με κάποια κοπέλα ώσπου εμφανίστηκε ένας σωματώδης άντρας γύρω στα 55 φωνάζοντας σε εμάς προκλητικά ”Έξω τώρα από το σταθμό”. Αφού αρνήθηκα να βγω έξω και έπειτα του ζήτησα τον λόγο οι απαντήσεις του ήταν πολύ συγκεκριμένες: ”γιατί έτσι γουστάρω”, ”γιατί ο σταθμός είναι δικός μου”, ”γιατί αλλιώς θα σε πάρω σηκωτή”.
Αφού είχε αρχίσει να μαζεύεται αρκετός κόσμος γύρω μας και εγώ εξακολούθησα να αρνούμαι το να φύγω άρχισε να με πλησιάζει απειλώντας ότι θα με χτυπήσει. Αφού του είπα πως είναι ένας ομοφοβικός ρατσιστής οι λέξεις του έγιναν χυδαίες, σκληρές, όλο και περισσότερο απειλητικές. Αισθάνθηκα σαν να ζω μερικές δεκαετίες πίσω! Είχα διαβάσει στο σχολειό για την περίοδο της χούντας αλλά νόμιζα ότι είχε πέσει! Τα σώματα μας είχαν φτάσει σε απόσταση αναπνοής! Ομολογώ πως αισθάνθηκα τεράστιο φόβο για κάποια δευτερόλεπτα ώσπου τον έσπρωξα προσπαθώντας να τον απομακρύνω.
Τότε ξεκίνησε να με τραβάει να με χτυπάει και να με βρίζει μπροστά σε όλο τον ηλεκτρικό. Δε φάνηκε στιγμή μετανιωμένος! ακόμα και όταν ήρθε η αστυνομία προσπάθησε να δείξει ότι είχε δίκιο που χτύπησε μια ανήλικη 17χρονη. Ο κόσμος έδειξε αρνητική συμπεριφορά απέναντι στον “κύριο” που με χτύπησε! Αυτό που με φοβίζει είναι πως την επομένη φορά ίσως να μην είμαι σε κεντρικό μέρος, ίσως να μη με βοηθήσει κάνεις, ίσως να μην είμαι εγώ σ αυτή τη θέση αλλά κάποιος που δε θα μιλήσει ποτέ!
Λυπάμαι ειλικρινά που πήρα μέρος σε ένα ομοφοβικό ρατσιστικό κρούσμα.Λυπάμαι ειλικρινά που υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι.Λυπάμαι ειλικρινά για την Ελλάδα που ζω…»
Ο 55χρονος κτηνώδης, φοβισμένος από τη ζωή την ίδια, ώστε να κάνει τον νταή στα κοριτσάκια η να νιώθει απειλή απ τον έρωτα, είναι παραβατικός, εγκληματικός, κακός υπάνθρωπος! Η δική μου όμως αγανάκτηση αφορά στο βουβό χορό της σύγχρονης τραγωδίας. Σε ένα τρένο, έναν σταθμό, ένα κεντρικό σημείο της μεγάλης μας πόλης, δεν βρέθηκε ένας, μία, κάποιος, μερικοί, πολλοί άνθρωποι να του πούνε: «ε, ρε μαλάκα, τι κάνεις εκεί;»! Δε υπήρξε ούτε ένας να τον σπρώξει μακριά! Κάποιος να φωνάξει την αστυνομία! Να τον ακινητοποιήσει! Να τον βρίσει! Να τον απειλήσει! Να τον φέρει στα συγκαλά του!
Όλοι βιαστικοί προσπερνούσαν για τη δουλειά τους και με το φόβο προικιό, να μη μπλέξουν; Αυτοί είμαστε λοιπόν; Οι γονείς θα αφήσουμε παιδιά να βγουν στον κόσμο, που δεν θα τους επιτρέπει να επιλέγουν πως θα ερωτεύονται, πως θα ‘ναι ευτυχισμένα και πως θα αγαπούν; Οι επικεφαλείς, οι ισχυροί του έθνους αυτάρεσκα θα χαίρονται για έναν κόσμο που η διαφορά και η ποικιλία δεν γεννάνε ομορφιά, αλλά απειλή; Όπου όλοι πρέπει να είμαστε λευκοί συγκεκριμένης απόχρωσης, μόνιμα 35 ετών – το ανώτερο, 58 κιλών οι γυναίκες και 70 οι άντρες, φυσικά Έλληνες, Χριστιανοί Ορθόδοξοι, να ερωτευόμαστε με συγκεκριμένη διαφορά ηλικίας (η γυναίκα μικρότερη φυσικά) και πάντα άντρες με γυναίκες, γιατί η αγάπη και η σεξουαλικότητα πρέπει να ζητούν ταυτότητα και την άδεια όλων μας για να υπάρξουν, και να μαστε όμοιοι σαν ρέπλικες;
Οι θρησκευτικοί άρχοντες, οι κραταιοί στα media που φυσικά μόνο λεφτά σκέπτονται, οι κρατούντες σε όλες τις εξουσίες, και στις 4, θα χαίρονται για την ναζιστικά ταχτοποιημένη κοινωνία που όποιος δε βολεύει ξυλοφορτώνεται και κανείς μας δε μιλά; Δεν έχει δίκιο λοιπόν, αυτό το 17χρονο κορίτσι να ουρλιάζει στα ένοχα μούτρα μας: «λυπάμαι ειλικρινά που πήρα μέρος σε ένα ομοφοβικό ρατσιστικό κρούσμα, λυπάμαι ειλικρινά που υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, λυπάμαι ειλικρινά για την Ελλάδα που ζω…»… και εγώ… και εγώ πολύ… εσύ;